Τι σημαίνει το his στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης his στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του his στο Αγγλικά.

Η λέξη his στο Αγγλικά σημαίνει του, δικός του, ο δικός του, δικοί του, αντίθετα προς τη θέληση του, στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του, σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού, τρελαίνω, φτιάχνω, ανάβω, θα 'ρθει και σένα η σειρά σου, δίνω πόδι σε κπ, εξοχότητα, Η Αυτού Μεγαλειότης, αφήνω κπ χωρίς επίβλεψη, που αφήνεται στη μοίρα του/της, αφήνω κπ ελεύθερο, άρχοντά μου, αποσυντονίζω, κπ που κρατάει το λόγο του, στην υπηρεσία της Μεγαλειοτάτης, μόνος μου, κρατάω κπ σε εγρήγορση, βάζω κπ στη θέση του, θέτω κπ σε επιφυλακή, κάνω ευθανασία σε κπ/κτ, σταματάω να παιδεύω κπ, απολύω, πιστεύω, περί ορέξεως..., πως τον λένε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης his

του

adjective (he: possessive form)

I like his new hat.
Μου αρέσει το καινούριο του καπέλο.

δικός του

pronoun (thing, things belonging to him)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Is this hat yours or his?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο φορτιστής μέσα στο συρτάρι είναι δικός του.

ο δικός του

pronoun (belonging to him: singular)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That's my pillow; his is under the bed.
Αυτό είναι το δικό μου μαξιλάρι, το δικό του είναι κάτω από το κρεβάτι.

δικοί του

pronoun (belonging to him: plural)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Are those your socks or his?
Αυτές είναι οι κάλτσες σου ή οι κάλτσες του;

αντίθετα προς τη θέληση του

adverb (in opposition to wishes)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Abby was taken to the cabin in the woods against her will.

στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του

adverb (his conscience)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Deep down in his heart he knew what he had done was wrong.

σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού

verbal expression (figurative, informal (annoy) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The baby's constant crying drove James out of his mind.

τρελαίνω, φτιάχνω, ανάβω

verbal expression (figurative, informal (arouse sexually) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Watching you sunbathe used to drive me out of my mind.

θα 'ρθει και σένα η σειρά σου

expression (figurative (everyone will succeed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω πόδι σε κπ

verbal expression (US, slang (termination of employment) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

After Smith's plan went badly wrong his boss gave him his walking papers.

εξοχότητα

noun (usually capitalized (title)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His Grace appeared at the king's court last week.
Η Εξοχότητά του εμφανίστηκε στην αυλή του βασιλιά την περασμένη εβδομάδα.

Η Αυτού Μεγαλειότης

noun (initialism (His Majesty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω κπ χωρίς επίβλεψη

verbal expression (not supervise [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που αφήνεται στη μοίρα του/της

adjective (unsupervised, left alone) (αρνητικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω κπ ελεύθερο

verbal expression (figurative (release [sb] from restraint, control)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When they saw that he could handle the job, they let him off his leash and he quickly moved up to a higher position.
Όταν είδαν ότι μπορεί να φέρει σε πέρας τη δουλειά, τον άφησαν ελεύθερο και σύντομα ανελίχθηκε σε ανώτερη θέση.

άρχοντά μου

noun (UK (term of address for British peer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
What would your Lordship like to have for dinner tonight?

αποσυντονίζω

verbal expression (distract [sb]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The loud music made me lose my concentration.

κπ που κρατάει το λόγο του

noun (male: keeps promises)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've worked with him, and I know him to be a man of his word.

στην υπηρεσία της Μεγαλειοτάτης

expression (dated, initialism (On Her Majesty's Service)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μόνος μου

expression (without help)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Because of Ellen's autism, it is difficult for her to do things on her own.
Εξ αιτίας του αυτισμού της, η Έλεν δυσκολεύεται να λειτουργήσει μόνη της.

κρατάω κπ σε εγρήγορση

verbal expression (figurative, informal (keep [sb] alert, ready)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάζω κπ στη θέση του

verbal expression (figurative (humble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eleanor's sharp rebuke put Daniel in his place.

θέτω κπ σε επιφυλακή

verbal expression (make wary)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The way she looks at me puts me on my guard.

κάνω ευθανασία σε κπ/κτ

verbal expression (kill [sb/sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The dog was so ill that the vet said it would be kinder to put him out of his misery.

σταματάω να παιδεύω κπ

verbal expression (figurative (finally give an answer, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The judges finally put the contestants out of their misery by announcing the winner.

απολύω

verbal expression (dismiss or fire [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιστεύω

verbal expression (believe [sb] is speaking honestly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περί ορέξεως...

expression (everyone has different preferences)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Greg likes anchovies and pineapple on his pizza? Well, to each their own.

πως τον λένε

noun (slang (man: forgotten name) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I ran into what's-his-name again this afternoon.
Ξαναπέτυχα τυχαία τον πως τον λένε το απόγευμα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του his στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του his

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.