Τι σημαίνει το winding στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης winding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του winding στο Αγγλικά.
Η λέξη winding στο Αγγλικά σημαίνει ελικοειδής, φιδωτός, φιδογυριστός, σπείρα, άνεμος, τυλίγω, αέρια, αέρια, αερολογία, ανάσα, ελίσσομαι, κόβω την ανάσα, τυλίγω, κουρδίζω, αυτόματο ρολόι, δρόμος με πολλές στροφές, γυριστή σκάλα, κλείσιμο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης winding
ελικοειδής, φιδωτός, φιδογυριστόςadjective (curving, sinuous) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The path leading to the top of the mountain was steep and winding. |
σπείραnoun (electrical coil) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άνεμοςnoun (moving air) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The wind is strong around skyscrapers. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Σηκώθηκε αέρας. |
τυλίγωtransitive verb (wrap or twist) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I had to wind up the kite string after we had finished playing with it. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κουβάριασε τη μάνικα και την έβαλε σε μια άκρη. |
αέριαnoun (UK, informal (gas: flatulence) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) My dog keeps letting off wind and it smells terrible. |
αέριαnoun (UK, informal (intestinal gas pains) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I've got really bad wind after eating those beans. |
αερολογίαnoun (figurative (verbiage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) That guy is all wind. You don't really believe him? Αυτά που λέει ο τύπος είναι αέρας κοπανιστός. Δε φαντάζομαι να τον πιστεύεις! |
ανάσαnoun (informal (breath) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) After getting hit so hard, the football player had the wind knocked out of him. Μετά το δυνατό χτύπημα, του ποδοσφαιριστή του κόπηκε η ανάσα. |
ελίσσομαιintransitive verb (curve) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The road winds up and down the mountain. |
κόβω την ανάσαtransitive verb (usu passive (leave breathless) (σε κάποιον άλλο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After so much running, the basketball player was winded and gasping for air. New: Δέχτηκα ένα δυνατό χτύπημα στο στήθος και μου κόπηκε ανάσα. |
τυλίγωtransitive verb (entwine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He wound the cable tightly and put it in the drawer. |
κουρδίζωtransitive verb (set mechanism of: a watch) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Before watches had batteries, you had to wind them. |
αυτόματο ρολόιnoun (automatic timepiece) |
δρόμος με πολλές στροφέςnoun (route or highway with many turns) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) There is a winding road that leads to the top of the hill. |
γυριστή σκάλαnoun (long set of spiral stairs) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The character breaks both his legs when he falls from the top of the winding staircase. |
κλείσιμοnoun (process of ending [sth]) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του winding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του winding
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.