Τι σημαίνει το matar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης matar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του matar στο ισπανικά.
Η λέξη matar στο ισπανικά σημαίνει σκοτώνω, πεθαίνω, σκοτώνω, σκοτωμός, κατεβάζω, σκοτώνω, σκοτώνομαι, δολοφονώ, σκοτώνω, σκοτώνω, χτυπάω, χτυπώ, δολοφονώ, φονεύω, εξοντώνω, εξουδετερώνω, εξολοθρεύω, σφαγιάζω, καθαρίζω, σφάζω, κάνω ευθανασία σε κπ/κτ, πεθαίνω, τρελαίνω, σταματώ, ντυμένος στην τρίχα, ντυμένος στην πένα, ζήτημα ζωής και θανάτου, μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, ξυλοκοπώ κπ/κτ μέχρι θανάτου, ντύνομαι επίσημα, μαχαιρώνω κπ μέχρι θανάτου, σκοτώνω την ώρα μου, χαζολογώ, χαζεύω, κοιτάζω απειλητικά, λιμοκτονώ, σκοτώνω την ώρα μου, σκοτώνω, σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου, τα βάζω με τον εαυτό μου, σκοτώνω πυροβολώντας, υπερβολική αντίδραση, σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου, εκτελώ, αφήνω κπ/κτ νηστικό, ρίχνω τσεκουριά σε κπ, πνίγω, χτυπάω, χτυπώ, σκοτώνω πυροβολώντας, γαζώνω, τα χώνω σε κπ, κερδίζω, σκοτώνω λόγω ψύχους, αποτελειώνω, σκοτώνω λόγω ψύχους, φονεύω, ξεκάνω, καθαρίζω, πεθαίνω, καθαρίζω, τρώω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης matar
σκοτώνωverbo intransitivo (γενικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El soldado ya no pensaba en lo que hacía, simplemente mataba. Ο στρατιώτης δεν σκεφτόταν πλέον τι έκανε και απλά σκότωνε. |
πεθαίνωverbo transitivo (figurado) (μτφ: σωματικός πόνος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo que quitarme estos zapatos. Mis pies me están matando. Πρέπει να βγάλω αυτά τα παπούτσια. Τα πόδια μου με πεθαίνουν. |
σκοτώνω(informal) (μτφ: συναισθηματικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me duele verte dejar la empresa. ¡Reconsidéralo, por favor! Με σκοτώνει (or: πληγώνει) που σε βλέπω να φεύγεις από την εταιρεία. Ξανασκέψου το, σε παρακαλώ! |
σκοτωμός(ενέργεια) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La muerte de una presa grande significa que habrá alimento suficiente para la manada. |
κατεβάζω(καθομ, μτφ: για ποτό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Apuró su cerveza y fueron al siguiente bar. Κατέβασε (or: Τελείωσε) τη μπύρα του και πήγαν στο επόμενο μπαρ. |
σκοτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mató a la hormiga antes de que le picara. El asesino mató a tres personas. Σκότωσε το μυρμήγκι πριν τον τσιμπήσει. Ο δολοφόνος είχε σκοτώσει τρεις ανθρώπους. |
σκοτώνομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lo mató una bala perdida. |
δολοφονώ, σκοτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mató a su mujer. Καθάρισε τη γυναίκα του. |
σκοτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El fuego enemigo mató a muchos soldados. Πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν από τα πυρά του εχθρού. |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Rápido, mata la abeja antes de que me pique! |
δολοφονώ, φονεύω(σκοτώνω κάποιον από πρόθεση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La corte encontró a Anderson culpable de asesinar a la víctima. |
εξοντώνω, εξουδετερώνω, εξολοθρεύω(σκοτώνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los oficiales han descubierto un complot para eliminar al presidente. |
σφαγιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El periódico decía que el hombre había asesinado a tres personas. Η εφημερίδα ανέφερε ότι ο άνδρας έσφαξε τρία άτομα. |
καθαρίζω(coloquial) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El pandillero alardeaba de haberse cargado a uno de los miembros de la pandilla rival. Ο γκάνγκστερ περηφανευόταν ότι καθάρισε το μέλος της αντίπαλης συμμορίας. |
σφάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El trabajador del matadero sacrificó al buey. |
κάνω ευθανασία σε κπ/κτ(eufemismo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El perro estaba muy enfermo y el veterinario dijo que sería mejor terminar con su sufrimiento. |
πεθαίνω, τρελαίνωlocución verbal (figurado) (καθομ, μτφ: διασκεδάζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Me matas de risa! ¡Eso es tan divertido! ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα με πεθάνεις (or: τρελάνεις) με τα αστεία σου! |
σταματώexpresión (deportes) (σπορ: σταματώ τη μπάλα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jugador de squash mató la pelota con un golpe. Ο παίκτης του σκουός διέκοψε την πορεία της μπάλας με ένα τσίμπημα. |
ντυμένος στην τρίχα, ντυμένος στην πέναlocución adjetiva (provocativo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Las actrices que van a la ceremonia de los Óscar van vestidas para matar. Οι ηθοποιοί που παραβρέθηκαν στην τελετή των Όσκαρ ήταν ντυμένες στην τρίχα. |
ζήτημα ζωής και θανάτου(κρίσιμη κατάσταση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El partido de hoy es a todo a nada. |
μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνιαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξυλοκοπώ κπ/κτ μέχρι θανάτου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los ladrones lo mataron a golpes para robarle la cartera. |
ντύνομαι επίσημα
Como su cita era hoy en la noche, Carol quería vestirse para impresionar. |
μαχαιρώνω κπ μέχρι θανάτου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκοτώνω την ώρα μου
Mataba el tiempo en la cárcel recitándose poesía a sí mismo. |
χαζολογώ, χαζεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Después de un periodo de mucho trabajo era genial poder estar un día pasando el rato. |
κοιτάζω απειλητικά(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λιμοκτονώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σκοτώνω την ώρα μουlocución verbal (coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Maté el tiempo cinco minutos mirando los escaparates de la tienda. |
σκοτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo atacó una terrible enfermedad que lo mató en la flor de la vida. |
σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estuve escuchando música para matar el tiempo mientras esperaba el autobús. Άκουγα μουσική στο I-Pod, για να σκοτώσω τον χρόνο μου ενώ περίμενα το λεωφορείο. |
τα βάζω με τον εαυτό μου(coloquial, figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tania se dio cuenta de que Audrey tenía razón y se quiere morir. |
σκοτώνω πυροβολώνταςlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo mataron de un disparo desde muy cerca. |
υπερβολική αντίδρασηexpresión (coloquial, figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La policía usó la táctica de matar mosquitos a cañonazos contra los manifestantes. |
σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Maté el tiempo tomando café mientras esperaba que llegara Meg. |
εκτελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El sicario ejecutó a su objetivo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δύο από τους δέκα ομήρους της αεροπειρατείας εκτελέστηκαν προς εκφοβισμό των υπόλοιπων. |
αφήνω κπ/κτ νηστικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Aquel hombre fue procesado por crueldad hacia los animales después de no darle de comer a su perro durante semanas. Ο άνδρας καταδικάστηκε για κακοποίηση ζώου καθώς άφησε νηστικό το σκύλο του για εβδομάδες. |
ρίχνω τσεκουριά σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πνίγω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Inundaron al profesor con ensayos para calificar. |
χτυπάω, χτυπώ(κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rick mató una mosca con un periódico. |
σκοτώνω πυροβολώντας, γαζώνω(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La pandilla del alguacil mató a tiros a los bandidos cuando intentaban fugarse. |
τα χώνω σε κπ(figurado) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los críticos le dieron una paliza al director por la aburrida película. |
κερδίζωlocución verbal (naipes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi 8 mató con un triunfo a su jota. Το οχτάρι μου κέρδισε τον βαλέ του. |
σκοτώνω λόγω ψύχουςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποτελειώνω(figurado) (σκοτώνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esa caminata de 30 millas me mató. |
σκοτώνω λόγω ψύχουςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φονεύω(λόγιος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El caballero mató a su enemigo. |
ξεκάνω, καθαρίζω(coloquial) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El sicario eliminó a su objetivo. |
πεθαίνω(figurado) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Me matas, Laura! —dijo Tom entre risas. «Θα με πεθάνεις, ρε Λόρα!», είπε ο Τομ γελώντας. |
καθαρίζω, τρώω(figurado) (μεταφορικά, αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El francotirador se cargó a cuatro personas en un solo día. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του matar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του matar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.