Τι σημαίνει το long στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης long στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του long στο Αγγλικά.

Η λέξη long στο Αγγλικά σημαίνει μακρύς, που έχει μήκος, μεγάλος, διάρκεια, μακρύς, μεγάλος, πολλή ώρα, για πολλή ώρα, μακρύς, μακρός, μεγάλος, πλήρης, ανοδικός, long, για ώρα, για πολλή ώρα, για πολύ, πολύ καιρό, μάξι, maxi, λαχταρώ, ποθώ, λαχταρώ, ποθώ, λαχταρώ, ποθώ, απομακρύνομαι, πολύς καιρός, πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρό, πολύ πιο κάτω, πολύ πιο μακριά, πολύ πιο πέρα, πολύ παραπέρα, μακριά, μακριά, στο μέλλον, μελλοντικά, χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη, πολύς καιρός, πολύς καιρός, πολύς χρόνος, ένα μίλι, ένα χιλιόμετρο, πανάρχαιος, όλη μέρα, όλη την ημέρα, εφόσον, αρκεί να, όσο, τόσο... όσο, πολύ μακρύς, επιτέλους, σύντομα, oύτε κατά διάνοια, τιπούλη, φαλάγγι, σύντομα, σε λίγο, ταχέως, γρήγορα, που βλέπει μακριά, πρεσβυωπία, για μεγάλο χρονικό διάστημα, για πολύ καιρό ακόμα, για πολύ καιρό, για καιρό, για πάντα, εδώ και πολύ καιρό, εδώ και καιρό, επιτυγχάνω, βοηθώ πολύ, πόσος χρόνος χρειάζεται, πόσο χρόνο θέλει, τι μήκος, μακροπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα, έχει περάσει πολύς καιρός, ισόβιος, για πολύ καιρό μετά, παλιά, πριν από πολλά χρόνια, εν συντομία, το μακρύ χέρι του νόμου, long covid, μεγάλη απόσταση, μεγάλος, υπεραστικός, αλγόριθμος για διαίρεση στο χέρι, μεγάλη διάρκεια, μούτρα, πάει καιρός που έφυγε, πάει καιρός που έφυγε, πάει καιρός που τον χάσαμε, μακριά μαλλιά, μακρυμάλλης, μακρύτριχος, μεγάλο ταξίδι, μακρύ ταξίδι, μεγάλων αποστάσεων, καιρός, υπερωρίες, έμπειρος, σκελέα, άλμα εις μήκος, ανθεκτικός, μακροχρόνιος, μεγάλης διάρκειας, ανθεκτικός, μακροχρόνιος, μεγάλης διάρκειας, μακροβιότητα, ανθεκτικότητα, αντοχή, ζήτω, που έχει καθυστερήσει πολύ, μακρύ παντελόνι, δίσκος βινυλίου, μεγάλη απόσταση, μεγάλων αποστάσεων, μακροπρόθεσμος, δύσκολο, απίθανο, καμένο χαρτί, μακρινό πλάνο, εδώ και καιρό, εδώ και πολύ καιρό, πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια, μακρυά εσώρουχα, καλοκαιρινές διακοπές, μακρό φωνήεν, μεγάλη απόσταση, σημαντική απόσταση, που έχει μακριά χέρια, πολυαναμενόμενος, που πέθανε πριν πολύ καιρό, κρυμμένος για καιρό, μακροπρόθεσμος, που πέθανε πριν από πολύ καιρό, υπεραστικό τηλεφώνημα, σχέση εξ αποστάσεως, μακρόχρονος, μακροχρόνιος, παλαιός, καθιερωμένος, ξεχασμένος, με μακρύ χερούλι, με μακριά λαβή, με μακριά πόδια, που έχει μακριά πόδια, που έχει μακριά άκρα, μακρόβιος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης long

μακρύς

adjective (great in extent, distance)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Yes, it is a long table.
Ναι, είναι μακρύ το τραπέζι.

που έχει μήκος

adjective (great in measurement)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The table is three metres long.
Το τραπέζι έχει τρία μέτρα μήκος (or: μάκρος).

μεγάλος

adjective (great in duration)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That film was too long.
Η ταινία ήταν πολύ μεγάλη (or: μακροσκελής).

διάρκεια

adjective (in duration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The movie is three hours long.
Η ταινία διαρκεί (or: κρατάει) τρεις ώρες.

μακρύς, μεγάλος

adjective (extensive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I have a long list of problems with the house.
Έχω μια μακριά (or: μεγάλη) λίστα με πράγματα που πρέπει να κάνω, αλλά δεν μου περισσεύει καθόλου χρόνος.

πολλή ώρα, για πολλή ώρα

adverb (formal (for a long time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The widow has long been alone; it is forty years since her husband died.

μακρύς

adjective (not short)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I like to wear my hair long.
Μου αρέσουν τα μαλλιά μου μακριά.

μακρός

adjective (phonetics: extended)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The word, "tool", has a long "o" sound.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στα αρχαία ελληνικά, υπήρχαν τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα.

μεγάλος

adjective (figurative (time: passing slowly) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's been a long day - I can't wait to get home.
Ήταν μεγάλη μέρα σήμερα - περιμένω πώς και πώς να πάω σπίτι.

πλήρης

adjective (informal (amply supplied)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Yes, we are long on spaghetti here and won't need to get any more for weeks.
Ναι, από μακαρόνια είμαστε φουλ και δεν θα χρειαστεί να πάρουμε άλλα για εβδομάδες.

ανοδικός

adjective (figurative (finance: holding equities)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
While others were selling the stock short, he took a long position.
Ενώ οι άλλοι πουλούσαν τη μετοχή, αυτός πήρε ανοδική θέση (or: θέση long).

long

adjective (drink: tall size)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pimms is served with lemonade as a long drink.
Το Pimms σερβίρεται με λεμονάδα σαν long drink.

για ώρα, για πολλή ώρα, για πολύ

adverb (elliptical usage: a long time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Will she be long?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα λείψει για καιρό; Ναι, είπε οτι θα γυρίσει σε δύο εβδομάδες.

πολύ καιρό

adverb (far in the past)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
There were problems here long before he arrived.
Υπήρχαν προβλήματα εδώ πολύ καιρό (or: πολύ) πριν φτάσει.

μάξι, maxi

noun (informal (clothing: long size) (φούστα: μέχρι το πάτωμα)

I love this dress style, but do you have a long?
Μου αρέσει αυτή η γραμμή του φορέματος, αλλά υπάρχει σε μάξι (or: μακρύ);

λαχταρώ, ποθώ

verbal expression (yearn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He longed to be back home with his family.
Λαχταρούσε (or: Ποθούσε) να γυρίσει στο σπίτι με την οικογένειά του.

λαχταρώ, ποθώ

verbal expression (wish [sb] would do [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She longed for him to take her in his arms and tell her he loved her.
Λαχταρούσε να την πάρει στην αγκαλιά του και να της πει ότι την αγαπάει.

λαχταρώ, ποθώ

(desire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Snow White longed for the day that her prince would come.

απομακρύνομαι

phrasal verb, intransitive (go far from [sb] throwing ball)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πολύς καιρός

adverb (a considerable period)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It's a long time since we last met.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λείπει από τη δουλειά για μεγάλο χρονικό διάστημα.

πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρό

adverb (in the distant past)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A long time ago, my ancestors settled in this land.

πολύ πιο κάτω

adverb (far below)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's a long way down from the top of the cliff.

πολύ πιο μακριά, πολύ πιο πέρα, πολύ παραπέρα

preposition (a significant distance along)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The climber fell a long way down the mountain, but luckily landed in deep snow.

μακριά

adverb (in the distance)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A long way off, you could just see the lights from a distant village.

μακριά

adverb (distant, far away)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Those birds are swimming a long way off shore, so you'll need a telescope to see them.

στο μέλλον, μελλοντικά

adverb (US, colloquial (in the distant future)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My sixtieth birthday is still a long way off.

χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη

expression (much effort still needed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Brad did well on the quiz, but he has a long way to go before he passes the class.

πολύς καιρός

noun (considerable period of time)

It's been a long while since I played golf.

πολύς καιρός, πολύς χρόνος

noun (US, informal (very considerable period)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
34 years? That's a mighty long time to spend in one job.

ένα μίλι

adjective (one mile in length)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The road is about a mile long.
Ο δρόμος έχει μήκος περίπου ένα μίλι.

ένα χιλιόμετρο

adjective (US, figurative, informal (extensive) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Her grocery list was a mile long!
Η λίστα με τα ψώνια της είχε μήκος ένα χιλιόμετρο!

πανάρχαιος

adjective (existing for a long time)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όλη μέρα, όλη την ημέρα

adverb (throughout the whole day)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I could water the flowers all day long. I sat in the sun all day long and read my book.
Θα μπορούσα να ποτίζω τα λουλούδια όλη μέρα. Έκατσα στον ήλιο όλη μέρα και διάβαζα το βιβλίο μου.

εφόσον, αρκεί να

expression (providing that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I am happy, as long as the sun always comes back around.
Θα είμαι ικανοποιημένος, αρκεί να βγαίνει κάθε μέρα ο ήλιος.

όσο

expression (while)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As long as you're living under my roof, you'll obey my rules, young lady!
Όσο ζεις στο δικό μου σπίτι, θα υπακούς στους κανόνες μου, νεαρή μου!

τόσο... όσο

expression (equal in length to)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
My garden is as long as a football pitch.
Ο κήπος μου έχει μήκος όσο ένα γήπεδο ποδοσφαίρου.

πολύ μακρύς

expression (figurative, informal (very long)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

επιτέλους

expression (emphatic: finally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σύντομα

adverb (soon)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Spring should be coming before long.
Σύντομα θα έρθει η άνοιξη.

oύτε κατά διάνοια

expression (informal (by a large margin)

τιπούλη

noun (UK, colloquial, invariable (insect: cranefly) (έντομο με μακριά πόδια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I hate daddy longlegs – they make my flesh crawl.

φαλάγγι

noun (colloquial, invariable (arachnid: harvestman) (είδος εντόμου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σύντομα, σε λίγο, ταχέως, γρήγορα

adverb (archaic, literary (soon, quickly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ere long the storm passed, and the village was tranquil once again.

που βλέπει μακριά

adjective (difficulty seeing near objects)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρεσβυωπία

noun (vision defect: being longsighted)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dawn wears glasses to correct her farsightedness.

για μεγάλο χρονικό διάστημα

adverb (at length)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
After a hard day's work, I'm always ready to sleep for a long time.
Μετά από μια μέρα σκληρής δουλειάς είμαι πάντα έτοιμος να κοιμηθώ για πολύ ώρα.

για πολύ καιρό ακόμα

adverb (way into the future)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oil spills affect the environment both immediately and for a long time to come.

για πολύ καιρό, για καιρό

adverb (a considerable time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Will he be gone for long?
Θα λείπει για πολύ καιρό;

για πάντα

expression (finite amount of time) (ειρωνικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The boss will only wait for so long; hurry up!
Το αφεντικό δεν θα περιμένει για πάντα, κουνήσου!

εδώ και πολύ καιρό, εδώ και καιρό

expression (a very long time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jasmine has wanted to go to Paris for so long.

επιτυγχάνω

expression (be successful)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
With Tom's intelligence and ambition, he'll go a long way.

βοηθώ πολύ

expression (be helpful)

The man's generous donation will go a long way to help build homes for needy families.

πόσος χρόνος χρειάζεται, πόσο χρόνο θέλει

adverb (time: for what duration)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
How long does it take to boil an egg?
Πόσο κάνει ένα αβγό να βράσει;

τι μήκος

adverb (measurement: what length)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
How long is the Great Wall of China?
Τι μήκος έχει το Σινικό τείχος;

μακροπρόθεσμα

expression (eventually)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's probably for the best in the long run. It will be a little bumpy at first, but in the long run it will be well worth it.
Πιθανόν να βγει σε καλό μακροπρόθεσμα. Αρχικά θα υπάρξουν λίγες δυσκολίες, αλλά μακροπρόθεσμα θα αξίζει τον κόπο.

μακροπρόθεσμα

adverb (well into the future)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The investment in new machinery will cost a lot of money, but will be worthwhile in the long term.

έχει περάσει πολύς καιρός

expression (a lot of time has passed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's been a long time since I last saw him.

ισόβιος

adjective (lasting a lifetime)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Marriage should be regarded as a lifelong commitment.
Ο γάμος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ισόβια δέσμευση.

για πολύ καιρό μετά

preposition (for a long time following)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The feeling of good times lingered on in the house long after the party was over.

παλιά, πριν από πολλά χρόνια

adverb (many years before now)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Long ago all these mountains were volcanoes.

εν συντομία

expression (informal (in summary)

The long and short of it is that I'm pregnant.

το μακρύ χέρι του νόμου

noun (figurative (police powers) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you break the law, the police will catch you - you can't outrun the long arm of the law.

long covid

noun (long-term effects of coronavirus disease)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μεγάλη απόσταση

noun (considerable range, length)

Kane scored a magnificent goal from a long distance.

μεγάλος

adjective (over considerable range)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is a good idea to stretch your legs regularly during a long-distance flight.

υπεραστικός

adjective (phone call: not local) (εντός χώρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Additional charges will apply if the call is long distance.

αλγόριθμος για διαίρεση στο χέρι

noun (procedure for dividing a number)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
To divide 5,381,264 by 17, you need either long division or a calculator!

μεγάλη διάρκεια

noun (considerable period of time)

μούτρα

noun (figurative (sad expression) (μεταφορικά: λύπη, γκρίνια)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
You got everything you wanted, so why the long face?

πάει καιρός που έφυγε

adjective (having left a long time ago)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tony is long gone; he now lives in Chicago.

πάει καιρός που έφυγε, πάει καιρός που τον χάσαμε

adjective (having died a long time ago) (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
These cave paintings were created by our long-gone ancestors.

μακριά μαλλιά

noun (hairstyle: grown long)

Long hair suits Debbie; she looks really pretty.
Τα μακριά μαλλιά πάνε στην Ντέμπι. Είναι πολύ όμορφη.

μακρυμάλλης

adjective (person: having long hairstyle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sam was a long-haired hippie in the 1970s.

μακρύτριχος

adjective (animal: having long fur)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her long-haired cat sheds all over the furniture.

μεγάλο ταξίδι, μακρύ ταξίδι

noun (journey: long-distance)

The trip from France to Australia is a long haul.

μεγάλων αποστάσεων

adjective (over long distance)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Long-haul trucks regularly carry goods across the country.

καιρός

noun (figurative, informal (full duration) (στην έκφραση «για καιρό»)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The football club's new owners say they're in for the long haul.

υπερωρίες

plural noun (extended working time)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
You may have to work long hours, including weekends, in order to meet deadlines. A lot of newly-qualified lawyers work very long hours for their firms.
Ίσως πρέπει να δουλέψεις υπερωρίες, ακόμη και σαββατοκύριακα, για να προλάβεις προθεσμίες. Πολλοί νέοι δικηγόροι δουλεύουν πολλές υπερωρίες για τις εταιρείες τους.

έμπειρος

adjective (figurative (old or very experienced)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκελέα

plural noun (full-body undergarments) (εσώρουχο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I am wearing long johns and thermal underwear, but I am still cold!

άλμα εις μήκος

noun (athletics competition) (σπορ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
It was during the Olympics that she broke the world long jump record. In high school I was on the track and field team and participated in the long jump.
Ήταν στους Ολυμπιακούς που έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα εις μήκος. Στο γυμνάσιο ήμουν στην ομάδα στίβου και αγωνιζόμουνα στο άλμα εις μήκος.

ανθεκτικός, μακροχρόνιος, μεγάλης διάρκειας

adjective (enduring)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The effects of the storm have been long-lasting.

ανθεκτικός, μακροχρόνιος, μεγάλης διάρκειας

adjective (durable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We need to find a long-lasting solution. The coating on the car will ensure that the paint job is long lasting.
Πρέπει να βρούμε μια μακρόχρονη λύση. Η τελευταία στρώση στο αυτοκίνητο θα εξασφαλίσει ότι το βάψιμο θα είναι ανθεκτικό.

μακροβιότητα

noun (longevity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A healthy diet is key to a long life. My grandfather had a long life, passing away at the age of 92.
Ο παππούς μου έζησε μακρά ζωή, πέθανε στα 92 του.

ανθεκτικότητα, αντοχή

noun (endurance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This bicycle is built for long life using high-quality components.

ζήτω

expression (cheer in support)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
The crowd shouted with one voice: "Long live the king!".

που έχει καθυστερήσει πολύ

adjective (long-awaited)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Janice finally got a long-overdue apology from her ex-boyfriend.

μακρύ παντελόνι

plural noun (US (trousers: reaching to feet)

Bill is wearing long pants.

δίσκος βινυλίου

noun (12-inch vinyl record)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't think you can find long play records any more.

μεγάλη απόσταση

noun (considerable distance)

The device allows the police to convey important messages over a long range in a noisy environment.

μεγάλων αποστάσεων

noun as adjective (covering a considerable distance)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Long-range jets can fly non-stop across the Pacific.

μακροπρόθεσμος

noun as adjective (figurative (into the future)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Right now I am focused on my studies, but my long-range ambition is to get a great job and start a family.

δύσκολο, απίθανο

noun (informal, figurative ([sth] unlikely)

I know this is a long shot, but I don't suppose you have a screwdriver I could borrow?

καμένο χαρτί

noun (informal, figurative ([sth] unlikely to succeed) (αργκό: είμαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Though the horse was a long shot, he still won the race.
Μολονότι το άλογο είχε μικρές πιθανότητες να νικήσει, τα κατάφερε.

μακρινό πλάνο

noun (movie, photo: wide-angle view) (κινηματογράφος)

The film begins with a long shot in which you can see the whole town.
Η ταινία ξεκινά με ένα μακρινό πλάνο στο οποίο βλέπει κανείς ολόκληρη την πόλη.

εδώ και καιρό, εδώ και πολύ καιρό

adverb (for a long time now)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I've long since retired; I haven't worked for years.

πολύς καιρός

noun (considerable period of time) (πχ μέρες, μήνες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I sat in the sun for a long time and got sunburned. I haven't seen my ex-husband in a long time.
Έκατσα πολλή ώρα στον ήλιο και κάηκα.

χρόνια και ζαμάνια

interjection (slang (I haven't seen you for a long time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hey, Andrew! Long time no see!

μακρυά εσώρουχα

noun (full-body undergarments)

It was below freezing temperatures, so he decided to wear long underwear.

καλοκαιρινές διακοπές

noun (summer break or holiday)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μακρό φωνήεν

noun (English: vowel sound)

μεγάλη απόσταση, σημαντική απόσταση

noun (considerable distance)

I'm not sure I would accept a job there; it's a long way from my family. We still have a long way to go on this project before it's finished.
Δεν είμαι σίγουρος ότι θα δεχόμουν μια δουλειά εκεί· είναι σε μεγάλη απόσταση από την οικογένειά μου. Έχουμε να καλύψουμε σημαντική απόσταση, πριν θεωρηθεί ολοκληρωμένο αυτό το πρότζεκτ.

που έχει μακριά χέρια

adjective (having long arms)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολυαναμενόμενος

adjective (expected for long time)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που πέθανε πριν πολύ καιρό

adjective (died a long time ago)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρυμμένος για καιρό

adjective (figurative (hidden for a long time)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μακροπρόθεσμος

adjective (financial security: 15 years to run)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που πέθανε πριν από πολύ καιρό

adjective ([sb]: died a long time ago)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπεραστικό τηλεφώνημα

noun (phone call: not local area)

Have at least five dollars ready for a long-distance call.

σχέση εξ αποστάσεως

noun (romance while far apart)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The couple have been in a long-distance relationship for the past two years.

μακρόχρονος, μακροχρόνιος

adjective (needlessly lengthy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παλαιός

adjective (old, long in existence)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθιερωμένος

adjective (long the norm)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ξεχασμένος

adjective (not remembered anymore)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

με μακρύ χερούλι, με μακριά λαβή

adjective (tool: with a long handle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His long-handled screwdriver was missing from the toolbox.

με μακριά πόδια, που έχει μακριά πόδια

adjective (having long legs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company only hires long-legged models.

που έχει μακριά άκρα

adjective (having long arms and legs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μακρόβιος

adjective (having long lifespan)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του long στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του long

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.