Τι σημαίνει το champ στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης champ στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του champ στο Γαλλικά.
Η λέξη champ στο Γαλλικά σημαίνει χωράφι, τομέας, πεδίο, άμυνα, άουτφιλντ, έκταση, πεδίο, πεδίο, πεδίο, πλαίσιο, λιβάδι, πεδίο, σκοπευτήριο, τμήμα, αντικείμενο, πεδίο, περίμετρος, σαμπάνια, χειρουργικό κάλυμμα, ψαλμός, τραγούδι, ωδή, τρίλια, κελάηδισμα, κελάηδημα, τρίξιμο, φωνητικά, μελωδία, μελωδία, άσμα, άσμα, βουητό, σαμπάνια, οπτικό πεδίο, παίζω, αμέσως, πάραυτα, αυτοστιγμεί, αυτή τη στιγμή, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, αμέσως, λεξιλόγιο, σαμπάνια, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αμέσως, συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα, άμεσα, αμέσως, αμέσως μετά, εκτός μεγάλης οθόνης, ναρκοπέδιο, ιπποδρόμιο, πεδίο μάχης, πεδίο μάχης, χωράφι με καλαμπόκι, αμυντικός, εσωτερικό γήπεδο, παίκτης του εσωτερικού γηπέδου, εξωτερική περιοχή, εξωτερικος παίκτης, χώρος υπαίθριων εκδηλώσεων, αμυντικός, έκταση χιονιού, αφήγηση, βάθος διείσδυσης πεδίου, σκοπευτήριο, περιοχή με κοιτάσματα πετρελαίου, οπτικό πεδίο, σημασιολογικό/εννοιολογικό φάσμα, σκοπευτήριο, σκοπευτήριο, φυτεία ζαχαροκάλαμου, βαμβακοκαλλιέργεια, βαμβακοφυτεία, ανθώνας, περιοχή μετρήσεων, επαγγελματικές υποχρεώσεις, πλαίσιο κειμένου, αιολικό πάρκο, μέσος, αριστερός παίκτης, δεξιός παίκτης, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης champ
χωράφιnom masculin (Agriculture) (γεωργία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle a vu un champ plein de maïs. Είδε ένα χωράφι γεμάτο καλαμπόκια. |
τομέαςnom masculin (domaine) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le champ de la linguistique appliquée a toujours éveillé un certain intérêt chez moi. |
πεδίοnom masculin (Géologie) (γεωλογία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a un champ pétrolifère à environ seize kilomètres vers l'ouest. |
άμυναnom masculin (Base-ball : en défense) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les Red Sox sont à la batte et les Yankees sont au champ. |
άουτφιλντnom masculin (Base-ball) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Bernie Williams joue champ centre pour les champions. |
έκταση(figuré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πεδίοnom masculin (magnétisme) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il produit un puissant champ magnétique. |
πεδίοnom masculin (Informatique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les champs obligatoires sont marqués d'un astérisque. |
πεδίο, πλαίσιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λιβάδιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sarah a cueilli des fleurs dans un champ près du ruisseau. Η Σάρα μάζεψε μερικά λουλούδια από ένα λιβάδι κάτω στο ρυάκι. |
πεδίοnom masculin (étendue) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) À l'intérieur de sa cachette, il avait un champ de vision limité. Μέσα από την κρυψώνα είχε περιορισμένο οπτικό πεδίο. |
σκοπευτήριο(tir à l'air libre) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On est allé au champ de tir pour nous entraîner avec nos fusils. |
τμήμαnom masculin (d'un formulaire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'adresse de facturation était un champ séparé sur le formulaire. |
αντικείμενο, πεδίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les questions d'amour sortent du cadre du forum de langue. Ερωτήσεις σχετικές με ρομαντικά ζητήματα δεν ανήκουν στην αρμοδιότητα αυτού του γλωσσικού φόρουμ. |
περίμετρος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σαμπάνια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Et si on ouvrait une bouteille de champagne pour fêter ça ? Να ανοίξουμε ένα μπουκάλι σαμπάνια να το γιορτάσουμε; |
χειρουργικό κάλυμμαnom masculin (Médecine, technique) La plaie à suturer est entourée de champs stériles. |
ψαλμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τραγούδιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Michelle aime le chant. Στη Μισέλ αρέσει να τραγουδά. |
ωδή(ποίηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τρίλιαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κελάηδισμα, κελάηδημαnom masculin (d'un oiseau) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tu pouvais entendre le chant de l'oiseau sur des kilomètres. Το κελάηδισμα του πουλιού ακουγόταν μίλια μακριά. |
τρίξιμοnom masculin (figuré : objet) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φωνητικάnom masculin Rick assure le chant sur la plupart des pistes de l'album. |
μελωδία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Entends-tu le chant des oiseaux ? Ακούς τη μελωδία του πουλιού; |
μελωδίαnom masculin (d'un oiseau) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'adore me réveiller au chant des oiseaux. |
άσμαnom masculin (poème) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'adore "Les chants de l'innocence et de l'expérience" de William Blake. |
άσμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mendelssohn a introduit le terme de "Chant Sans Paroles". |
βουητό(abeille...) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le bourdonnement des abeilles fait paniquer ma cousine. |
σαμπάνιαnom masculin (abréviation de champagne, familier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οπτικό πεδίοnom masculin |
παίζωlocution verbale (Base-ball, Cricket) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'équipe locale tient actuellement le champ. |
αμέσως, πάραυτα, αυτοστιγμεί(την ίδια στιγμή) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les lumières se sont éteintes immédiatement lorsque j'ai appuyé sur l'interrupteur. |
αυτή τη στιγμήlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώραadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ραλφ! Έλα εδώ αμέσως (or: τώρα) αλλιώς θα σε δείρω! Σταμάτα αυτή την στιγμή! |
αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώραadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ηλεκτρομαγνητικό πεδίο(Physique, technique) |
αμέσως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les tiques sont porteuses de maladies ; si vous en trouvez une sur votre peau, il faut la retirer immédiatement. Αν βρεις τσιμπούρι πάνω σου, είναι σημαντικό να το απομακρύνεις αμέσως, καθώς μεταφέρουν ασθένειες. |
λεξιλόγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σαμπάνια(familier : champagne) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(Base-ball, anglicisme) |
αμέσως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Φεύγω τώρα αμέσως. |
συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cette émission de radio est insupportable : on ne comprend rien ! Les invités s'interrompent les uns les autres à tout bout de champ. |
άμεσα, αμέσως, αμέσως μετάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je vais envoyer ce colis sur le champ pour m'assurer qu'il arrive à temps. |
εκτός μεγάλης οθόνηςlocution adverbiale (Cinéma) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ναρκοπέδιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il a perdu sa jambe à la guerre, quand son peloton est entré par mégarde dans un champ de mines. Έχασε το πόδι του στον πόλεμο, όταν η διμοιρία του έπεσε σε ναρκοπέδιο. |
ιπποδρόμιο(chevaux) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πεδίο μάχηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) L'amiral Nelson était un héros sur le champ de bataille. |
πεδίο μάχηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il ne restait plus que des morts sur le champ de bataille. |
χωράφι με καλαμπόκιnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αμυντικός(Base-ball) (αθλητισμός) |
εσωτερικό γήπεδοnom masculin (base-ball) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παίκτης του εσωτερικού γηπέδου(Base-ball) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εξωτερική περιοχήnom masculin (Cricket, Base-ball) (γήπεδο μπέιζμπολ) |
εξωτερικος παίκτης(Base-ball) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χώρος υπαίθριων εκδηλώσεων
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αμυντικόςnom masculin (αθλητισμός) |
έκταση χιονιού
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αφήγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) À l'écran, on voyait des images de guerre tandis qu'en voix off, le narrateur lisait le journal des soldats. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το ντοκυμαντέρ υπάρχει και με ελληνικό voice over για όσους δεν μπορούν να διαβάσουν τους υπότιτλους. |
βάθος διείσδυσης πεδίουnom féminin (φυσική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκοπευτήριοnom masculin (à l'extérieur) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
περιοχή με κοιτάσματα πετρελαίουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous prévoyons de creuser cinq puits d'exploration dans ce gisement de pétrole (or: champ pétrolifère). Σχεδιάζουμε να κάνουμε πέντε διερευνητικές γεωτρήσεις σε αυτή την περιοχή. |
οπτικό πεδίοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'armée a placé son camp hors du champ de vision de l'ennemi. La voiture est arrivée vers moi du côté gauche, juste hors de mon champ de vision. Το αυτοκίνητο ήρθε κατά πάνω μου από τα αριστερά, λίγο έξω από το οπτικό μου πεδίο. |
σημασιολογικό/εννοιολογικό φάσμαnom masculin (Ling) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκοπευτήριοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκοπευτήριοnom masculin (en plein air) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φυτεία ζαχαροκάλαμουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βαμβακοκαλλιέργεια, βαμβακοφυτείαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανθώναςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
περιοχή μετρήσεωνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επαγγελματικές υποχρεώσειςnom masculin |
πλαίσιο κειμένουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) En survolant les champs de saisie avec votre souris, vous verrez apparaître une bulle d'aide. |
αιολικό πάρκο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μέσος(Base-ball) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
αριστερός παίκτης(Base-ball) |
δεξιός παίκτης(Base-ball) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom masculin (Football américain : partie du terrain) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του champ στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του champ
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.