Τι σημαίνει το garder στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης garder στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του garder στο Γαλλικά.
Η λέξη garder στο Γαλλικά σημαίνει φυλάω, φυλάγω, κρατάω, κρατάω, κρατάω, κρατώ, φυλάω, κρατάω, κρατάω, κρατάω, προστατεύω, διατηρώ άθικτο, προσέχω, δεν βγάζω, προσέχω, κρατάω μέσα μου, κρατώ μέσα μου, φυλάσσω, κρατάω, φυλάω, κρατάω, αποθηκεύω, προσέχω, φροντίζω, προσέχω, κρατάω, κρατάω, κρατώ, κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώ, δεν σπαταλάω, κρατώ, προσέχω, κρατάω, κρατώ, διατηρώ, συγκρατώ, συγκρατώ, παρακρατώ, κρατάω, κρατάω, κρατώ, φυλάω, κρατάω, φυλάω, διατηρώ, ελέγχω, αποκρύπτω, κρύβω, ανοιχτόμυαλος, ψύχραιμος, -, ψηλά το κεφάλι, κατάκλιση, το να προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπει, φύλαξη σκύλου όταν λείπουν οι ιδιοκτήτες, αποθήκευση υπό ψύξη, επικοινωνώ με κπ, κρατάω κακία, κρατάω μια δουλειά, τρέφω ελπίδες για κτ, μένω σοβαρός, δεν χάνω τις ελπίδες μου, έχω στον νου μου, μένω πιστός, κρατάω κτ κρυφό, μένω ήρεμος, μένω ψύχραιμος, έχω στο νου μου, κρατάω επαφή, δεν συγκρατούμαι, παραμένω σιωπηλός, δεν λέω τίποτα, κρατιέμαι σε φόρμα, αναλαμβάνω, δεν χάνω τον έλεγχο, δεν χάνω το χαμόγελό μου, κρατάω κακία, αισθάνομαι περήφανος, επικοινωνώ, παραμένω στην πορεία, έχω κτ στον νου μου, έχω τον νου μου σε κτ, μένω μακριά από κπ/κτ, τα κρατάω για τον εαυτό μου, διατηρώ την ψυχραιμία μου, κρατώ την ψυχραιμία μου, είμαι ανοιχτόμυαλος, τα ρέστα δικά σου, προσέχω μωρό, κρατώ μωρό, παραμένω ζεστός, διατηρώ την θερμοκρασία, παραμένω θετικός, προσέχω τον σκύλο κπ, προσέχω τη γάτα κπ, μένω στη επιφάνεια, παραμένω ανώνυμος, παραμένω σιωπηλός, αποφεύγω, υποχωρώ, απομακρύνομαι, έχω το νου μου για, παρακολουθώ, προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπει, έχω κπ/κτ κοντά μου, έχω κτ από κάτω, δεν βιάζομαι, δεν το παρακάνω, στον πάγο, μπέιμπι σίτινγκ, κρατάω επαφή με κπ, είμαι σε επαφή με κπ, παρακολουθώ, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, κρατώ επαφή, έχω υπό έλεγχο, κρατάω κακία σε κπ, κρατάω κακία σε κπ, ξεπερνώ, δεν αφήνω κπ/κτ να μπει, δεν αφήνω κπ/κτ να περάσει, δεν αφήνω κπ/κτ να εισέλθει, προστατεύω, διατηρώ άθικτο, καταπιέζω, κλειδωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης garder
φυλάω, φυλάγωverbe transitif (protéger) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chien gardait le jardin. Ο σκύλος φυλούσε την πίσω αυλή. |
κρατάω(δεν χρησιμοποιώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais garder certaines de ces conserves pour l'été prochain. Θα βάλω στη άκρη λίγη από αυτή την κομπόστα για το επόμενο καλοκαίρι. |
κρατάω(κηδεμονία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a gardé les enfants après le divorce. Κράτησε αυτή τα παιδιά μετά το διαζύγιο. |
κρατάω, κρατώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police a gardé les hommes toute la nuit pour les interroger. |
φυλάω, κρατάωverbe transitif (διατηρώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne bois pas toute l'eau. Nous devons en garder (or: conserver) pour demain. Μην πιεις όλο το νερό. Πρέπει να φυλάξουμε (or: κρατήσουμε) λίγο για αύριο. |
κρατάωverbe transitif (δεν επιστρέφω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai décidé de garder (or: conserver) le vélo plutôt que de le rendre au magasin. Αποφάσισα να κρατήσω το ποδήλατο αντί να το επιστρέψω στο μαγαζί. |
κρατάωverbe transitif (συντηρώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gardons (or: Conservons) le reste du charbon pour les grands froids. Ας κρατήσουμε τα υπόλοιπα κάρβουνα για τα μεγάλα κρύα. |
προστατεύω, διατηρώ άθικτοverbe transitif (un objet) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Veux-tu bien garder mon appareil photo pendant que je me baigne ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Υποσχέθηκα να σε προστατεύω πάντα και το εννοούσα. |
προσέχωverbe transitif (μωρό ή παιδί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai demandé à ma mère de garder Tom pour que je puisse faire des heures supplémentaires. |
δεν βγάζωverbe transitif (un vêtement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je garde toujours mon T-shirt à la plage pour ne pas attraper de coup de soleil. |
προσέχωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pourrais-tu garder mon doberman pendant trois jours ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρόσεχε το μωρό όσο θα ετοιμάζω το μπάνιο του. |
κρατάω μέσα μου, κρατώ μέσα μουverbe transitif Tania mourait d'envie de dire le secret à Audrey, mais elle a réussi à le garder. |
φυλάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le prisonnier était gardé par une escorte armée. Ένοπλη συνοδεία φύλασσε τον κρατούμενο. |
κρατάω, φυλάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel veut garder le meilleur pour la fin. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θέλει να φυλάξει το καλύτερο για το τέλος. |
κρατάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai été viré quatre fois : je suis incapable de garder un boulot ! Έχω απολυθεί τέσσερις φορές. Δεν καταφέρνω να κρατήσω δουλειά! |
αποθηκεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai gardé le reste du gâteau pour demain. Φύλαξα το υπόλοιπο γλυκό για αργότερα. |
προσέχω, φροντίζωverbe transitif (un enfant, un animal) (φροντίζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ma sœur garde les enfants lorsque je travaille. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχε το νου σου στα παιδιά όσο θα λείπω. |
προσέχω, κρατάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) M. et Mme Dupont ont demandé à Julie de garder leur fils. |
κρατάω, κρατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police a gardé à vue le suspect. |
κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous gardions quelques euros en cas d'urgence. |
δεν σπαταλάω(sa salive) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Garde ta salive ! |
κρατώ(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La maison de disques a gardé le dernier album du groupe jusqu’à ce que le litige au sujet du contrat soit réglé. |
προσέχωverbe transitif (des enfants) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate a gardé quatre enfants pendant l'été. |
κρατάω, κρατώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Irene a gardé la clé au cas où elle en aurait besoin à l'avenir. Η Ιρέν κράτησε το κλειδί σε περίπτωση που το χρειαζόταν και πάλι μελλοντικά. |
διατηρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pendant toutes les années de pauvreté, elle a réussi à conserver sa dignité. Όλα τα χρόνια της φτώχειας, κατάφερε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της. |
συγκρατώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce compost garde bien l'humidité donc vous n'avez pas besoin d'arroser vos plantes aussi souvent. Αυτό το κομπόστ συγκρατεί καλά την υγρασία, οπότε δεν χρειάζεται να ποτίζεις τα φυτά σου τόσο συχνά. |
συγκρατώ, παρακρατώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ne m'a pas rendu tout l'argent aujourd'hui : il en garde (or: retient) la moitié jusqu'à ce que le travail soit fini. Δεν μου επέστρεψε όλα τα χρήματα σήμερα, παρακρατεί τα μισά μέχρι να τελειώσει η δουλειά. |
κρατάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son fils n'arrive jamais à garder un travail très longtemps. Il finit toujours par se faire virer. Ο γιος του δεν μπορεί να κρατήσει δουλειά, όλο τον απολύουν. |
κρατάω, κρατώverbe transitif (un objet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pourriez-vous garder cette boîte pour moi une minute ? |
φυλάω(argent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Essaie d'économiser ton argent, ou tu seras complètement fauché d'ici vendredi. |
κρατάω, φυλάω, διατηρώ(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ces livres n'ont aucune valeur mais je n'arrive pas à m'en débarrasser parce qu'ils me rappellent mon enfance. |
ελέγχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je surveille son travail pour m'assurer qu'il le fait correctement. |
αποκρύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Isabelle dissimulait ce qu'elle savait sur ce qui s'était passé. Η Ιζαμπέλ απέκρυψε τι ήξερε για τα γεγονότα. |
κρύβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανοιχτόμυαλος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quand on va dans un autre pays, il faut être ouvert d'esprit. Προσπαθώ να έχω ανοιχτό μυαλό ανεξάρτητα από τη φυλή ή τη θρησκεία του καθενός. |
ψύχραιμοςlocution verbale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) John est un Anglais qui sait garder la tête froide. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ακόμα και υπό πίεση κατορθώνει πάντα να παραμένει ψύχραιμη. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Dans cette économie, beaucoup de familles ont des difficultés à garder la tête hors de l'eau après avoir payé toutes leurs dépenses mensuelles. Μ' αυτή την οικονομική κατάσταση, πολλές οικογένειες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα όταν εξοφλήσουν τις μηνιαίες δαπάνες τους. |
ψηλά το κεφάλι(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατάκλισηlocution verbale (plus rare, vieilli) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le médecin lui a recommandé de garder le lit et de boire beaucoup pour faciliter sa convalescence. |
το να προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπειlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φύλαξη σκύλου όταν λείπουν οι ιδιοκτήτεςlocution verbale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αποθήκευση υπό ψύξη(action) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επικοινωνώ με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Est-ce que tu as été en contact avec elle récemment ? |
κρατάω κακία(caractère) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce n'était pas juste qu'ils la choisissent elle plutôt que moi, mais je ne suis pas du genre à être rancunier. |
κρατάω μια δουλειάlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Après des années de chômage, John a réussi à garder un emploi à la poste. Je n'arrive jamais à garder un travail. |
τρέφω ελπίδες για κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μένω σοβαρόςlocution verbale (έκφραση προσώπου) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Je n'ai pas réussi à garder mon sérieux quand elle a dit qu'elle était vierge. J'ai eu du mal à garder mon sérieux quand j'ai joué un tour à mes collègues. |
δεν χάνω τις ελπίδες μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous ne savons pas si ou quand elle rentrera à la maison. Tout ce que nous pouvons faire, c'est continuer d'espérer (or: garder espoir). |
έχω στον νου μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) N'oubliez pas qu'en mai 1929, le marché boursier ne s'était pas encore écroulé. Mην ξεχνάτε, λοιπόν, ότι τον Μάιο του 1929 δεν είχε συμβεί ακόμα το κραχ του χρηματιστηρίου. |
μένω πιστόςlocution verbale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Cahill a exhorté les fans à garder la foi après que l'équipe ait perdu 8 matches sur 12. |
κρατάω κτ κρυφόverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'entreprise garde le nouveau modèle secret jusqu'au lancement officiel. |
μένω ήρεμος, μένω ψύχραιμοςlocution verbale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il faut garder son calme quand on vous provoque. |
έχω στο νου μουverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gardez à l'esprit que nous avons déjà investi beaucoup d'argent dans ce projet. Έχε στο νου σου ότι έχουμε ήδη επενδύσει ένα τεράστιο ποσό στο έργο. |
κρατάω επαφή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon oncle et moi sommes restés en contact après son déménagement en Australie. |
δεν συγκρατούμαιlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle ne garde pas ses doutes pour elle, ce n'est pas son genre. |
παραμένω σιωπηλός, δεν λέω τίποταlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un accusé a le droit de garder le silence devant le tribunal. |
κρατιέμαι σε φόρμαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Faire du sport vous aidera à rester en forme (or: garder la forme, or: garder la ligne). Η γυμναστική θα σε βοηθήσει να κρατηθείς σε φόρμα. |
αναλαμβάνω(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je garde la boutique pendant que tu prends ta pause-café. New: Θα κρατήσω εγώ το μαγαζί, για να πας τον γιο σου στον γιατρό. |
δεν χάνω τον έλεγχοlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Garde ton calme et continue, tu vas y arriver. |
δεν χάνω το χαμόγελό μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Malgré tout ce qui nous est arrivé, nous continuons de sourire, n'est-ce pas ? On ne peut rien faire d'autre. |
κρατάω κακία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αισθάνομαι περήφανοςlocution verbale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Elle a gardé la tête haute après s'être défendue avec succès. |
επικοινωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À plus ! Et on reste en contact (or: On s'appelle), hein ! Bien qu'ils ne travaillent plus ensemble depuis dix ans, les deux collègues sont restés en contact (or: ont gardé le contact). Αντίο! Να τα λέμε! |
παραμένω στην πορείαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω κτ στον νου μου, έχω τον νου μου σε κτ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand on fait des soufflés, il faut garder un œil dessus pour ne pas qu'ils ne retombent. Όταν φτιάχνετε σουφλέ, πρέπει να τα έχετε τον νου σας για να μην ξεφουσκώσουν. |
μένω μακριά από κπ/κτ(μεταφορικά) |
τα κρατάω για τον εαυτό μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διατηρώ την ψυχραιμία μου, κρατώ την ψυχραιμία μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι ανοιχτόμυαλος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
τα ρέστα δικά σουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσέχω μωρό, κρατώ μωρό
Quand j'étais adolescente, je faisais du baby-sitting pour me faire un peu d'argent. Όταν ήμουν έφηβη συχνά έκανα μπέμπι σίτινγκ για να κερδίσω χρήματα. |
παραμένω ζεστός, διατηρώ την θερμοκρασία
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραμένω θετικόςlocution verbale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
προσέχω τον σκύλο κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσέχω τη γάτα κπ(συνήθως όσο λείπει) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μένω στη επιφάνεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραμένω ανώνυμοςlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand je participe à une enquête, je préfère garder l'anonymat. Όταν συμμετέχω σε έρευνες προτιμώ να παραμένω ανώνυμος. |
παραμένω σιωπηλός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
αποφεύγωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Amy t'en veut pour le moment. Je pense que tu devrais garder tes distances un moment. Η Έιμι είναι πραγματικά θυμωμένη μαζί σου αυτή τη στιγμή, καλύτερα να κρατήσεις τις αποστάσεις σου για λίγο. |
υποχωρώ, απομακρύνομαι(λόγω ντροπής) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έχω το νου μου για(à un danger) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il est important de faire attention aux serpents dangereux dans les buissons. Είναι σημαντικό να έχεις το νου σου μήπως υπάρχουν επικίνδυνα φίδια στην ύπαιθρο. Έχε το νου σου μήπως δεις καμιά θέση πάρκινγκ. |
παρακολουθώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu devrais garder une trace de tes dépenses pour savoir combien tu as déboursé. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η κόρη μου μού στέλνει μηνύματα κάθε μέρα κι έτσι μπορώ να παρακολουθώ τις κινήσεις της. Θα έπρεπε να παρακολουθείς (or: να καταγράφεις) τα έξοδα σου, ώστε να γνωρίζεις πόσα χρήματα σου απομένουν. |
προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπειlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω κπ/κτ κοντά μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Claire a décidé de travailler depuis chez elle pour avoir ses enfants près d'elle. |
έχω κτ από κάτω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν βιάζομαι, δεν το παρακάνω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στον πάγο(familier, figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gardons cette idée sous le coude jusqu'à ce que nous puissions la développer. |
μπέιμπι σίτινγκlocution verbale (bénévole) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Maintenant que la fille aînée de John a quatorze ans, il l'utilise souvent pour garder les enfants (or: ses frères et sœurs). Τώρα που η μεγαλύτερη κόρη του Τζον είναι δεκατεσσάρων, τη βάζει συχνά να κάνει μπέιμπι σίτινγκ. |
κρατάω επαφή με κπ, είμαι σε επαφή με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Est-ce que tu es toujours en contact avec tes amis de lycée ? Έχεις κρατήσει επαφή με τους φίλους σου από το λύκειο; |
παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρατάω επαφή, κρατώ επαφή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Promets-nous de rester en contact avec nous quand tu seras parti. Υποσχέσου πως θα κρατήσεις επαφή μαζί μας όταν θα βρίσκεσαι μακριά. |
κρατώ επαφή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je reste (or: suis) toujours en contact avec ma meilleure amie d'enfance. Ακόμα κρατώ επαφή με τον καλύτερό μου φίλο από τα παιδικά μου χρόνια. |
έχω υπό έλεγχοlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Assure-toi de garder le contrôle de la situation ou tu auras des problèmes. |
κρατάω κακία σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρατάω κακία σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fred en voulait à ses frères. |
ξεπερνώlocution verbale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν αφήνω κπ/κτ να μπει, δεν αφήνω κπ/κτ να περάσει, δεν αφήνω κπ/κτ να εισέλθει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ένα αδιάβροχο μπουφάν δεν θ' αφήσει τη βροχή να περάσει. |
προστατεύω, διατηρώ άθικτο
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai essayé de garder le gâteau intact jusqu'à ton arrivée, mais mon mari en a mangé un morceau quand j'avais le dos tourné. |
καταπιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλειδωμένοςlocution verbale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του garder στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του garder
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.