Τι σημαίνει το hip στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης hip στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hip στο Αγγλικά.
Η λέξη hip στο Αγγλικά σημαίνει γοφός, γοφοί, πρώτος, φίνος, πρώτος, φίνος, μέσα στα πράγματα, ενημερωμένος για κτ, μαθαίνω κτ σε κπ, μέσα, τετράριχτη στέγη, βάζω τετράριχτη στέγη, τραυματίζομαι στο ισχίο, φλασκί, χιπ χοπ, σχετικός με τη χιπ χοπ, ισχίο, κωλότσεπη, ζήτω, χαμηλοκάβαλο παντελόνι καμπάνα, περιφέρεια, κώλος και βρακί, οστεοαρθρίτιδα του ισχίου, από κυνόροδο, με κυνόροδο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης hip
γοφόςnoun (anatomy: thigh joint) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Martha broke her hip when she fell down the stairs. Η Μάρθα έσπασε τον γοφό της όταν έπεσε από τη σκάλα. |
γοφοίnoun (bottom of torso) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The pants hung low on his hips, so Seth had to buy a belt. Το παντελόνι κρεμόταν στους γοφούς του και έτσι ο Σεθ χρειάστηκε να αγοράσει μια ζώνη. |
πρώτος, φίνοςadjective (dated, slang (in fashion) (παλαιό, αργκό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That is a hip outfit. Αυτό είναι ένα μοντέρνο ντύσιμο. |
πρώτος, φίνοςadjective (dated, slang (person: fashionable) (παλαιό, αργκό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kyle is a hip guy, you'll like him. Ο Κάιλ είναι φίνος τύπος, θα τον συμπαθήσεις. |
μέσα στα πράγματαadjective (slang (aware, informed) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jim is hip, he knows what's up. Ο Τζιμ είναι μέσα στα πράγματα, ξέρει τι παίζει. |
ενημερωμένος για κτadjective (slang (aware, informed) Don't worry, Stacy is hip to the situation. Μην ανησυχείς, η Στέισι είναι ενήμερη για την κατάσταση. |
μαθαίνω κτ σε κπ(slang (inform [sb] about [sth]) His sister first hipped him to the Beatles. |
μέσαadjective (slang (agreeable, willing) (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We told Malcolm our plans and he was hip. |
τετράριχτη στέγηnoun (architecture) |
βάζω τετράριχτη στέγηtransitive verb (architecture) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τραυματίζομαι στο ισχίοtransitive verb (animal: injure hip) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φλασκίnoun (small container for carrying alcohol) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We were tired, cold and wet but whisky from John's hip flask kept us all going. |
χιπ χοπnoun (music: rap, urban style) (μουσική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I prefer hip hop over rock. |
σχετικός με τη χιπ χοπnoun as adjective (in or of rap, urban style) (μουσική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hip-hop albums are selling well this year. Τα άλμπουμ της χιπ χοπ έχουν καλές πωλήσεις φέτος. |
ισχίοnoun (articulation where leg meets pelvis) (ανατομία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I have arthritis in my hip joint and am waiting for an operation. |
κωλότσεπηnoun (back pocket of trousers) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It is dangerous to keep your money in your hip pocket. |
ζήτωinterjection (cheer) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) The crowd cheered, "Hip, hip, hooray!" as the soldiers marched. |
χαμηλοκάβαλο παντελόνι καμπάναplural noun (pants fitting below the waist) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
περιφέρειαnoun (measurement at widest part of hips) (διαστάσεις σώματος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κώλος και βρακίadjective (figurative (friends: inseparable) (αργκό: θετική έννοια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Stop following me everywhere! We're not joined at the hip, you know! |
οστεοαρθρίτιδα του ισχίουnoun (inflamed hip joint) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My grandmother's osteoarthritis of the hip was so severe she had to have a hip-replacement surgery. |
από κυνόροδο, με κυνόροδοadjective (containing rosehip) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She really enjoyed rosehip tea because it smelled just like the flower. Απήλαυσε πραγματικά το τσάϊ από κυνόροδο (or: με κυνόροδο) καθώς μύριζε όπως το άνθος. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hip στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του hip
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.