Τι σημαίνει το attaquer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης attaquer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attaquer στο Γαλλικά.
Η λέξη attaquer στο Γαλλικά σημαίνει επιτίθεμαι, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι, τρώω, καταβροχθίζω, αρπάζω, επιτίθεμαι, ξεσπάω, ξεσπώ, επιτίθεμαι σε κτ/κπ, επιτίθεμαι λεκτικά σε κπ, επιτίθεμαι σε κπ, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, όρμα, επιτίθεμαι, ορμάω, επιτίθεμαι σε κτ, κατασπαράζω, παρενοχλώ, επιτίθεμαι σε κπ, ρίχνομαι σε κτ, επιτίθεμαι σε κτ/κπ, επιτίθεμαι σε κπ, επιτίθεμαι, ξεκινώ να τρώω, επιτίθεμαι σε κπ, επιτίθεμαι, τρώω, επιτίθεμαι άσχημα, κάνω εισαγωγή, γίνομαι εχθρικός, γίνομαι επιθετικός, τρώω, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, κατακεραυνώνω, αντιμετωπίζω, επιτίθεμαι, αντεπιτίθεμαι, εκδικούμαι, αντεκδικούμαι, ανταποδίδω, κάνω αιφνιδιασμό, βλάπτω, αντεπιτίθεμαι, αντεπιτίθεμαι, ανταποδίδω, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι, ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ, ξεκινάω με κτ, ξεκινώ με κτ, κάνω τάκλινγκ από τα πλάγια, παρακινώ να ορμήσει, παρακινώ να χυμήξει, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, ξεκινώ επίθεση, ξεκινώ να κάνω κτ, ορμάω σε κτ, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, επιτίθεμαι σε κπ, επικρίνω έντονα, κάνω κτ με ενθουσιασμό, πιάνω δουλειά σε κτ, κάνω μήνυση, κάνω αγωγή, τσεκουρώνω, φέρνω κπ αντιμέτωπο με κτ, κηρύσσω τον πόλεμο σε κτ, κηρύσσω πόλεμο σε κτ, κάνω επίθεση, ξεκινάω, ξεκινώ, εκμεταλλεύομαι, ψεκάζω, τα βάζω με κτ/κπ, κατασπαράζω, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, βομβαρδίζω, επιτίθεμαι με χειροβομβίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης attaquer
επιτίθεμαιverbe transitif (κάνω επίθεση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le boxeur attaqua du gauche. Ο μποξέρ επιτέθηκε με την αριστερή γροθιά του. |
επιτίθεμαι(personne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les voleurs l'ont attaqué (or: l'ont agressé) dans la rue. Οι ληστές του επιτέθηκαν στο δρόμο. |
επιτίθεμαιverbe transitif (verbalement) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le candidat a vicieusement critiqué (or: attaqué) son opposant. Η υποψήφια επιτέθηκε άγρια στον αντίπαλό της. |
τρώω, καταβροχθίζω(familier) (φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φάτο πριν κρυώσει. |
αρπάζω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Άρπα την, κύριε! φώναξε ο Σέρλοκ Χόλμς, τραβώντας το μπαστούνι-σπαθί του. |
επιτίθεμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gang a attaqué sa victime sans prévenir. La meute a attaqué le renard. |
ξεσπάω, ξεσπώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ian a tendance à attaquer (or: à se défendre) s'il pense qu'il est personnellement critiqué. Ο Ίαν έχει την τάση να ξεσπάει αν νομίζει πως τον κρίνουν σε προσωπικό επίπεδο. |
επιτίθεμαι σε κτ/κπ
Un serpent enroulé attaquera tout ce qui le menace. Τα κουλουριασμένα φίδια επιτίθενται σε οτιδήποτε τα απειλεί. |
επιτίθεμαι λεκτικά σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Οι αντίπαλοι του πολιτικού του επιτίθενται συνεχώς λεκτικά στις δημόσιες ομιλίες. |
επιτίθεμαι σε κπ
Un des hommes a attaqué Ed avec un couteau. |
επιτίθεμαι σε κπ/κτverbe transitif Les deux hommes ont attaqué leur victime alors que celle-ci marchait dans la rue. Οι δύο άντρες επιτέθηκαν στο θύμα τους ενώ περπατούσε στον δρόμο. |
όρμαverbe transitif (chien) (προστακτική: σε σκύλο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Allez, mon chien, attaque ! |
επιτίθεμαι, ορμάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Soudain, le chien l'a attaqué, lui grognant dessus. Ξαφνικά, του όρμησε ο σκύλος γρυλίζοντας άγρια. |
επιτίθεμαι σε κτ
La milice attaqua la garnison. |
κατασπαράζω(figuré, par la parole) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les critiques ont attaqué le tout dernier film du réalisateur. |
παρενοχλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les guérilleros attaquaient constamment les voies d'approvisionnement des envahisseurs. |
επιτίθεμαι σε κπverbe transitif Des manifestants en colère ont tenté d'attaquer le politicien. |
ρίχνομαι σε κτverbe transitif (figuré, familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) Jose a attaqué le dîner comme s'il n'avait pas mangé depuis une semaine. Ο Τζος έπεσε με τα μούτρα στο βραδινό του λες και είχε να φάει πάνω από μία εβδομάδα. |
επιτίθεμαι σε κτ/κπ
|
επιτίθεμαι σε κπverbe transitif |
επιτίθεμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι κλέφτες επιτέθηκαν στο θύμα τους όταν τους διέκοψαν. |
ξεκινώ να τρώωverbe transitif (manger) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιτίθεμαι σε κπ
Les deux hommes ont attaqué (or: agressé) James alors qu'il se promenait dans le parc. Οι δύο άνδρες επιτέθηκαν στον Τζέιμς όταν περπατούσε στο πάρκο. |
επιτίθεμαιverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le chevalier a tiré son épée et a attaqué son ennemi. |
τρώωverbe transitif (acide corrosif) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'acide attaque le métal et laisse des marques gravées. |
επιτίθεμαι άσχημαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω εισαγωγή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a abordé le sujet en donnant un aperçu historique. Έκανε την εισαγωγή στο θέμα με κάποια ιστορικά στοιχεία. |
γίνομαι εχθρικός, γίνομαι επιθετικός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Après avoir supporté les moqueries de Tony pendant plus d'une heure, Pete s'en prit finalement à lui. Αφού ο Τόνι τον πείραζε για παραπάνω από μία ώρα, ο Πιτ τελικά έγινε επιθετικός. |
τρώωverbe transitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La pluie acide a rongé la surface du rocher. Η όξινη βροχή έφαγε την επιφάνεια του βράχου. |
επιτίθεμαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'armée frappa (or: attaqua) en pleine nuit. Les braqueurs de banque ont de nouveau frappé. |
επιτίθεμαι σε κπ/κτverbe transitif (Militaire) L'armée chargea (or: attaqua) l'ennemi. |
κατακεραυνώνωverbe transitif (figuré : critiquer) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur a démoli cette très mauvaise dissertation. |
αντιμετωπίζω(figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le commerçant s'est attaqué au problème de vol à l'étalage en installant des caméras de surveillance. Ο καταστηματάρχης αντιμετώπισε το πρόβλημα των κλοπών από το μαγαζί του εγκαθιστώντας κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης. |
επιτίθεμαι(problème) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il s'est attaqué au problème avec enthousiasme. |
αντεπιτίθεμαι, εκδικούμαι, αντεκδικούμαι, ανταποδίδωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tu l'insultes, elle pourrait contre-attaquer. Αν την αδικήσεις, μπορεί να σε εκδικηθεί. |
κάνω αιφνιδιασμόverbe intransitif (Sports) (αθλητισμός) |
βλάπτω(un objet,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dis donc, tes chaussures sont drôlement abîmées ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η φωτιά μέσα στο γκαράζ δεν έβλαψε το σπίτι. |
αντεπιτίθεμαιverbe intransitif (Militaire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αντεπιτίθεμαιverbe intransitif (verbalement) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ανταποδίδωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πέφτω με τα μούτρα σε κτ(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le chien s'est attaqué à (or: s'en est pris à) son maître sans explication et a dû être piqué. |
ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ
Davies s'en est pris subitement à sa victime, mettant M. Jackson d'un coup de poing. |
ξεκινάω με κτ, ξεκινώ με κτ(figuré, familier) Je crois que je vais attaquer avec une entrée, et puis je prendrai un plat principal. |
κάνω τάκλινγκ από τα πλάγιαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρακινώ να ορμήσει, παρακινώ να χυμήξειlocution verbale (un chien) (για σκύλο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πέφτω με τα μούτρα σε κτ(figuré) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Chris s'attaquait à sa nourriture avidement. |
ξεκινώ επίθεση(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il s'est attaqué aux autres plutôt que de s'en prendre honnêtement à lui-même. |
ξεκινώ να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ορμάω σε κτ(καθομιλουμένη, μεταφορικά) |
επιτίθεμαι σε κπ/κτ
|
πέφτω με τα μούτρα σε κτverbe pronominal (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιτίθεμαι σε κπ
|
επικρίνω έντονα(figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κτ με ενθουσιασμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'aimerais un rôle auquel je pourrais m'attaquer. |
πιάνω δουλειά σε κτ(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω μήνυση, κάνω αγωγή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lorsque Rachel a glissé sur le sol mouillé au supermarché et s'est cassé la jambe, elle a décidé d'attaquer en justice. Όταν η Ρέιτσελ γλίστρησε στο βρεγμένο πάτωμα του σούπερ μάρκετ και έσπασε το πόδι της, αποφάσισε να κάνει μήνυση. |
τσεκουρώνωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'assassin a attaqué sa victime dans les bois avec une hachette. |
φέρνω κπ αντιμέτωπο με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ursula mit son amie face à la preuve de sa trahison. Η Ούρσουλα έφερε αντιμέτωπη την φίλη της με αποδείξεις για την προδοσία της. |
κηρύσσω τον πόλεμο σε κτ, κηρύσσω πόλεμο σε κτ(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le Président Richard Nixon a déclaré la guerre à la drogue en 1971. |
κάνω επίθεση(figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκινάω, ξεκινώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le chef a commencé à éplucher les légumes. Ο σεφ ξεκίνησε το καθάρισμα των λαχανικών. |
εκμεταλλεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les brutes s'attaquent (s'en prennent) aux plus faibles. Οι νταήδες εκμεταλλεύονται τους αδύναμους. |
ψεκάζωverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle s'est défendue contre l'agresseur en l'attaquant au gaz lacrymogène. Ψέκασε αυτόν που της επιτέθηκε με ένα σπρέι που κρατούσε στην τσάντα της. |
τα βάζω με κτ/κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il s'en est pris à la direction dans le but d'améliorer les conditions pour les travailleurs. Τα έβαλε με τη διοίκηση σε μια προσπάθεια να βελτιώσει τις συνθήκες για τους εργαζόμενους. |
κατασπαράζωverbe transitif (physiquement) (για ζώα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le lion a attaqué le gnou violemment. Το λιοντάρι κατασπάραξε το γκνου. |
πέφτω με τα μούτρα σε κτ(figuré) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La tarte aux pommes a l'air délicieuse. J'ai vraiment hâte de m'y attaquer. Η μηλόπιτα φαίνεται πεντανόστιμη, δεν κρατιέμαι να πέσω με τα μούτρα πάνω της. |
βομβαρδίζωlocution verbale (Militaire : tactique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'armée a attaqué la ville au mortier pendant une semaine. |
επιτίθεμαι με χειροβομβίδαlocution verbale (με το χέρι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attaquer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του attaquer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.