Τι σημαίνει το skill στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης skill στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του skill στο Αγγλικά.
Η λέξη skill στο Αγγλικά σημαίνει ικανότητα, επιδεξιότητα, δεξιότητα, βελτιώνομαι, παιχνίδι ικανοτήτων, παιχνίδι δεξιοτήτων, βασική δεξιότητα, αξιοποιήσιμο προσόν, πρακτικές δεξιότητες, επίπεδο δεξιοτήτων, επίπεδο ικανοτήτων, προσόντα, τεχνική ικανότητα, μεταβιβάσιμη δεξιότητα, με δεξιοτεχνία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης skill
ικανότητα, επιδεξιότηταnoun (often plural (aptitude, ability) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He has a special skill with the football. Έχει ιδιαίτερο ταλέντο στο ποδόσφαιρο. |
δεξιότηταnoun (expertise, mastery) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Performing surgery requires special skill. Πρέπει να έχεις ειδικές δεξιότητες για να μπορείς να κάνεις εγχειρήσεις. |
βελτιώνομαιphrasal verb, intransitive (informal (increase one's competence or expertise) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παιχνίδι ικανοτήτων, παιχνίδι δεξιοτήτωνnoun (activity: depends on skill) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Chess is a game of skill. |
βασική δεξιότηταnoun (often plural (important ability) The key skills needed for the job are knowledge of computer programming and good organization. |
αξιοποιήσιμο προσόνnoun (commercially useful ability) Before applying for a job, think of your marketable skills and list them, such as computer knowledge or other langauges you speak. |
πρακτικές δεξιότητεςnoun (dexterity, expertise in practice) There are two parts to the test: theoretical knowledge and practical skill. He's brilliant at theory but has no practical skill at all. |
επίπεδο δεξιοτήτων, επίπεδο ικανοτήτωνnoun (degree of competence or expertise) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσόνταnoun (practical competences required) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
τεχνική ικανότηταnoun (practical or mechanical ability) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεταβιβάσιμη δεξιότηταnoun (often plural (adaptable abilities, knowledge) |
με δεξιοτεχνίαadverb (in a dexterous way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The concert pianist played the piece with skill. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του skill στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του skill
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.