Τι σημαίνει το attention στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης attention στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attention στο Γαλλικά.
Η λέξη attention στο Γαλλικά σημαίνει προσοχή, προσοχή, προσοχή, το νου σου!, πρόσεχε!, Πρόσεχε!, σημασία, προσοχή, προσοχή, προσοχή, προσοχή, άδεια, επίκεντρο, προσοχή, είδηση, spoiler alert, εγρήγορση, επαγρύπνηση, ετοιμότητα, προσοχή, συγκέντρωση, αφοσίωση, απορρόφηση, προσεκτικός, προσπερνώ, που δεν δίνει προσοχή, που δεν δίνει σημασία, για μαζική κατανάλωση, που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή, υπό εξέταση, υπόψη, υπ' όψιν, με προϋπολογισμό, συναρπαστικά, Προσοχή Εύθραυστο!, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, Προσοχή σκύλος, σημειωτέον δε, προσοχή στο κενό, παραμέληση, αμέριστος, παραπλάνηση, διάσπαση της προσοχής, απώλεια συγκέντρωσης, επιλεκτική προσοχή, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής - υπερκινητικότητας, εκτελούνται έργα, προσοχή, επιμέλεια, φροντίδα, υπόψη, υπόψιν, εφιστώ την προσοχή σε κτ, επισημαίνω, αποσπώ την προσοχή από κτ, κρατάω το ενδιαφέρον κπ, προσέχω, τραβώ την προσοχή, διατηρώ την προσοχή κάποιου, δίνω προσοχή, προσέχω, προσέχω, δεν δίνω σημασία, δεν προσέχω, δίνω προσοχή, προσέχω, δεν δίνω σημασία σε κπ/κτ, δεν προσέχω κπ/κτ, παίρνω προληπτικά μέτρα, προσέχω, Πρόσεχε τι εύχεσαι., τραβάω την προσοχή, τραβώ την προσοχή, τραβάω το μάτι, τραβάω το βλέμμα, κάνω κπ να με προσέξει, προσέχω τη γραμμή μου, προσέχω τη φόρμα μου, εφιστώ την προσοχή κπ σε κτ, ακούω, Πρόσεχε!, έχω το νου μου, προσέχω, μελετώ, επιθεωρώ, εξετάζω, έχω το νου μου για, αποσπώ την προσοχή, απαιτώ προσοχή, αποζητώ προσοχή, προσέχω, τραβώ την προσοχή, τραβάω την προσοχή, τραβάω την προσοχή, τραβάω το ενδιαφέρον, προσέχω, έχω το νου μου για κπ/κτ, έχω το νου μου σε κτ/κπ, έχω το νου μου, αντιπαρέρχομαι, απαξιώ, αδιαφορώ για, τραβάω την προσοχή κπ, τραβάω την προσοχή κπ, απρόσεκτος, προσέχω, πρόσεχε, προσοχή, προσεκτικά, πρόσεχε!, επίκεντρο της προσοχής, επίκεντρο του ενδιαφέροντος, επίκεντρο, αποσπώ την προσοχή, ακούω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης attention
προσοχήnom féminin (concentration) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσοχήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσοχήnom féminin (soin) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'attention qu'a portée l'école aux problèmes de ma fille a été excellente. Η προσοχή που δίνει το σχολείο στις ιδιαίτερες ανάγκες της κόρης μου είναι εξαίρετη. |
το νου σου!interjection Attention ! Si tu reviens ici, j'appelle la police. |
πρόσεχε!interjection Attention ! La chaussée est verglacée, vous pourriez tomber. |
Πρόσεχε!
Attention ! Il y a une plaque de verglas devant vous. Πρόσεχε! Υπάρχει μια παγωμένη επιφάνεια μπροστά. |
σημασία, προσοχήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il ne fit pas attention aux signes avant-coureurs et quand il les vit, il était trop tard. Υπήρχαν σημάδια προβλημάτων, αλλά δεν τους έδωσε αρκετή σημασία μέχρι που ήταν πολύ αργά. |
προσοχήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les paroles du professeur sont dignes d'attention. Τα λόγια του καθηγητή είναι άξια προσοχής. |
προσοχήnom féminin (surtout au pluriel) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les clients ont été impressionnés par les attentions du personnel de l'hôtel. |
προσοχή(sur panneau,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άδειαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Puis-je avoir votre attention ? Vous avez un visiteur. Με την άδειά σας, έχετε έναν επισκέπτη. |
επίκεντρο(επίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Aujourd’hui, nous porterons notre attention sur le dernier poème de Kate. Το πιο πρόσφατο ποίημα της Κέιτ θα είναι το επίκεντρο της συζήτησης σήμερα. |
προσοχήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le premier roman du jeune auteur a concentré beaucoup d'attention. |
είδησηnom féminin (παίρνω είδηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les habitudes étranges du gentleman étaient le sujet d'une grande attention dans notre petit village. |
spoiler alert(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
εγρήγορση, επαγρύπνηση, ετοιμότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συγκέντρωση, αφοσίωση, απορρόφησηnom féminin (μτφ: σε εργασία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσεκτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je suis un conducteur prudent. Είμαι προσεκτικός οδηγός. |
προσπερνώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les clients ont snobé les tomates alors qu'elles étaient pourtant à prix réduit. Οι αγοραστές αγνόησαν τις τομάτες παρόλο που είχαν μειωμένη τιμή. |
που δεν δίνει προσοχή, που δεν δίνει σημασία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
για μαζική κατανάλωσηadjectif (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le rapport n'était pas à destiné à l'attention du grand public. |
που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπό εξέτασηlocution verbale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υπόψη, υπ' όψιν(με γενική) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με προϋπολογισμό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συναρπαστικάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Προσοχή Εύθραυστο!interjection |
στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Londres s'est retrouvée sur le devant de la scène lors des Jeux Olympiques 2012. |
Προσοχή σκύλος(pancarte) (πινακίδα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σημειωτέον δε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'attire votre attention sur l'échéance à laquelle vous devrez rendre vos travaux. |
προσοχή στο κενόinterjection (équivalent) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Faites attention à la marche en descendant du train. |
παραμέλησηnom masculin (pour un enfant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mère de Kate a été condamnée pour manque de soins. Η μητέρα της Κέιτ συνελήφθη για παραμέληση ανηλίκου. |
αμέριστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θέλω την αμέριστη προσοχή σας όσο θα λέω τους κανόνες σχετικά με τη σχολική ενδυμασία. |
παραπλάνησηnom féminin (Magie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διάσπαση της προσοχήςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'étude enquête sur l'influence de l'attention partagée sur la performance des automobilistes. |
απώλεια συγκέντρωσηςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιλεκτική προσοχήnom féminin (psychologie, psychopédagogie) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαταραχή ελλειμματικής προσοχής - υπερκινητικότηταςnom masculin (Médecine) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Les enfants souffrant de trouble du déficit de l'attention ont du mal à se concentrer. |
εκτελούνται έργα(panneau routier) (πινακίδα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσοχή, επιμέλεια, φροντίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπόψη, υπόψινpréposition (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εφιστώ την προσοχή σε κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επισημαίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'aimerais attirer votre attention sur le graphique en haut de la page 5 du rapport. |
αποσπώ την προσοχή από κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les magiciens doivent savoir quand détourner l'attention de ce qu'ils font. L'emballage tape-à-l'œil est juste une tentative pour détourner l'attention du produit de mauvaise qualité dedans. Οι μάγοι ξέρουν πώς να αποσπούν την προσοχή από αυτό που κάνουν. Η φανταχτερή συσκευασία προσπαθεί απλά να αποσπάσει την προσοχή από το κακής ποιότητας προϊόν. |
κρατάω το ενδιαφέρον κπlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les intervenants doivent sélectionner des sujets stimulants pour retenir l'attention des auditeurs. |
προσέχωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a prêté attention à tous les panneaux de signalisation, mais il s'est quand même perdu. |
τραβώ την προσοχήlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cette nouvelle voiture de sport est sûre d'attirer l'attention. |
διατηρώ την προσοχή κάποιουverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω προσοχή, προσέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'étais très attentif mais je n'ai toujours aucune idée de la manière dont le magicien a volé ta montre ! |
προσέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut tenir compte des notices de médicaments avant de les prendre. |
δεν δίνω σημασία, δεν προσέχωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίνω προσοχή, προσέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le prof de maths nous a dit qu'il fallait faire particulièrement attention aux signes négatifs. |
δεν δίνω σημασία σε κπ/κτ, δεν προσέχω κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle n'a pas prêté attention à ses singeries. |
παίρνω προληπτικά μέτραlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσέχωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fais attention où tu marches en descendant la montagne. |
Πρόσεχε τι εύχεσαι.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τραβάω την προσοχή, τραβώ την προσοχήlocution verbale (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sa voix virile attira mon attention. |
τραβάω το μάτι, τραβάω το βλέμμαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dis donc, voilà une tenue qui va attirer l'attention ! |
κάνω κπ να με προσέξει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La prestation de Laura durant le spectacle a attiré le regard des découvreurs de talent. |
προσέχω τη γραμμή μου, προσέχω τη φόρμα μουlocution verbale |
εφιστώ την προσοχή κπ σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακούωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Πρόσεχε!interjection (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Attention, un tremblement de terre vient de commencer ! Πρόσεχε, μόλις ξεκίνησε σεισμός! |
έχω το νου μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand vous conduisez l'hiver, vous devez faire attention aux plaques de verglas. Όταν οδηγείς τον χειμώνα πρέπει να προσέχεις τις παγωμένες επιφάνειες. |
προσέχωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μελετώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'ai pas eu le temps de lire attentivement ton article ce matin. Δεν είχα χρόνο να διαβάσω προσεκτικά το άρθρο σου σήμερα το πρωί. |
επιθεωρώ, εξετάζωverbe transitif (προσεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Inspectez minutieusement la voiture avant de signer le formulaire. Εξέτασε (or: επιθεώρησε) προσεκτικά το αυτοκίνητο πριν υπογράψεις τη φόρμα. |
έχω το νου μου για(à un danger) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il est important de faire attention aux serpents dangereux dans les buissons. Είναι σημαντικό να έχεις το νου σου μήπως υπάρχουν επικίνδυνα φίδια στην ύπαιθρο. Έχε το νου σου μήπως δεις καμιά θέση πάρκινγκ. |
αποσπώ την προσοχήlocution verbale (κάποιου από κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Arrête de détourner notre attention de ce qui est vraiment important. |
απαιτώ προσοχή, αποζητώ προσοχήlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cet enfant cherche sans cesse à attirer l'attention. |
προσέχωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu dois faire attention quand tu traverses une rue passante à l'heure de pointe. Πρέπει να προσέχεις όταν περνάς έναν πολυσύχναστο δρόμο σε ώρα αιχμής. |
τραβώ την προσοχή, τραβάω την προσοχήlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les vêtements voyants attirent toujours l'attention. Τα κακόγουστα ρούχα τραβούν την προσοχή. |
τραβάω την προσοχή, τραβάω το ενδιαφέρονlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω το νου μου για κπ/κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fais attention aux pickpockets quand tu es dans une foule. Dans ce quartier, il faut faire attention aux enfants qui jouent dans la rue. |
έχω το νου μου σε κτ/κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Faites attention aux serpents dans ces collines. Όταν περπατάς σ' αυτούς τους λόφους, πρέπει να έχεις το νου σου στα φίδια. |
έχω το νου μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Faites attention aux chutes de pierres le long de cette route. Έχε το νου σου για κυλιόμενα βράχια κατά μήκος αυτού του δρόμου. Δε φαίνεται να έχει χτυπήσει μετά την πτώση της αλλά θα έπρεπε να έχουμε το νου μας για σημάδια διάσεισης. |
αντιπαρέρχομαι, απαξιώ, αδιαφορώ για
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ma femme ne prête pas attention à mes suggestions. |
τραβάω την προσοχή κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τραβάω την προσοχή κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απρόσεκτος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Phyllis a été inattentive et a trébuché dans les escaliers. |
προσέχωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il fait attention à (or: veille à) bien fermer les portes à clé avant de sortir. Προσέχει να κλειδώνει πάντα την πόρτα πριν βγει έξω. |
πρόσεχε, προσοχή, προσεκτικά
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Attention ! Cette araignée pourrait être venimeuse. Πρόσεχε, αυτή η αράχνη μπορεί αν είναι δηλητηριώδης. |
πρόσεχε!interjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
επίκεντρο της προσοχής(figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La peinture fut le point de mire de l'exposition. |
επίκεντρο του ενδιαφέροντος
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Le tableau de Monet était le point de mire de la pièce. |
επίκεντροnom masculin (επίσημο: με γενική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Comment les aider devrait rester notre centre d'attention. Στην εστία του ενδιαφέροντός μας θα έπρεπε να βρίσκονται οι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να βοηθήσουμε. |
αποσπώ την προσοχή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attention στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του attention
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.