Τι σημαίνει το primeiro στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης primeiro στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του primeiro στο πορτογαλικά.
Η λέξη primeiro στο πορτογαλικά σημαίνει πρώτος, πρώτος, πρώτος, αρχικός, κύριος, πρώτος, πρώτα, πρώτος, πρώτος, η πρώτη, πρώτη, πρώτος, πρώτος, κάλλιο, προτιμότερο, καλύτερα, πρώτος, πρώτος, πρώτη βάση, ο Πρώτος, η Πρώτη, πρώτος, προηγούμενος, παρθενικός, από την αρχή, βασικός, αρχικός, πρώτος, προπορευόμενος, προπορευόμενος, πρώτος, πρώτος, μπροστά, πρώτος, αρχικός, πρώτος, πρώιμος, παρθενικός, κατ' αρχάς, κατ' αρχήν, πρεμιέρα, πρώτος, πρώτη του μηνός, Downing Street, Ντάουνινγκ Στριτ, μικρό όνομα, Αντιπρόεδρος Κυβέρνησης, πιάσιμο, καπάρωμα, αγκαζάρισμα, κερδίζω την πρώτη θέση, εικοστά πρώτα γενέθλια, πρώτος επιτυχημένος, πρώτος μεγάλος, πρόεδρος της κυβέρνησης, ενδέκατος, διαθέσιμος, εικοστός πρώτος, νικητής, νικήτρια, τριακοστός πρώτος, πρωθυπουργικός, πρώτα και κύρια, πρωταρχικά, κατά πρώτον, πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδα, Το αίμα νερό δεν γίνεται., πάνω απ' όλα η ασφάλεια!, πρώτα απ' όλα η ασφάλεια!, ασφάλεια πάνω απ' όλα!, πρώτο πλάνο, πρωθυπουργία, μικρό όνομα, Πρωτομαγιά, πρώτη θέση, πρώτη θέση, πρώτο έτος σχολής, βαπτιστικό, βαφτιστικό, υπαρχηγός, πρώτη δημοτικού, πρωθυπουργός, πρωταπριλιάτικο αστείο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εξάρχων, πρώτο πιάτο, βιασμός πρώτου βαθμού, πρώτο βραβείο, αρχή τριμήνου, η πρώτη ολοκληρωμένη εκδοχή ταινίας, μέθοδος αποτίμησης FIFO, το πρώτο βήμα, ισόγειο, ανώτατος, δίνω προτεραιότητα σε κπ, έρχομαι πρώτος, τερματίζω πρώτος, βγαίνω πρώτος, σε πρώτο πλάνο, επικεφαλής, τριακοστός πρώτος, πρωταπριλιάτικο ψέμα, μικρά ονόματα, προηγούμαι, πρόωρα, πρώιμα, νωρίτερα, εγκαίρως, ο πιο σημαντικός, ενδέκατος, πρώτος όροφος, εικοστός πρώτος, μέλος πρώτης μονάδας ιππικού με επικεφαλής τον Ρούσβελτ, κάνω το πρώτο βήμα, προηγούμαι, που βρίσκεται στον πρώτο όροφο, που είναι στην πρώτη τάξη, πρωτοετής, ενδέκατος, πρώτο βιολί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης primeiro
πρώτοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Muita gente colocaria o Ronaldo como primeiro na lista dos maiores boleiros do mundo. Eu gosto mais da primeira música. Για πολλούς ο Ρονάλντο θα ήταν πρώτος στη λίστα με τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου. Το πρώτο τραγούδι μου άρεσε περισσότερο. |
πρώτοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ele foi a primeira colocada no concurso de soletrar. A equipe é atualmente a primeira da liga. Βγήκε πρώτη στον διαγωνισμό ορθογραφίας. |
πρώτοςnumeral (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nós sentamos na primeira fileira de poltronas. Καθίσαμε στην πρώτη σειρά καθισμάτων. |
αρχικός, κύριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O primeiro motivo para fazer isto é ajudar outras pessoas. Ο αρχικός (or: κύριος) λόγος για να το κάνουμε αυτό είναι για να βοηθήσουμε άλλους ανθρώπους. |
πρώτοςadvérbio (antes de todos) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ele passou pela porta primeiro e todo o mundo o seguiu. Πρώτος βγήκε αυτός από την πόρτα και μετά ακολούθησαν οι υπόλοιποι. |
πρώταadvérbio (antes de qualquer coisa) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O que nós precisamos fazer primeiro é achar um lugar para ficar. Αυτό που πρέπει να κάνουμε πρωτίστως, είναι να βρούμε ένα μέρος να μείνουμε. |
πρώτοςadvérbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Chloe terminou em primeiro dos 80 corredores. |
πρώτοςsubstantivo masculino (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Eu gosto mais do primeiro em vez do segundo. Προτιμώ το πρώτο από το δεύτερο. |
η πρώτηnumeral (dia do mês) (του μήνα) Na França, o dia 1º de maio é um feriado público. |
πρώτηadjetivo (marcha de carro) Mude para a primeira marcha quando passar por subidas íngremes. Βάλε πρώτη όταν ο δρόμος είναι ανηφορικός. |
πρώτοςadjetivo (música) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ela é o primeiro clarinete na orquestra. Είναι το πρώτο κλαρινέτο της ορχήστρας. |
πρώτοςadjetivo (beisebol: base) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ele não conseguiu passar da primeira base. Δεν κατάφερε να περάσει ούτε μέχρι την πρώτη βάση. |
κάλλιο, προτιμότερο, καλύτερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mentir para você? Eu mataria minha própria mãe primeiro! Να σου πω ψέμματα; Κάλλιο (or: προτιμότερο) να μου κοπεί η γλώσσα! |
πρώτοςsubstantivo masculino (música) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O compositor pretendia que os segundos violinistas contrastassem com os primeiros. Ο συνθέτης επεδίωξε τα δεύτερα βιολιά να έρχονται σε αντίθεση με τα πρώτα βιολιά της ορχήστρας. |
πρώτοςsubstantivo masculino (colocação) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Ela é sempre a primeira em qualquer competição. Είναι πάντα πρώτη σε όλους τους διαγωνισμούς. |
πρώτη βάσηsubstantivo masculino (beisebol: base) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ele está na primeira base. Βρίσκεται στην πρώτη βάση. |
ο Πρώτος, η Πρώτηnumeral A Rainha Elizabeth Primeira tinha 25 anos quando subiu ao trono. |
πρώτοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προηγούμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Meu primeiro pensamento, hoje de manhã, era que ela estava errada, mas agora mudei de ideia. |
παρθενικός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O Governador Ellison fez seu primeiro discurso sem anotações. Ο Κυβερνήτης Έλλισον έκανε την παρθενική του ομιλία χωρίς σημειώσεις. |
από την αρχή(no começo) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Γιατί δεν μου το πες απ' την αρχή; |
βασικός, αρχικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A primeira fonte desses problemas é a falta de vontade de Paula de se comprometer. Η βασική πηγή αυτών των προβλημάτων είναι η απροθυμία της Πώλα να συμβιβαστεί. |
πρώτοςpronome (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eu tenho um cachorro e um gato. O primeiro late enquanto o último mia. |
προπορευόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Quem é o primeiro colocado? ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο προπορευόμενος δρομέας κοντεύει να φτάσει στη γραμμή του τερματισμού. |
προπορευόμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) O primeiro corredor estava começando a diminuir o ritmo. |
πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O principal clarinetista da filarmônica é um músico brilhante. |
πρώτοςnumeral (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπροστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πρώτοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αρχικός, πρώτος, πρώιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ainda estou nos estágios iniciais da minha recuperação. Είμαι ακόμα στα πρώτα στάδια της ανάρρωσής μου. |
παρθενικός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A expedição era a viagem inaugural do navio. |
κατ' αρχάς
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Antes de mais nada, eu saúdo todos aqueles que vieram hoje. Κατ' αρχάς καλωσορίζω όλους όσους ήρθαν σήμερα. |
κατ' αρχήν
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) "Nossa prioridade", disse um porta-voz da polícia, "é, antes de mais nada, garantir a segurança dos reféns." «Προτεραιότητά μας είναι να διασφαλίσουμε κατ' αρχήν την ασφάλεια των ομήρων», είπε ο εκπρόσωπος της αστυνομίας. |
πρεμιέρα(πρώτη παράσταση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Eles entrevistaram o autor sobre sua novela de estreia. |
πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O item no topo da agenda seria difícil de resolver. |
πρώτη του μηνός
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Nós não seremos pagos até chegar o dia primeiro. Δε πληρωνόμαστε πριν την πρώτη του μηνός. |
Downing Street, Ντάουνινγκ Στριτsubstantivo masculino |
μικρό όνομα
Nos EUA, "Michael" é um prenome popular para garotos. A maioria dos formulários requer o preenchimento do sobrenome seguido pelo prenome. Το «Μάικλ» είναι ένα δημοφιλές αγορίστικο όνομα στις Η.Π.Α. |
Αντιπρόεδρος Κυβέρνησηςsubstantivo masculino (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
πιάσιμο, καπάρωμα, αγκαζάρισμα(ato de reivindicar primazia) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Eu tenho meus direitos! Εγώ έχω προλάβει το μπροστινό κάθισμα! |
κερδίζω την πρώτη θέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εικοστά πρώτα γενέθλιαnumeral (aniversário) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρώτος επιτυχημένος, πρώτος μεγάλος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O single de revelação dos Beatles foi lançado em 1962. Το πρώτο επιτυχημένο (or: πρώτο μεγάλο) σινγκλ των Μπιτλς βγήκε το 1962. |
πρόεδρος της κυβέρνησηςsubstantivo masculino (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
ενδέκατοςnumeral (σε λίστα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαθέσιμοςexpressão (disponível) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εικοστός πρώτοςnumeral (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Este é o vigésimo primeiro ano de atividade da empresa. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο κόσμος αντιμετώπισε πολλές προκλήσεις στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα |
νικητής, νικήτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
τριακοστός πρώτοςnumeral (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρωθυπουργικόςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρώτα και κύρια, πρωταρχικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Em primeiro lugar, vamos revisar as minutas da reunião da semana passada. Πρώτα και κύρια ας ελέγξουμε τα πρακτικά της συνεδρίασης της περασμένης βδομάδας. |
κατά πρώτονexpressão (coloquial: primeiramente) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Por que você não gosta dele? Bem, para começar, ele não se lava. Γιατί δεν μου αρέσει; Λοιπόν, καταρχάς δεν πλένεται. |
πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδαexpressão (slogan para encorajar cooperação altruísta) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Το αίμα νερό δεν γίνεται.expressão (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πάνω απ' όλα η ασφάλεια!, πρώτα απ' όλα η ασφάλεια!, ασφάλεια πάνω απ' όλα!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρώτο πλάνοsubstantivo masculino Há uma cerca de madeira no primeiro plano da pintura. Υπάρχει ένα ξύλινος φράκτης στο προσκήνιο του πίνακα. |
πρωθυπουργία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μικρό όνομαsubstantivo masculino O primeiro nome da Sra. Johnson é Edith. Το μικρό όνομα της κυρίας Τζόνσον είναι Έντιθ. |
Πρωτομαγιά(dia do trabalho) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
πρώτη θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρώτη θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρώτο έτος σχολής(na faculdade) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βαπτιστικό, βαφτιστικό
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
υπαρχηγός(substituição de presidente) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
πρώτη δημοτικού(da escola elementar) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρωθυπουργόςsubstantivo masculino, substantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) O primeiro-ministro da Itália renunciou depois de perder uma votação de confiança no senado. Em sistemas parlamentares, o primeiro-ministro é o chefe do governo mas não o chefe de Estado. Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας παραιτήθηκε αφού έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης στη γερουσία. Στα κοινοβουλευτικά συστήματα ο πρωθυπουργός είναι ο επικεφαλής της κυβέρνησης, δεν είναι όμως ο αρχηγός του κράτους. |
πρωταπριλιάτικο αστείοexpressão |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
εξάρχων
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
πρώτο πιάτο(entrada) (γεύμα) |
βιασμός πρώτου βαθμού(νομική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρώτο βραβείο(primeiro ou maior prêmio ganho) |
αρχή τριμήνουsubstantivo masculino (data na qual a estação se inicia) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
η πρώτη ολοκληρωμένη εκδοχή ταινίαςexpressão (audiovisual) (το δεύτερο από τρία στάδια επεξεργασίας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέθοδος αποτίμησης FIFOexpressão (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
το πρώτο βήμαsubstantivo masculino (figurado) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ισόγειο
|
ανώτατοςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δίνω προτεραιότητα σε κπ(priorizar uma pessoa em particular) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Σε κανέναν δεν αρέσει η Νάνσι, πάντα βάζει πρώτα τον εαυτό της και δεν σκέφτεται κανέναν άλλο. |
έρχομαι πρώτος, τερματίζω πρώτος, βγαίνω πρώτοςexpressão verbal |
σε πρώτο πλάνοlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ela filmou a cena de forma que os objetos em primeiro plano ficassem fora de foco. Γύρισε τη σκηνή έτσι ώστε τα αντικείμενα στο προσκήνιο να είναι θολά. |
επικεφαλής
(επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.) |
τριακοστός πρώτοςnumeral (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
πρωταπριλιάτικο ψέμαsubstantivo masculino |
μικρά ονόματαsubstantivo masculino Os primeiros nomes do Sr. Wilson são Howard e Nicolas. Τα μικρά ονόματα του κύριου Γουίλσον είναι Χάουαρντ και Νίκολας. |
προηγούμαιexpressão verbal (είμαι πρώτος σε σειρά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πρόωρα, πρώιμα, νωρίτερα, εγκαίρωςlocução adjetiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ο πιο σημαντικός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενδέκατοςnumeral (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρώτος όροφοςsubstantivo masculino |
εικοστός πρώτοςnumeral (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
μέλος πρώτης μονάδας ιππικού με επικεφαλής τον Ρούσβελτsubstantivo masculino (militar) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κάνω το πρώτο βήμαexpressão verbal (figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προηγούμαιexpressão verbal (figurado, ser prioridade) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
που βρίσκεται στον πρώτο όροφοlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που είναι στην πρώτη τάξη(μαθητής) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρωτοετής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Atletas calouros podem fazer testes para os times amadores das universidades. Οι πρωτοετείς αθλητές μπορούν να δοκιμάσουν να μπουν στις μικρές ομάδες του πανεπιστημίου. |
ενδέκατοςlocução adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρώτο βιολίsubstantivo masculino (orquestra) (μεταφορικά: άτομο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Hans era o primeiro violino da seção de violino. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του primeiro στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του primeiro
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.