Τι σημαίνει το size στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης size στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του size στο Αγγλικά.

Η λέξη size στο Αγγλικά σημαίνει μέγεθος, μέγεθος, μέγεθος, διαστάσεις, μεγέθους, κόλλα, μέγεθος, κατατάσσω, ταξινομώ, κολλαρίζω, μετράω, μετρώ, μετράω, παίρνω τα μέτρα, μπουκιά, μπουκίτσα, μπουκιά, μπουκίτσα, περίμετρος θώρακα, παιδικός, μέγεθος κολάρου, κριτικάρω, οικονομικό μέγεθος, σε οικονομικό μέγεθος, μέγεθος της επίδρασης, μέγεθος του αποτελέσματος, μέγεθος της οικογένειας, οικονομική συσκευασία, οικογενειακού μεγέθους, σε οικονομική συσκευασία, οικογενειακός, μέγεθος στόλου, μέγεθος γραμματοσειράς, κανονικού μεγέθους, συνήθους μέγέθους, μεγάλου μεγέθους, υπερμεγέθης, μισού μεγέθους, μικροσκοπικός, επέκταση, ανάπτυξη, μεγαλώνω, επεκτείνομαι, πολύ μεγάλος, υπέρδιπλο κρεβάτι, πολύ μεγάλος, μικρός, μεγάλο μέγεθος, μέγεθος large, σε μέγεθος χαρτιού εκτυπωτή legal, κανονικό μέγεθος, σε κανονικό μέγεθος, μεγάλος, ένα μέγεθος, κατάλληλος για όλους, μεγάλου μεγέθους, σε μέγεθος τσέπης, συσκευασία ενός λίτρου, μεγάλος, υπέρδιπλο κρεβάτι, μεγάλος, μέγεθος δείγματος, μέγεθος δείγματος, νούμερο παπουτσιού, παίρνω τα μέτρα, μικρό μέγεθος, μικρό μέγεθος, περιφέρεια μέσης, περιφέρεια μέσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης size

μέγεθος

noun (object: physical dimensions)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The size of the house was surprisingly large.
Το μέγεθος του σπιτιού ήταν εντυπωσιακά μεγάλο.

μέγεθος

noun (magnitude)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The region had never seen a storm of this size before.
Η περιοχή δεν είχε δει καταιγίδα τέτοιων διαστάσεων ποτέ πριν.

μέγεθος

noun (fit: of clothing, shoes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This dress is a size ten.
Αυτό το φόρεμα είναι νούμερο δέκα.

διαστάσεις

noun (person's height, weight)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He plays basketball well for someone his size.
Παίζει καλό μπάσκετ για τα κυβικά του.

μεγέθους

adjective (as suffix (sized: of a given size) (σε γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Could I have a large-size pizza?
Μπορώ να έχω μια πίτσα μεγάλου μεγέθους;

κόλλα

noun (sizing: sealer on paper or cloth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Artists traditionally use glue size made from rabbit skin to bind their pigments.
Οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν συνήθως κόλλα από δέρμα κουνελιού για να δέσουν τις μπογιές τους.

μέγεθος

noun (figurative (state of affairs) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tell me the size of the situation. Is it bad?
Πες μου τη σοβαρότητα της κατάστασης. Είναι άσχημα τα πράγματα;

κατατάσσω, ταξινομώ

transitive verb (sort by size)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher sized the students from shortest to tallest.
Ο δάσκαλος κατέταξε τους μαθητές κατά ύψος.

κολλαρίζω

transitive verb (cover, stiffen with size) (ύφασμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quilters size fabric to make it easier to handle.

μετράω, μετρώ

transitive verb (often passive (measure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to get you sized for your bridesmaid dress.
Πρέπει να σου πάρουμε τα μέτρα για το φόρεμα της παρανύφου.

μετράω

phrasal verb, transitive, separable (assess, estimate) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before a fight, I size the other man up to determine if I can beat him.
Πριν από έναν καβγά μετράω τον άλλο για να καταλάβω εάν μπορώ να τον νικήσω.

παίρνω τα μέτρα

phrasal verb, transitive, separable (person: measure) (κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The assistant sized Liz up and brought her a selection of jeans to try on.

μπουκιά, μπουκίτσα

noun as adjective (food: miniature)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

μπουκιά, μπουκίτσα

adjective (food: miniature)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

περίμετρος θώρακα

noun (width of upper torso)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Due to his large chest size, the shirt didn't fit him.

παιδικός

adjective (miniature, small) (αναφορά στο μέγεθος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέγεθος κολάρου

noun (neck measurement) (ενδύματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That thick neck requires a larger collar size.

κριτικάρω

expression (criticize, find faults)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick was cocky at first, but his new teammates cut him down to size.

οικονομικό μέγεθος

noun (product: large, inexpensive)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Next time you purchase toilet paper, please purchase the economy size.

σε οικονομικό μέγεθος

noun as adjective (product: large, inexpensive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Linda bought an economy-size box of tissues.

μέγεθος της επίδρασης, μέγεθος του αποτελέσματος

noun (statistics: ratio)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μέγεθος της οικογένειας

noun (number of people in a family)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

οικονομική συσκευασία

noun as adjective (food: enough for several people)

οικογενειακού μεγέθους

noun as adjective (large enough for several people)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε οικονομική συσκευασία

adjective (food: enough for several people)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οικογενειακός

adjective (large enough for several people)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέγεθος στόλου

noun (number of vehicles a business runs) (οχήματα, πλοία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μέγεθος γραμματοσειράς

noun (computing: size of text) (Η/Υ, τυπογραφία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Increase the font size and I might be able to read it!
Αν μεγαλώσεις το μέγεθος της γραμματοσειράς, μπορεί και να καταφέρω να το διαβάσω!

κανονικού μεγέθους, συνήθους μέγέθους

noun (standard size)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
In marketing language, the smallest size is called 'full size'.

μεγάλου μεγέθους

noun as adjective (full-sized: of largest dimensions)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I want to buy a full-size car so there's room for my whole family.
Θέλω να αγοράσω ένα αυτοκίνητο μεγάλου μεγέθους για να υπάρχει χώρος για όλη την οικογένειά μου.

υπερμεγέθης

adjective (very large)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Isabel claims she saw a giant-sized spider in the bathroom.

μισού μεγέθους

noun as adjective (half-sized: half as big as usual)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μικροσκοπικός

noun as adjective (miniature)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επέκταση, ανάπτυξη

noun (growth, expansion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our infrastructure hasn't kept up with the increase in size of the city over the last decade.

μεγαλώνω, επεκτείνομαι

verbal expression (get bigger)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When you boil rice it increases in size.

πολύ μεγάλος

adjective (extra large)

Irene bought a box of king-size tissues.

υπέρδιπλο κρεβάτι

noun (extra-large bed)

Every room in the hotel has a king-size bed.

πολύ μεγάλος

adjective (extra large)

μικρός

adjective (small, fits in the lap)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεγάλο μέγεθος

noun (big dimensions)

The large size of that vehicle makes it difficult to fit into an ordinary parking spot. Because of his large size, it is difficult to find ready-made clothes that fit him.

μέγεθος large

noun (clothing: plus size, outsize)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The jacket is available in large size.

σε μέγεθος χαρτιού εκτυπωτή legal

adjective (long paper)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κανονικό μέγεθος

noun (actual, original dimensions)

σε κανονικό μέγεθος

adjective (of actual, original dimensions)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεγάλος

adjective (figurative (sandwich, tissues: large)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ένα μέγεθος

expression (clothing: flexible size)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The tag says "one size fits all," although it may be too small for some people.

κατάλληλος για όλους

adjective (figurative (applicable to everyone)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There is no one-size-fits-all diet plan that will work for everyone.

μεγάλου μεγέθους

adjective (clothing: for larger figure)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Nowadays they make some very attractive plus-size clothing for larger women.

σε μέγεθος τσέπης

noun as adjective (small enough to fit in a pocket)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συσκευασία ενός λίτρου

noun (US (bag: holds a US quarter-gallon)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I'll need a quart-size bag to store the frozen fruit.

μεγάλος

noun as adjective (larger than usual)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπέρδιπλο κρεβάτι

noun (bed: larger than double)

A queen-size bed is both longer and wider than a double bed.

μεγάλος

adjective (larger than usual)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέγεθος δείγματος

noun (number of test subjects) (δειγματοληψία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μέγεθος δείγματος

noun (size of clothing prototype) (ρούχα, μέγεθος)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

νούμερο παπουτσιού

noun (standard footwear measurement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω τα μέτρα

verbal expression (measure for clothing) (κάποιου για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The tailor sized Morris up for his wedding suit.

μικρό μέγεθος

noun (small dimensions)

μικρό μέγεθος

noun (clothing: smaller cut)

περιφέρεια μέσης

noun (circumference of one's waist)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιφέρεια μέσης

noun (measurement of a garment's waist)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του size στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του size

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.