Τι σημαίνει το yard στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης yard στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του yard στο Αγγλικά.
Η λέξη yard στο Αγγλικά σημαίνει αυλή, γιάρδα, αυλή, μάντρα, μάντρα, αμαξοστάσιο, πίσω αυλή, πίσω αυλή, περίγυρος, κύκλος, πίσω, νεκροταφείο, μάντρα, κυβική γυάρδα, περιφραγμένη αυλή, μπροστινή αυλή, ξεπούλημα μεταχειρισμένων ειδών νοικοκυριού, μάντρα, ξυλαποθήκη, Σκότλαντ Γιάρντ, μάντρα, ναυπηγείο, μάντρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης yard
αυλήnoun (US (garden outside house, esp. with lawn) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The kids were playing in the yard. Τα παιδιά έπαιζαν στην αυλή. |
γιάρδαnoun (0.9144 meters) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The postbox is 100 yards down the road. Το γραμματοκιβώτιο είναι 100 γιάρδες πιο κάτω. |
αυλήnoun (UK (paved area) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The house doesn't have a garden, but it does have a small yard. Το σπίτι δεν έχει κήπο, αλλά έχει μια μικρή πλακόστρωτη αυλή. |
μάντραnoun (commerce: open area) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The factory boss told the workers to put the old machinery out in the yard to make room for the new equipment. |
μάντραnoun (agricultural) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The groom walked across the yard to the stables. |
αμαξοστάσιοnoun (station storage area) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The unused trains stood in the yard. |
πίσω αυλήnoun (rear garden) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) They sit in the backyard and read all summer. Όλο το καλοκαίρι κάθονται στην πίσω αυλή και διαβάζουν. |
πίσω αυλήnoun (UK (rear paved area) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
περίγυρος, κύκλοςnoun (figurative (own vicinity) (μτφ: συνήθως άνθρωποι) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πίσωnoun as adjective (US (in rear garden) |
νεκροταφείοnoun (slang (cemetery) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μάντραnoun (slang (place for discarded cars, planes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κυβική γυάρδαnoun (measure of volume: one yard cubed) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You can purchase sand by the cubic yard from most builders merchants. |
περιφραγμένη αυλήnoun (US (enclosed garden) We have a fenced-in yard to keep dogs from running away. |
μπροστινή αυλήnoun (garden at front of house) We have two oak trees in our front yard. The kids had a lemonade stand set up in their front yard. Έχουμε δύο βελανιδιές στην μπροστινή αυλή μας. |
ξεπούλημα μεταχειρισμένων ειδών νοικοκυριούnoun (US (sale of used items) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) They sold a lot of their old things in a garage sale. |
μάντραnoun (mainly US (place for reselling discarded items) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξυλαποθήκηnoun (where timber is stored or sold) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Σκότλαντ Γιάρντnoun (UK (London police headquarters) Let's make sure she's really missing before we get Scotland Yard involved. |
μάντραnoun (place selling salvaged metal) (μτφ: για παλιοσίδερα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ναυπηγείοnoun (place where ships are constructed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μάντραnoun (storage place for hauled-away vehicles) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του yard στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του yard
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.