Τι σημαίνει το ennuyeux στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ennuyeux στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ennuyeux στο Γαλλικά.
Η λέξη ennuyeux στο Γαλλικά σημαίνει βαρετός, πληκτικός, ανιαρός, βαρετός, πληκτικός, ανιαρός, ανιαρός, πληκτικός, βαρετός, κουραστικός, ενοχλητικός, εύκολος, πεζός, βαρετός, βαρετός, αδιάφορος, βαρετός, ανιαρός, βαρετός, ανιαρός, μπελάς, ξενέρωτος, βαρετός, βαρετός, βαρετός, πληκτικός, ανιαρός, βαρετός, μπελάς, βαρετός, αδιάφορος, αδιάφορος, βαρετός τύπος, βαρετή τύπισσα, σκέτη βαρεμάρα, ενοχλητικός, εκνευριστικός, προβληματικός, κουραστικός, προβληματικός, ενοχλητικός, μπελάς, ενοχλητικός, εκνευριστικός, βαρετός, αδιάφορος, άνοστος, χωρίς έμπνευση, ενόχληση, μπελάς, μπελάς, βαρετός, μούχλας, εντελώς, ανιαρότητα, πληκτικότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ennuyeux
βαρετός, πληκτικός, ανιαρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βαρετός, πληκτικός, ανιαρός(chose) (χωρίς ενδιαφέρον) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je veux quitter ce cours ennuyeux. Θέλω να φύγω από αυτό το βαρετό μάθημα. |
ανιαρός, πληκτικός, βαρετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette thèse est si ennuyeuse que je me suis endormi en la lisant. Η διατριβή ήταν τόσο ανιαρή (or: πληκτική), που αποκοιμήθηκα καθώς την διάβαζα. |
κουραστικός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le dîner de fête était ennuyeux ; il n'y avait personne d'intéressant à qui parler. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το τραπέζει ήταν βαρετό (or: ανιαρό)· δεν υπήρχε ούτε ένα ενδιαφέρον άτομο για να μιλήσω. |
ενοχλητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εύκολος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πεζός, βαρετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βαρετός(personne) (άτομο: ανιαρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Felicia ne veut pas sortir avec Paul parce qu'il est ennuyeux. Η Φελίσια δε θέλει να βγει με τον Πολ επειδή είναι βαρετός. |
αδιάφοροςadjectif (inintéressant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette nouvelle série policière est un peu ennuyeuse. Η νέα δραματική εγκληματική σειρά είναι κάπως αδιάφορη. |
βαρετός, ανιαρός(personne, lieu) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le nouveau est tellement ennuyeux que j'essaie d'éviter tout contact avec lui. Το νέο παιδί στη δουλειά είναι τόσο βαρετό που αποφεύγω να μιλάω μαζί του. |
βαρετός, ανιαρός(tâche) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je ne pense pas que la chef m'apprécie : elle me donne toujours les tâches les plus ennuyeuses à faire. Δε νομίζω πως με συμπαθεί το αφεντικό. Πάντα μου δίνει να κάνω την χαμαλοδουλειά. |
μπελάς(ανεπίσημο, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ces moustiques sont vraiment ennuyeux. Αυτά τα κουνούπια είναι σκέτος μπελάς. |
ξενέρωτοςadjectif (καθομ, μτφ, αποδοκιμασίας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai quitté cet emploi car je ne voulais pas devenir un bureaucrate ennuyeux. Παραιτήθηκα από τη δουλειά γιατί δεν ήθελα να γίνω ένας ξενέρωτος γραφειοκράτης. |
βαρετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette conférence était si ennuyeuse que j'ai bien failli m'endormir. |
βαρετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'homme avec qui je suis sortie hier soir était un peu ennuyeux. |
βαρετός, πληκτικός, ανιαρόςadjectif (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Après une heure de conversation sans intérêt, Mélanie en déduisit que Tony était ennuyeux (or: inintéressant). |
βαρετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπελάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Είναι πάντα ταλαιπωρία να περνάς από την ασφάλεια του αεροδρομίου. |
βαρετός, αδιάφορος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Après un voyage aussi palpitant, mon train-train quotidien me semble insipide. |
αδιάφορος(figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βαρετός τύπος, βαρετή τύπισσα(familier) (καθομιλουμένη) Ce film est sans aucun doute le plus rasoir de l'année. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μην καλέσεις αυτόν τον βαρετό τύπο, τον Κουέντιν, στο πάρτι. |
σκέτη βαρεμάρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cette pièce est d'un ennui ; partons à l'entracte. Αυτό το έργο είναι σκέτη βαρεμάρα. Ας φύγουμε στο διάλειμμα. |
ενοχλητικός, εκνευριστικός(chose) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le bruit constant de la circulation était énervant. Ο διαρκής θόρυβος των αυτοκινήτων ήταν ενοχλητικός (or: εκνευριστικός). |
προβληματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Répète les passages difficiles jusqu’à ce que tu les maîtrises. Κάνε περισσότερη εξάσκηση στα προβληματικά στενά μέχρι να μπορέσεις να οδηγείς εκεί άνετα. |
κουραστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προβληματικός, ενοχλητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπελάς(chose) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Οι κατσαρίδες είναι ένα τεράστιο πρόβλημα σε αυτήν την πόλη. |
ενοχλητικός, εκνευριστικός(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle est tellement agaçante (or: énervante) que je vais peut-être finir par démissionner. |
βαρετός, αδιάφορος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Οι Σμίθς κανονικά έκαναν ωραία πάρτι, αλλά αυτό το συγκεκριμένο πάρτι ήταν κάπως ξενέρωτο. |
άνοστος(figuré) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρίς έμπνευση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενόχληση(κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les enfants que l'on laisse courir et crier dans les magasins sont énervants. Τα παιδιά που τους επιτρέπεται να τρέχουν και να φωνάζουν μέσα στα καταστήματα είναι ενοχλητικά. |
μπελάς(personne) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le pitre de la classe est pénible et devrait être exclus. Ο καραγκιόζης της τάξης είναι μπελάς και θα έπρεπε να αποβληθεί. |
μπελάς(personne) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les amis de Seth le trouvaient pénible et ont cessé de l'inviter. Ο Σεθ ήταν μπελάς για τους φίλους του και σταμάτησαν να τον καλούν. |
βαρετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tim a vérifié son horaire et a vu qu'il devait participer à une autre rencontre fatigante (or: pénible) en matinée, au lieu de faire du vrai travail. |
μούχλας(μτφ, ανεπ: βαρετός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εντελώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ανιαρότητα, πληκτικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La platitude de ce film me donne sommeil. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ennuyeux στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του ennuyeux
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.