Τι σημαίνει το hid στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hid στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hid στο Αγγλικά.

Η λέξη hid στο Αγγλικά σημαίνει κρύβω, κρύβω, αποκρύπτω, κρύβομαι, πετσί, τομάρι, τομάρι, κρύβω, κρύβομαι, κρύβω, κρύβομαι, κρύβομαι, κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος, μαστιγώνω, απομονώνομαι, αρνούμαι να αποδεκτώ, αυταπατώμαι, δεν έχω μούτρα, καλύπτω το πρόσωπο, κρυφτό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hid

κρύβω

transitive verb (place out of view)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hide the cakes from the children.
Κρύβω τα γλυκά από τα παιδιά.

κρύβω, αποκρύπτω

transitive verb (keep secret) (μυστικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She hid her past from her husband.
Έκρυψε (or: απέκρυψε) το παρελθόν της από τον άντρα της.

κρύβομαι

intransitive verb (place yourself out of view)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As children, we would hide from our parents.
Ως παιδιά κρυβόμασταν από τους γονείς μας.

πετσί, τομάρι

noun (leather, skin) (δέρμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cow's hide will be sold as leather.
Η δορά της αγελάδας θα πουληθεί ως δέρμα.

τομάρι

noun (life: save) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I started running from the tornado to save my hide.

κρύβω

transitive verb (block)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Put down the blinds to hide the sun because it's hurting my eyes.

κρύβομαι

phrasal verb, intransitive (remain concealed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The police are looking for me, so I will hide away in the mountains.

κρύβω

phrasal verb, transitive, separable (keep concealed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
According to legend, the pirates hid the treasure away, but nobody knows where.

κρύβομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (use to conceal yourself) (πίσω από κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His friends, who were all hiding behind the door, leaped out and shouted "Surprise!"

κρύβομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (use as excuse) (μτφ: πίσω από κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She always hid behind her intellect so as not to show her emotional vulnerability.

κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος

phrasal verb, intransitive (stay concealed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The government believed the terrorist would hide out in caves for years, if necessary.

μαστιγώνω

transitive verb (whip with cowhide) (με μαστίγιο από δέρμα αγελάδας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομονώνομαι

verbal expression (be reclusive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She was very shy and hid herself away in her room all week.

αρνούμαι να αποδεκτώ, αυταπατώμαι

verbal expression (deny the reality of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stop hiding the truth from yourself - you know you love me! I can't hide my true feelings from myself any longer.
Σταμάτα να αυταπατάσαι - ξέρεις ότι με αγαπάς!

δεν έχω μούτρα

intransitive verb (figurative (be ashamed) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You were so rude to her - you'll have to hide your face in future.

καλύπτω το πρόσωπο

intransitive verb (literal (cover your features) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is common for Muslim women to hide their faces in public.

κρυφτό

noun (children's game)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A group of children played hide-and-go-seek in the public park.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hid στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hid

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.