Τι σημαίνει το logo στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης logo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του logo στο πορτογαλικά.
Η λέξη logo στο πορτογαλικά σημαίνει σύντομα, εντός ολίγου, συντόμως, σύντομα, σε λίγο, ταχέως, γρήγορα, πολύ σύντομα, επιστρέφω αμέσως, αμέσως, άμεσα, ακριβώς, αμέσως, έπειτα, μετά, -, επιτέλους, αμέσως, γρήγορα, σύντομα, πολύ σύντομα, μόλις, άρα, σύντομα, νωρίς, έγκαιρα, αμέσως, συνεπώς, επομένως, αμέσως, πάραυτα, αυτοστιγμεί, επομένως, συνεπώς, οπότε, σύντομα, στη συνέχεια, αμέσως, γρήγορα, αμέσως, άμεσα, αμέσως, αμέσως μετά, αμέσως, άμεσα, βιάζομαι, κοντά, το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο, αμέσως μετά, ακολούθως, κατά πόδας, στη γωνία, όσο το δυνατό μακρύτερα, λίγο μετά, ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσια, ευθεία, λίγο αργότερα, στα ίσια, αμέσως, μόλις, αμέσως μετά, αμέσως μετά, και μετά, έχω κπ από κοντά, Τα λέμε!, άντε, βιάσου, γρήγορα, γεια σου για τώρα, γεια σου προς το παρόν, Τα λέμε!, Τα λέμε!, Τα λέμε!, ακριβώς πριν, αμέσως μετά, αμέσως μετά, λίγο μετά, λίγη ώρα μετά, επιστρέφω αμέσως, βιάσου!, λίγο μετά, εδώ κοντά, κάνω γρήγορα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης logo
σύντομαadvérbio (dentro em pouco) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ele chegará logo. Apronte-se. Θα φτάσει σύντομα. Ετοιμάσου. |
εντός ολίγου, συντόμως(λόγιο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σύντομα, σε λίγο, ταχέως, γρήγοραadvérbio (poético, arcaico) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πολύ σύντομα(em pouco tempo a partir de agora) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
επιστρέφω αμέσως
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αμέσως, άμεσα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Eu vou chegar para vê-lo logo. |
ακριβώς, αμέσωςadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Irma se lembra de escutar um forte barulho logo antes de bater o carro. Ο Ίμραν θυμάται να άκουσε έναν δυνατό κρότο ακριβώς πριν τρακάρει το αυτοκίνητό του. |
έπειτα, μετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Logo, vamos à praia. Στη συνέχεια θα πάμε στην παραλία. |
-locução adverbial (figurado) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Envie o relatório logo, para que o chefe possa lê-lo. Στείλε τις αναφορές στο διευθυντή για να τις διαβάσει. |
επιτέλους
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vamos logo, só temos 20 minutos. Πάμε, επιτέλους! Έχουμε μόνο είκοσι λεπτά. |
αμέσωςadvérbio (ao lado de) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Το σχολείο βρισκόταν ακριβώς δίπλα στα μαγαζιά. |
γρήγορα, σύντομαadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Espero que João venha logo, enquanto nossos amigos estão aqui. |
πολύ σύντομαadvérbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μόλιςadvérbio (no momento em que) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
άραconjunção (por conseqüência, por esse motivo) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Penso, logo (or: portanto) existo. Σκέφτομαι, συνεπώς (or: επομένως) υπάρχω. |
σύντομαadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A Dra. Brown disse à paciente que ela iria vê-lo logo. |
νωρίς, έγκαιρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αμέσως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Το κατάλαβα με τη μία ότι λέει ψέματα. |
συνεπώς, επομένως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sua gramática é fraca, por isso lhe dei esta nota. Έχεις αδυναμία στη γραμματική, εξ ου και ο χαμηλός βαθμός που σου έβαλα. |
αμέσως, πάραυτα, αυτοστιγμεί(άμεσα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
επομένως, συνεπώς, οπότεconjunção (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σύντομα(em curto espaço de tempo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στη συνέχεια(e, próximo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Então, nós fomos à quitanda. Το δείπνο τελείωσε κυρίες και κύριοι, και προχωράμε στο επόμενο θέμα στην ατζέντα. |
αμέσωςadvérbio (sem demora) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ele quebrou logo após a garantia expirar. |
γρήγορα, αμέσωςadvérbio (de modo rápido) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
άμεσα, αμέσως, αμέσως μετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αμέσως, άμεσα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
βιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κοντά(aproximar-se: gerúndio) (μεταφορικά: στο χρόνο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αμέσως μετά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακολούθως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κατά πόδαςadvérbio (perseguição) (ακολουθώ, στο χώρο) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στη γωνία(endereço: informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όσο το δυνατό μακρύτεραlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
λίγο μετάlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Eu nasci às 3 da tarde; meu irmão gêmeo veio logo em seguida. Γεννήθηκα στις 3 μ.μ.· ο δίδυμος αδερφός μου ακολούθησε λίγο μετά. |
ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσια(diretamente em frente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ευθεία
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
λίγο αργότεραlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στα ίσια(informal) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Αμέσως μόλις συναντηθήκαμε, ο τύπος με ρώτησε στα ίσια εάν είχα φίλο. |
αμέσως, μόλιςlocução conjuntiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Eu vou pagar seu bilhete assim que você fizer a reserva. Μόλις κάνεις την κράτηση θα πληρώσω το εισιτήριό σου. |
αμέσως μετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A ambulância veio logo depois que a polícia chegou. Το ασθενοφόρο ήρθε αμέσως μετά την αστυνομία. |
αμέσως μετά, και μετά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Terminaremos a pintura e então comeremos o jantar. Θα τελειώσουμε το βάψιμο και μετά θα φάμε βραδινό. |
έχω κπ από κοντά(seguindo alguém de perto) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Τα λέμε!(καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Até breve, Edna! Τα λέμε σύντομα Έντνα! |
άντε, βιάσου, γρήγοραinterjeição (informal) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
γεια σου για τώρα, γεια σου προς το παρόν
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Τα λέμε!(καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Τα λέμε!(καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Τα λέμε!(καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
ακριβώς πρινlocução prepositiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αμέσως μετά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nós partimos logo depois do café da manhã. Logo depois do casamento, o casal partiu de avião para a Jamaica para a lua-de-mel. Ξεκινήσαμε για το ταξίδι αμέσως μετά το πρωινό. |
αμέσως μετά, λίγο μετά, λίγη ώρα μετάlocução adverbial (seguindo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
επιστρέφω αμέσως
|
βιάσου!interjeição (informal: ir mais rapidamente) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Anda logo! Não tenho o dia todo. Κουνήσου! Δεν έχω όλη τη μέρα μπροστά μου! |
λίγο μετά
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) O time despediu o técnico logo após perder o jogo. Η ομάδα απέλυσε τον προπονητή της λίγο μετά την ήττα στον αγώνα. |
εδώ κοντάlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Πρόσφατα άνοιξε ένας καινούριος φούρνος εδώ κοντά. |
κάνω γρήγοραexpressão verbal (apressar-se) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του logo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του logo
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.