Τι σημαίνει το perdido στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης perdido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του perdido στο ισπανικά.

Η λέξη perdido στο ισπανικά σημαίνει χάνω, χάνω, χάνω, χάνω, χάνω, ξεφεύγω από, διαφεύγω από, χάνω, αποτυγχάνω, χάνω, παραπετώ, χάνω, χάνω, χάνομαι, ρίχνω τα φύλλα, ξοδεύω, χάνω, χάνω, μαδάω, σπαταλάω, σπαταλώ, χάνω στον τζόγο, πάω περίπατο, κάνω φτερά, παραπλανώ, σπαταλώ, ξοδεύω, έχω διαρροή, πατώνω, έχω διαρροή, χαμένος, χαμένος, χάνομαι από προσώπου γης, εξαφανίζομαι από προσώπου γης, που έχει χαθεί, κατεστραμμένος, που έχει μπερδευτεί, χάνομαι, ξεθωριασμένος, αναπάντητος, απόμακρος, χαμένος, χαμένος, χάνομαι, μείον, χαμένος, στερημένος, το έχω χάσει, που κάνει λάθος, καταδικασμένος, παρελθοντικός, χαλάω, χαλώ, λιώμα, αδέσποτος, απελπιστικός, μπερδεμένος, στερώ, αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω, αποσυντονίζω, τριγυρίζω, περιφέρομαι, περπατάω αργά, πηγαίνω αργά, ξεθωριάζω, ξεβάφω, είμαι αργόσχολος, χαλάω, χαλώ, χάνω βάρος, ξεθωριάζω, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω χάλια, απελπίζομαι, μειώνομαι, καταστρέφω, διαλύω, καταστρέφω, σπάω, χασομερώ, χαζολογώ, διαλύω, εκτός πραγματικότητας, που αραιώνει, σε μειονεκτική θέση, ψυχραιμία, μείωση αξίας, πτώση, ευχάριστος χαρακτήρας, τσιπ ντάμπινγκ, ξύσιμο, άτομο που με κάνει να χάνω τον χρόνο μου, μου στρίβει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης perdido

χάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Perdió sus llaves.
Έχασε τα κλειδιά του.

χάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sabían que iban a perder el juego.
Ήξεραν ότι θα έχαναν τον αγώνα.

χάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Perdieron el derecho a utilizar la biblioteca por hacer tanto ruido.
Έχασαν (or: Στερήθηκαν) το δικαίωμά να χρησιμοποιούν τη βιβλιοθήκη γιατί έκαναν πολλή φασαρία.

χάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Perdimos unos mil dólares en la bolsa.
Χάσαμε χίλια δολάρια στο χρηματιστήριο.

χάνω

verbo transitivo (figurado) (μτφ, ευφημισμός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Perdió a su marido por el cáncer hace dos años.
Έχασε τον σύζυγό της από καρκίνο πριν από δύο χρόνια.

ξεφεύγω από, διαφεύγω από

El bandido perdió a la policía cuando entró al bosque.
Ο κακοποιός ξέφυγε (or: διέφυγε) από την αστυνομία όταν μπήκε στο δάσος.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Perdió diez mil dólares apostando el fin de semana pasado.

αποτυγχάνω

(AmL) (επίσημο: εξετάσεις)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bobby reprobó el examen.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν δεν περάσω ένα μάθημα, θα πρέπει να επαναλάβω τη χρονιά;

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si no actúas ahora, vas a arruinar una gran oportunidad.
Αν δεν ενεργήσεις τώρα, θα χάσεις μια πολύ σημαντική ευκαιρία.

παραπετώ, χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Samantha siempre pierde sus anteojos.

χάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al casarse con una divorciada, el rey perdió su derecho al trono.
Καθώς παντρεύτηκε μια χωρισμένη, ο βασιλιάς στερήθηκε τα δικαιώματά του για τον θρόνο.

χάνομαι

verbo transitivo (μεταφορικά, ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Perdimos tantos jóvenes en la Primera Guerra Mundial.
Πολλοί νέοι άντρες χάθηκαν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

ρίχνω τα φύλλα

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En otoño, los robles pierden sus hojas.

ξοδεύω

(ελαφρώς αρνητικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Perdió mil dólares en el casino el fin de semana.

χάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los Red Sox perdieron dos juegos contra los Yankees ayer.

χάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Perderás varios kilos con esta dieta.

μαδάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mis perros están perdiendo el pelo porque hace demasiado calor.

σπαταλάω, σπαταλώ

(general)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A los europeos generalmente no les gusta desperdiciar papel.
Στους Ευρωπαίους συχνά δεν αρέσει να σπαταλούν χαρτί.

χάνω στον τζόγο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Su mujer lo dejó después de que se jugara todos sus ahorros en el hipódromo.
Έχασε στον τζόγο τα χρήματα για το ενοίκιο του επόμενου μήνα.

πάω περίπατο, κάνω φτερά

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Parece que mi billetera se perdió, ¿la has visto?
Το πορτοφόλι μου φαίνεται πως εξαφανίστηκε · το είδατε;

παραπλανώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El estafador engañó a los inversores con promesas de ganancias fáciles.

σπαταλώ, ξοδεύω

(tiempo) (χρόνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No malgastes tu precioso tiempo; haz algo productivo.

έχω διαρροή

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La canilla goteaba y por eso remplacé la junta.
Η βρύση είχε διαρροή οπότε άλλαξα το λαστιχάκι.

πατώνω

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jack suspendió el examen de álgebra.
Ο Τζακ πάτωσε στο διαγώνισμα της άλγεβρας.

έχω διαρροή

(με γενική)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
El auto de Tom chorrea líquido de dirección.
Το αυτοκίνητο του Τομ χάνει υγρά από το υδραυλικό τιμόνι.

χαμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Finalmente encontró las llaves perdidas.
Βρήκε επιτέλους τα χαμένα κλειδιά της.

χαμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Alguno encontró las órdenes perdidas?
Εντόπισε κανείς αυτές τις χαμένες παραγγελίες;

χάνομαι από προσώπου γης, εξαφανίζομαι από προσώπου γης

adjetivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Concurrió regularmente todo el trimestre, pero, desde hace dos semanas, está perdido y no sabemos nada de él.

που έχει χαθεί

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estoy tratando de encontrar mis llaves perdidas.
Προσπαθώ να βρω τα χαμένα κλειδιά.

κατεστραμμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Las esperanzas del equipo están perdidas después de su derrota 3 a 1.

που έχει μπερδευτεί

adjetivo (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Clara estaba perdida en la clase de cálculo avanzado.

χάνομαι

adjetivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi brújula no funciona, estoy completamente perdido.
Η πυξίδα μου δε δουλεύει. Έχω χαθεί εντελώς.

ξεθωριασμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Al anciano del parque le gustaba sentarse al sol e intentar evocar recuerdos perdidos.
Ο ηλικιωμένος στο πάρκο αρεσκόταν να κάθεται στον ήλιο και να προσπαθεί να ανακαλέσει ξεθωριασμένες αναμνήσεις.

αναπάντητος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απόμακρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Pareces perdido. Asegúrate de leer primero la página uno.
Φαίνεσαι χαμένος. Φρόντισε να διαβάσεις πρώτα την αρχική σελίδα.

χαμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La conversación con una taza de té se está convirtiendo en un arte perdido.
Η κουβεντούλα με ένα φλιτζάνι τσάι είναι μια χαμένη συνήθεια.

χάνομαι

adjetivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si cancelas tu reserva después de esta fecha, puedes dar el depósito por perdido.

μείον

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Llevo perdidos 300 dólares.
Έχω μπει μέσα τρακόσια δολάρια.

χαμένος

adjetivo (λόγιος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El infierno está supuestamente repleto de almas perdidas.
Μην τον εμπιστεύεσαι. Είναι χαμένο κορμί.

στερημένος

adjetivo (figurado)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Shelly estaba perdida después de que sus padres fallecieran.

το έχω χάσει

adjetivo (coloquial) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cal tenía problemas a la hora de responder a las preguntas durante la clase de matemáticas. Estaba perdido.
Ο Καλ δυσκολευόταν να απαντήσει απλές ερωτήσεις μαθηματικών σήμερα στην τάξη. Το έχει χάσει τελείως.

που κάνει λάθος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane intentó explicarle al alumno equivocado que su ensayo no se merecía una A. Estás equivocado si crees que voy a comer esto.
Είσαι γελασμένος αν πιστεύεις ότι θα φάω αυτό το χάλι.

καταδικασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Su nuevo negocio estuvo condenado desde el principio.
Το επιχειρηματικό του εγχείρημα ήταν καταδικασμένο απ' την αρχή.

παρελθοντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
De repente, en un momento previo, Matilda se sintió nostálgica.

χαλάω, χαλώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Richard estaba triste porque sus planes estaban arruinados.
Ο Ρίτσαρντ ήταν στενοχωρημένος γιατί χάλασαν τα σχέδιά του.

λιώμα

(borracho) (αργκό,μτφ, μόνο ενικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Estás ciego, no puedes ni caminar. No bebas tanto la próxima vez.

αδέσποτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Adam le dio al gato callejero un poco de leche.
Ο Άνταμ έδωσε στην αδέσποτη γάτα λίγο γάλα.

απελπιστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las víctimas del desastre se encontraron en una situación desesperada.
Τα θύματα της καταστροφής βρέθηκαν σε απελπιστική κατάσταση.

μπερδεμένος

(mental)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

στερώ

locución verbal (κάτι από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su falta de puntualidad le hizo perder el trabajo.
Η έλλειψη συνέπειας τού στέρησε (or: κόστισε) τη δουλειά του.

αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puso una pista falsa para despistar al detective.

αποσυντονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τριγυρίζω, περιφέρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A aquellos que estén holgazaneando enfrente de la tienda, se les pedirá que se retiren inmediatamente.

περπατάω αργά, πηγαίνω αργά

Victor casi siempre llega tarde porque se entretiene con cualquier cosa.

ξεθωριάζω, ξεβάφω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La tela se decoloró por dejarla a la luz del sol durante semanas.

είμαι αργόσχολος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

χαλάω, χαλώ

(plan)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Le dijiste a Mary que estábamos planeando una fiesta para su cumpleaños? ¡Arruinaste la sorpresa!
Είπες στη Μαίρη ότι σχεδιάζαμε ένα πάρτι για τα γενέθλιά της; Χάλασες την έκπληξη τώρα!

χάνω βάρος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si quieres adelgazar, come menos y haz más ejercicios.
Αν θέλεις να χάσεις βάρος, να τρως λιγότερο και να ασκείσαι περισσότερο.

ξεθωριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todo ese sol destiñó mi pelo.
Όλος αυτός ο ήλιος ξάνοιξε τα μαλλιά μου.

τα κάνω μαντάρα, τα κάνω χάλια

Nathan arruinó sus notas cuando se olvidó la tarea. El tipo nuevo arruinó su proyecto, tendré que hacerlo de nuevo.

απελπίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando llegó otra factura que no podía pagar, Marie empezó a desesperar.
Όταν ήρθε ακόμα ένας λογαριασμός τον οποίο δεν μπορούσε να πληρώσει, η Μαίρη άρχισε να απελπίζεται.

μειώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Durante la carrera, decayó su entusiasmo cuando empezó a sentirse cansada.

καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella arruinó su carrera política cuando reveló su aventura amorosa.
Η γυναίκα κατέστρεψε την καριέρα του πολιτικού όταν μίλησε για τη σχέση τους.

διαλύω, καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El abuso que recibió de niño arruinó el resto de su vida.
Η κακοποίηση που υπέστη ως νεαρό αγόρι του σημάδεψε το υπόλοιπο της ζωής του.

σπάω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El estrés me está enervando los nervios.
Το στρες έχει κάνει τα νεύρα μου κουρέλια.

χασομερώ, χαζολογώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jim holgazaneó todo el día en vez de trabajar.

διαλύω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Destrocé mi coche.

εκτός πραγματικότητας

locución verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los políticos que creen que pueden recortar los servicios públicos y mantener su popularidad han perdido el contacto con la realidad.
Οι πολιτικοί που πιστεύουν ότι μπορούν να υποβιβάσουν τις δημόσιες υπηρεσίες και να διατηρήσουν τη δημοφιλία τους βρίσκονται προφανώς εκτός πραγματικότητας.

που αραιώνει

(persona)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mike era un hombre alto que estaba perdiendo el pelo.

σε μειονεκτική θέση

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La universidad está llevando las de perder en lo que respecta a atraer estudiantes internacionales.

ψυχραιμία

expresión

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En una emergencia es importante no perder la cabeza y seguir las instrucciones.

μείωση αξίας, πτώση

locución verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La libra esterlina ha vuelto a perder valor en relación al dólar.

ευχάριστος χαρακτήρας

locución verbal

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Llegó tercera en la carrera, pero tuvo buen perder y no se quejó.

τσιπ ντάμπινγκ

(póker) (πόκερ: κλέψιμο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ξύσιμο

(coloquial) (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo despidieron porque hacer el gilipollas era su única verdadera habilidad.
Τον απέλυσαν γιατί το μόνο που ήξερε να κάνει καλά ήταν να ξύνεται.

άτομο που με κάνει να χάνω τον χρόνο μου

(literal)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μου στρίβει

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Algún día estas tareas mundanas harán que pierda los papeles.
Με αυτές τις ανιαρές εργασίες θα μου στρίψει καμιά μέρα.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του perdido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.