Τι σημαίνει το grounds στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης grounds στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grounds στο Αγγλικά.
Η λέξη grounds στο Αγγλικά σημαίνει έδαφος, έδαφος, χώμα, περιοχή, χτήμα, κτήμα, γήπεδο, αιτία, βασίζω κτ σε κτ, εκπαιδεύω, τιμωρώ κπ απαγορεύοντας του την έξοδο, τριμμένος, κιμάς, γείωση, κατακάθι, προσαράζω, προσαράσσω, βασίζω, καθηλώνω στο έδαφος, γειώνω, προσαράζω, προσαράσσω, ρίχνω στο έδαφος, πάνω από το έδαφος, υπέργειος, βολή από αεροσκάφος προς στόχο στην στεριά, ενεργά στρατεύματα στο πεδίο της μάχης, πρωτοπορώ, καινοτομώ, εκτροφείο, πρόσφορο έδαφος, πρόσφορο έδαφος, κοιμητήριο, νεκροταφείο, καίγομαι ολοσχερώς, καίω ολοσχερώς, νεκροταφείο, χώρος κατασκήνωσης, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, προετοιμάζω το έδαφος, ξεχορταριάζω, χοντροαλεσμένος, κοινό έδαφος, κάλυψη, γήπεδο κρίκετ, απόλυτα, εντελώς, τελείως, χωματερή, γερή βάση, νερά που προσφέρονται για ψάρεμα, εξ αρχής, κερδίζω έδαφος, απογειώνομαι, ξεκινώ, υποχωρώ, παραχωρώ, κρύβομαι, τριμμένο αμύγδαλο, μοσχαρίσιος κιμάς, φυσαλίς, φυσαλίδα, φυσαλίς, φυσαλίς, φυσαλίδα, φυσαλίς, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κανέλα, απόσταση από το έδαφος, χερσαία πολεμική επιχείρηση, έλεγχος εδάφους, φυτοκάλυψη, πλήρωμα, προσωπικό εδάφους, εξαντλημένος, ισόγειο, τα χαμηλά, ισόγειος, τα χαμηλά, αρχή, χερσαίες δυνάμεις, γυαλί ματ, επίγεια εξυπηρέτηση, αστάθεια εδάφους, ατμόσφαιρα εδάφους, κατώτερο στρώμα, κατώτερο επίπεδο, ισόγειο, ισόγειο, χαμηλότερη θέση ιεραρχίας, κιμάς, βραχυκύκλωμα, πιπέρι, κάτοψη, βασικό σχέδιο, χοιρινός κιμάς, είδος μισθώματος, βασικός κανόνας, θεμελιώδης κανόνας, υπόστρωμα, μεταφορά με επίγεια μέσα, εδαφόβιος σκίουρος, προσωπικό γηπέδου, προσωπικό εδάφους, κατάσταση ελάχιστης ενέργειας, πεζικάριοι, αλεσμένος, καλώδιο γείωσης, Σημείο Μηδέν, Γκράουντ Ζήρο των Δίδυμων Πύργων της Νέας Υόρκης, επίκεντρο έκρηξης, ρηξικέλευθος, πρωτοποριακός, επαναστατικός, τελετή έναρξης εργασιών, γεωύφασμα, μπάλα στο έδαφος, υπόγεια ύδατα, υπόγεια νερά, κιμάς, κάνω δυνατό ξεκίνημα, ξεκινάω αμέσως, έδρα, οικείο περιβάλλον, στοιχείο, περιοχή κυνηγιού, περιοχή για κυνήγι, χώρος προσγείωσης, απογειώνομαι, υλοποιούμαι, πραγματοποιούμαι, καρποφορώ, χάνω έδαφος, συμβιβασμός, κιμάς, ηθική ανωτερότητα, κοντά στη γη, ουδέτερο έδαφος, ουδέτερη ζώνη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης grounds
έδαφοςnoun (surface of the earth) (επιφάνεια της γης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The coconut fell to the ground right beside us. Η καρύδα έπεσε στο έδαφος δίπλα μας. |
έδαφος, χώμαnoun (soil) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The ground here is rich in colour and minerals. Η γη εδώ είναι πλούσια σε χρώμα και μεταλλικά στοιχεία. |
περιοχήnoun (area) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) During the search, we need to cover all the ground - the whole area. Κατά την διάρκεια της αναζήτησης πρέπει να καλύψουμε ολόκληρη την περιοχή, όλη δηλαδή την έκταση. |
χτήμα, κτήμαplural noun (property associated with a house) (στην εξοχή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The grounds of the mansion extended to the river. Τα κτήματα της έπαυλης έφταναν ως το ποτάμι. |
γήπεδοnoun (usually plural (area used for sports) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We used to play football on the old school sports ground. Συνηθίζαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο στο γήπεδο του παλιού σχολείου. |
αιτίαnoun (usually plural (basis, reason) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On what grounds do you base your conclusions? The judge said she had no grounds to believe he would reoffend. Η δικαστής είπε ότι δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι θα έκανε και άλλο αδίκημα. |
βασίζω κτ σε κτ(base on) |
εκπαιδεύω(educate) (κάποιον σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The tennis pro grounded his students in the basics. Ο επαγγελματίας τενίστας έμαθε στους μαθητές του τα βασικά. |
τιμωρώ κπ απαγορεύοντας του την έξοδοtransitive verb (informal (punish by keeping indoors) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) His parents grounded him for two weeks. Για να τον τιμωρήσουν, οι γονείς του του απαγόρευσαν να βγει για δύο εβδομάδες. |
τριμμένοςadjective (subjected to grinding) (όχι κρέας) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ursula tipped the ground coffee beans into the pot. |
κιμάςadjective (US (meat: minced) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The ground beef was made into hamburgers. |
γείωσηnoun (US (electrical wire: earth) (ηλεκτρισμός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) US electrical plugs have two live pins and one ground. Οι πρίζες στις ΗΠΑ έχουν δύο ηλεκτροφόρες περόνες και μία γείωση. |
κατακάθιplural noun (coffee, drinks) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There were always some grounds left in the bottom of her coffee cup. |
προσαράζω, προσαράσσωintransitive verb (be stranded) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The ship grounded on a sand bar. |
βασίζωtransitive verb (often passive (base) (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His argument was grounded in his belief in God. |
καθηλώνω στο έδαφοςtransitive verb (prevent from flying) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The plane was grounded because of mechanical problems. |
γειώνωtransitive verb (US (electricity: connect earth wire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This connection grounds the device to keep it from shocking you. |
προσαράζω, προσαράσσωtransitive verb (often passive (strand) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The ship was grounded on a desert island. |
ρίχνω στο έδαφοςtransitive verb (American football: throw to the ground) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The quarterback grounded the ball to stop the play. |
πάνω από το έδαφοςadverb (higher than ground level) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπέργειοςadjective (higher than ground level) (λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Our neighbors have an above-ground swimming pool. |
βολή από αεροσκάφος προς στόχο στην στεριάadjective (weapon: fired by aircraft at land) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ενεργά στρατεύματα στο πεδίο της μάχηςplural noun (figurative (soldiers deployed) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πρωτοπορώ(figurative (be first to do [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She's breaking ground with her innovative approach. Πρωτοπορεί με την καινοτόμο προσέγγισή της. |
καινοτομώverbal expression (figurative (do [sth] completely new) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκτροφείοnoun (place where animals breed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The swamp was a breeding ground for many species of waterfowl. |
πρόσφορο έδαφοςnoun (figurative (place: [sth] spreads) That drug-infested neighborhood is a breeding ground for violence. |
πρόσφορο έδαφοςnoun (figurative (circumstances: [sth] spreads) Poor economic conditions created a perfect breeding ground for the revolution. |
κοιμητήριο, νεκροταφείοnoun (cemetery, graveyard) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) That native American burial ground is off-limits to visitors. |
καίγομαι ολοσχερώςverbal expression (be destroyed by fire) The house burnt to the ground. |
καίω ολοσχερώςverbal expression (destroy by fire) The fire burned the hotel to the ground. |
νεκροταφείοnoun (US (cemetery, graveyard) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The mourners accompanied the body to the burying ground. |
χώρος κατασκήνωσηςnoun (site of or for a camp) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Please put up tents only in designated campgrounds. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (area used for dumping of carcasses) |
προετοιμάζω το έδαφοςverbal expression (figurative (prepare for [sth]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεχορταριάζωverbal expression (area: rid of weeds, etc.) (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Before they could even think about building shelters, they had to clear the ground of hundreds of large rocks. |
χοντροαλεσμένοςadjective (pounded into small chunks) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) When you buy salt, you can choose from finely ground or coarsely ground. |
κοινό έδαφοςnoun (shared interests) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We started dating because we had a lot of common ground in our likes and dislikes. |
κάλυψηnoun (ground) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) These short plants provide good ground cover. |
γήπεδο κρίκετnoun (field, pitch for cricket games) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
απόλυτα, εντελώς, τελείωςadverb (informal (completely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
χωματερήnoun (literal (rubbish tip, refuse area) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The factory used its neighbor's fields as a dumping ground for its toxic waste. |
γερή βάσηnoun (figurative (secure position) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I was on firm ground in the history section of the quiz. |
νερά που προσφέρονται για ψάρεμαnoun (waters promising good fishing) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εξ αρχήςexpression (figurative (from the beginning) |
κερδίζω έδαφος(figurative (advance, make progress) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Though it's slow going we're definitely gaining ground. |
απογειώνομαιverbal expression (figurative (project: start well) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Without funding, the project will never get off the ground. |
ξεκινώverbal expression (figurative (start: a project) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I have a great idea for a business, but I'll need money to get it off the ground. |
υποχωρώ, παραχωρώ(figurative (concede, yield) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He was so stubborn he would never give ground on any argument. |
κρύβομαιverbal expression (figurative (hide, be reclusive) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τριμμένο αμύγδαλοnoun (almonds ground into a powder) |
μοσχαρίσιος κιμάςnoun (minced cattle meat) The meat for ground beef usually comes from several different cows. Το κρέας για τον μοσχαρίσιο κιμά συνήθως προέρχεται από πολλές και διαφορετικές αγελάδες. |
φυσαλίςnoun (plant: Physalis) (φυτό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυσαλίδα, φυσαλίςnoun (fruit of Physalis plant) (καρπός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυσαλίςnoun (dwarf cherry tree) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυσαλίδα, φυσαλίςnoun (fruit of dwarf cherry) (καρπός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (US (minced beefsteak) When I make hamburgers the meat I usually use is ground chuck. |
κανέλαnoun (powdered spice) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The recipe calls for one teaspoon of ground cinnamon. |
απόσταση από το έδαφοςnoun (space under vehicle) (αυτοκίνητο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The Jeep is prized by offroad driving enthusiasts for its high ground clearance. |
χερσαία πολεμική επιχείρησηnoun (warfare taking place on the ground) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The two opposing forces have started to engage in ground combat. |
έλεγχος εδάφουςnoun (airport facility) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
φυτοκάλυψηnoun (low plants) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλήρωμα, προσωπικό εδάφουςnoun (airline employees) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The ground crew safely guided the plane to the terminal gate. |
εξαντλημένοςadjective (exhausted) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ισόγειοnoun (UK (ground level of a building) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Office buildings often have shops on the ground floor. The cafeteria is on the first floor, just off the lobby. Τα κτίρια γραφείων συχνά έχουν μαγαζιά στο ισόγειο. Η καφετέρια βρίσκεται στο ισόγειο, ακριβώς έξω απ' την αίθουσα αναμονής. |
τα χαμηλάnoun (US, figurative (entry-level job) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Harry started on the ground floor and worked his way up. Ξεκίνησε από τα χαμηλά και με τη δουλειά του ανέβηκε στην ιεραρχία. |
ισόγειοςnoun as adjective (storey: at ground level) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Brian lived in a ground-floor flat. Ο Μπράιαν έμενε σε ένα ισόγειο διαμέρισμα. |
τα χαμηλάnoun as adjective (US, figurative (job: entry-level) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αρχήnoun (figurative (beginning of [sth]) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χερσαίες δυνάμειςplural noun (soldiers positioned on the ground) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) There's little chance of winning this war without the use of ground forces. |
γυαλί ματnoun (optics: polished glass) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επίγεια εξυπηρέτησηnoun (aircraft servicing between flights) (αεροσκάφος) |
αστάθεια εδάφουςnoun (subsidence) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ατμόσφαιρα εδάφουςnoun (meteorology: air near the ground) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κατώτερο στρώμα, κατώτερο επίπεδοnoun (vegetation: lowest level of plants) |
ισόγειοnoun (at the level of the ground) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Many good photos of plants are taken at ground level. |
ισόγειοnoun (floor nearest the ground) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Kitchenware is located at ground level in this store. Most buildings are entered at ground level. Τα μαγειρικά σκεύη βρίσκονται στο ισόγειο σε αυτό το μαγαζί. Τα περισσότερα κτίρια έχουν είσοδο στο ισόγειο. |
χαμηλότερη θέση ιεραρχίαςnoun (figurative (lowest level of hierarchy) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Recruits and conscripts normally enter the military at ground level. |
κιμάςnoun (finely chopped beef, lamb, etc.) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βραχυκύκλωμαnoun (US, informal (electricity: short circuit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Contact between the wires will cause a ground out. |
πιπέριnoun (milled condiment) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There's nothing like a sprinkling of fresh ground pepper to add a little zing to a salad. |
κάτοψηnoun (plan of floor of building) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βασικό σχέδιοnoun (first plan) |
χοιρινός κιμάςnoun (finely chopped pig meat) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
είδος μισθώματοςnoun (long term rent) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βασικός κανόνας, θεμελιώδης κανόναςnoun (usually plural (fundamental principle) We need to agree on some ground rules before we go any further. No smoking in your room; that's a ground rule. |
υπόστρωμαnoun (camping: cover for the ground) (κάτω από την σκηνή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We pitched camp in the dark, and forgot to lay the ground sheet - we woke up sopping wet in the morning. |
μεταφορά με επίγεια μέσαnoun (delivery by train or road) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εδαφόβιος σκίουροςnoun (animal: ground-dwelling rodent) |
προσωπικό γηπέδουnoun (employees at sports ground) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The ground staff are preparing the pitch for the football match. |
προσωπικό εδάφουςnoun (employees at airport) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The ground staff at the airport are used to dealing with delayed flights. |
κατάσταση ελάχιστης ενέργειας(physics) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πεζικάριοιplural noun (soldiers positioned on the ground) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Fighter jets provide cover for the ground troops. |
αλεσμένοςadjective (minced or pulverized) (ανάλογα με το υλικό) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Garam masala is made from ground-up spices and is used in making curries. |
καλώδιο γείωσηςnoun (electronics) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Σημείο Μηδέν, Γκράουντ Ζήρο των Δίδυμων Πύργων της Νέας Υόρκηςnoun (World Trade Center site in New York City) (09/11/2001) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The US president visited Ground Zero in New York in the wake of the September 11 attacks. |
επίκεντρο έκρηξηςnoun (explosion: impact area) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρηξικέλευθος, πρωτοποριακός, επαναστατικόςadjective (figurative (revolutionary, innovative) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He received the Nobel Prize for his groundbreaking research in genetics. Πήρε βραβείο Νόμπελ για την πρωτοποριακή του έρευνα στη γενετική. |
τελετή έναρξης εργασιώνnoun (start of building project) (κατασκευαστικού έργου) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γεωύφασμαnoun (fabric for covering ground) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπάλα στο έδαφοςnoun (baseball: rolling ball) (μπέιζμπολ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπόγεια ύδατα, υπόγεια νεράnoun (water beneath the soil) The state passed several new regulations to prevent the contamination of groundwater. |
κιμάςnoun (US (meat: ground beef) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mom needs a pound of hamburger to make meatballs. Η μαμά χρειάζεται μισό κιλό κιμά για να φτιάξει κεφτεδάκια. |
κάνω δυνατό ξεκίνημαverbal expression (informal, figurative (begin enthusiastically) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She hit the ground running when she started her new job. |
ξεκινάω αμέσωςverbal expression (informal, figurative (begin fully prepared) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This position requires someone experienced who can hit the ground running. |
έδραnoun (sports team's stadium or field) (αθλητικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οικείο περιβάλλονnoun (familiar surroundings) |
στοιχείοnoun (figurative (area of competence) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
περιοχή κυνηγιού, περιοχή για κυνήγιnoun (game-tracking area) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Officials are trying to balance conservation with access to hunting grounds. |
χώρος προσγείωσηςnoun (airfield) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απογειώνομαιverbal expression (aircraft, bird: take off) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My flight was at 5:00, but we didn't leave the ground until 6:30. |
υλοποιούμαι, πραγματοποιούμαι, καρποφορώverbal expression (figurative (plan: succeed, be put in action) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Without financing their plans would never leave the ground. |
χάνω έδαφοςverbal expression (figurative (regress, fall back) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμβιβασμόςnoun (compromise) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He wants a city break whereas I want a beach holiday, so we will have to find some middle ground. Θέλει διακοπές στην πόλη ενώ εγώ θέλω διακοπές στην θάλασσα, έτσι θα πρέπει να κάνουμε κάποιον συμβιβασμό. |
κιμάςnoun (UK (ground beef, lamb, etc.) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tom bought some fresh mince from the butcher. Ο Τομ αγόρασε λίγο φρέσκο κιμά από το χασάπη. |
ηθική ανωτερότηταnoun (superior ethical stance) |
κοντά στη γηadverb (close to the earth) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The helicopter hovered near the ground for a few minutes before finally taking off. |
ουδέτερο έδαφοςnoun (figurative (impartial area) (μεταφορικά) We agreed to meet on neutral ground. |
ουδέτερη ζώνηnoun (US (strip between highway lanes) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grounds στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του grounds
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.