Τι σημαίνει το zone στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης zone στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του zone στο Γαλλικά.
Η λέξη zone στο Γαλλικά σημαίνει μέρος, τμήμα, κομμάτι, ζώνη, περιοχή, περιοχή, λίμνη, τομέας, περιοχή γύρω από τα δοκάρια, λωρίδα, ζώνη, χάνω την ώρα μου, χάνω το χρόνο μου, ασήμαντος, μητροπολιτική περιοχή, ευρωζώνη, προάστια, παραλίμνιο, πλημμυρική περιοχή, πλημμυρική πεδιάδα, πλημμυρική κοίτη, βάλτος, ουδέτερη ζώνη, οικοδομημένη περιοχή, αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, πληγείσα ζώνη, περιοχή χαμηλής πίεσης, υποβαθμισμένη περιοχή, εκτροφείο, πεδίο μάχης, στο στοιχείο μου, επικίνδυνη ζώνη, περιοχή χωρίς σήμα, ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου, επιφάνεια κρούσης, βιομηχανική ζώνη, ουδέτερη περιοχή, ουδέτερη ζώνη, απαγορευμένη ζώνη, μη προσβάσιμη περιοχή, απομακρυσμένη περιοχή, ζώνη επιρροής, εύκρατη ζώνη, δύσκολη περίοδος, φάση, ζώνη του λυκόφωτος, ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων, πεζόδρομος, ζώνη συγκέντρωσης, βομβαρδισμένη περιοχή, βιομηχανικό πάρκο, περιοχή κάλυψης, υποβαθμισμένη περιοχή, Πράσινη Ζώνη, περιοχή έρευνας, τμήμα σελίδας εκτός της περιοχής εκτύπωσης και της περιοχής ξακρίσματος, χώρος για καπνίζοντες, πλαίσιο κειμένου, γκρίζα ζώνη, αποστρατικοποιημένη ζώνη, πληγείσα περιοχή, bullpen, περιοδεία στην επαρχεία, νερά που προσφέρονται για ψάρεμα, η ζώνη της Χρυσομαλλούσας, επαναχαράσσω, πεζοδρομώ, δεύτερης κατηγορίας, παρακατιανός, κατώτερος, επικίνδυνη περιοχή, ευαίσθητη περιοχή, χώρος αναψυχής, η ζωή στα προάστια, Αιγαίο, νεκρή ζώνη, ελεύθερος λιμένας, εκτός ορίων, γκρι εικονίδιο, ζώνη τροπικών νηνεμιών, hotspot, σημείο ανάφλεξης, ζώνη προσγείωσης, βιομηχανικό πάρκο, μαγκρόβιο έλος, κάψιμο, λεξικογραφική μονάδα, αλσύλλιο για ξύλευση, βιομηχανική περιοχή, ζώνη παράνομης στάθμευσης, επικίνδυνο σημείο, επικίνδυνη περιοχή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης zone
μέρος, τμήμα, κομμάτι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Υπήρχε ένα γήπεδο του τένις στο μέρος του γκαζόν πίσω από το σπίτι. |
ζώνηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La police a bouclé la zone où les hydrocarbures s'étaient renversés. |
περιοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous devrions passer par les zones paisibles du pays. Θα πρέπει να ταξιδέψουμε μέσα από τις ειρηνικές περιοχές της χώρας. |
περιοχήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous nous estimons heureux de vivre dans une zone qui ne connaît aucun événement météorologique catastrophique. |
λίμνηnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un homme se tenait au centre d'une zone éclairée dans la rue. |
τομέας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le commandant a demandé des nouvelles des troupes dans le secteur. |
περιοχή γύρω από τα δοκάρια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λωρίδα, ζώνηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il se trouvait derrière la maison une bande de terre aride. |
χάνω την ώρα μου, χάνω το χρόνο μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon mari traîne dans le garage, je n'ai pas la moindre idée de ce qu'il y fabrique. Ο σύζυγός μου χάνει την ώρα του στο γκαράζ - Δεν έχω ιδέα τι κάνει εκεί μέσα. |
ασήμαντος(familier : perdu) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μητροπολιτική περιοχή
Chicago compte 2,8 millions d'habitants mais son agglomération en compte plus de 10 millions. |
ευρωζώνηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προάστια
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
παραλίμνιο
|
πλημμυρική περιοχή, πλημμυρική πεδιάδα, πλημμυρική κοίτη
|
βάλτος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ουδέτερη ζώνηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οικοδομημένη περιοχήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le parc fournissait un espace vert dans la zone bâtie de la ville. |
αποστρατιωτικοποιημένη ζώνηnom féminin La zone démilitarisée entre la Corée du Nord et la Corée du Sud est la frontière la plus armée du monde. |
πληγείσα ζώνηnom féminin (από καταστροφή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περιοχή χαμηλής πίεσηςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υποβαθμισμένη περιοχήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκτροφείοnom féminin (figuré) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le marécage était une zone de reproduction de plusieurs espèces d'oiseaux d'eau. |
πεδίο μάχηςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στο στοιχείο μου(Psychologie surtout) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επικίνδυνη ζώνηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περιοχή χωρίς σήμα(Téléphonie, jargon) (κινητή τηλεφωνία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίουnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιφάνεια κρούσηςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βιομηχανική ζώνη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai un entrepôt dans la zone industrielle. Έχω μια αποθήκη που βρίσκεται στη βιομηχανική ζώνη. Σχεδιάζουμε να χτίσουμε το εργοστάσιο στη βιομηχανική ζώνη έξω από την πόλη. |
ουδέτερη περιοχήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En géopolitique, les zones neutres subissent l'effet de l'entropie et tendent à ne pas le rester longtemps. |
ουδέτερη ζώνηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απαγορευμένη ζώνη, μη προσβάσιμη περιοχήnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) si vous n'avez pas de carte d'accès, c'est une zone interdite pour vous. |
απομακρυσμένη περιοχήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les secours ont eu du mal à atteindre cette zone reculée. |
ζώνη επιρροήςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εύκρατη ζώνηnom féminin (climat) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δύσκολη περίοδος, φάσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζώνη του λυκόφωτοςnom féminin (figuré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζώνη πολεμικών επιχειρήσεωνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La Croix Rouge a évacué tous les civils de la zone de combat. |
πεζόδρομοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) C'est très agréable d'habiter en zone piétonne, sauf quand on emménage ou on déménage. |
ζώνη συγκέντρωσηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βομβαρδισμένη περιοχήnom féminin |
βιομηχανικό πάρκο(βιομηχανίες, βιοτεχνίες) |
περιοχή κάλυψηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υποβαθμισμένη περιοχήnom féminin (plus petit) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Πράσινη Ζώνηnom féminin (κέντρο Βαγδάτης) La plupart des ambassades occidentales à Bagdad se trouvent dans la zone verte |
περιοχή έρευναςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les policiers ont ratissé la zone de recherche pour tenter de retrouver le fuyard. |
τμήμα σελίδας εκτός της περιοχής εκτύπωσης και της περιοχής ξακρίσματοςnom féminin (βιβλιοδεσία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χώρος για καπνίζοντεςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλαίσιο κειμένουnom féminin (informatique) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Entrez votre identifiant et votre mot de passe dans les zones de texte appropriées et cliquez sur le bouton « OK ». |
γκρίζα ζώνηnom féminin (figuré : incertitude) (μεταφορικά) L'histoire britannique du 18e siècle est pour moi une zone grise. |
αποστρατικοποιημένη ζώνηnom féminin |
πληγείσα περιοχήnom féminin |
bullpen(Base-ball, anglicisme) (χώρος προθέρμανσης) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
περιοδεία στην επαρχεία(Politique, soutenu) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νερά που προσφέρονται για ψάρεμα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
η ζώνη της Χρυσομαλλούσαςnom féminin (Astronomie) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επαναχαράσσω(πολεοδομία: ζώνη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πεζοδρομώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεύτερης κατηγορίας, παρακατιανόςlocution adjectivale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aujourd'hui encore, les femmes sont traitées comme des citoyens de seconde zone dans plusieurs pays. |
κατώτεροςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επικίνδυνη περιοχή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευαίσθητη περιοχήnom féminin (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χώρος αναψυχήςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
η ζωή στα προάστια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Αιγαίο
(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) |
νεκρή ζώνηnom féminin (Écologie) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ελεύθερος λιμέναςnom féminin |
εκτός ορίωνlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La canonnière a tiré des coups de semonce sur le bateau de pêche qui s'était éloigné en zone interdite. |
γκρι εικονίδιοnom féminin (Informatique) |
ζώνη τροπικών νηνεμιών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) De violentes tempêtes peuvent apparaître sans préavis dans les zones de calmes équatoriaux. |
hotspot(Politique) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σημείο ανάφλεξης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζώνη προσγείωσηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βιομηχανικό πάρκο
|
μαγκρόβιο έλος
|
κάψιμοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dans les champs, on pouvait voir la zone brûlée par la foudre. |
λεξικογραφική μονάδαnom féminin Insère une zone de texte dans le coin supérieur gauche de la page. |
αλσύλλιο για ξύλευσηnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La plupart des terres a été dégagée pour les récoltes, mais il y avait encore quelques zones forestières pour fournir du bois de chauffage pour l'hiver. |
βιομηχανική περιοχή
|
ζώνη παράνομης στάθμευσης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επικίνδυνο σημείο
|
επικίνδυνη περιοχή
|
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του zone στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του zone
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.