Τι σημαίνει το wine στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wine στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wine στο Αγγλικά.

Η λέξη wine στο Αγγλικά σημαίνει κρασί, κρασί, χρώμα του κρασιού, βαρέλι, μπουκάλι κρασί, μπουκάλι κρασί, φτηνό κρασί, φτηνό κρασί, γλυκό κρασί που συνοδεύει επιδόρπιο, ντόπιο κρασί, ξηρό κρασί, ενισχυμένος οίνος, ποτήρι κρασί, κρασί, χύμα κρασί, εισαγόμενο κρασί, κρασί κόσερ, που μπορεί να καταναλωθεί από Εβραίους, κρασί που ωριμάσει σε δρύινο βαρέλι, κόκκινο κρασί, κρασί από ρύζι, κρασί από ρύζι, κρασί ροζέ, αφρώδης οίνος, γλυκό κρασί, επιτραπέζιος οίνος, παλαιωμένο κρασί, κρασί εκλεκτής σοδειάς, λευκό κρασί, προσφέρω δείπνο, μπαρ, μπουκάλι κρασιού, κελάρι για κρασιά, κάβα κρασιών, κάβα κρασιών, σαμπανιέρα, παγωνιέρα, οινοπαραγωγός περιοχή, αμπελοκαλλιέργεια, ειδικός στο κρασί, βραδιά οινογευσίας, κρασοπότηρο, σταφύλια, λίστα κρασιών, λάτρης του κρασιού, παραγωγή κρασιού, οινοπιεστήριο, βάση για μπουκάλια, κάβα, σομελιέ, γευστική δοκιμή κρασιών, εμπόριο κρασιού, εμπόριο οίνου, διακοπές οινογευσίας, ξύδι, συνδυασμός κρασιού και φαγητού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wine

κρασί

noun (drink made from grapes) (ποτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They served wine at the celebration dinner.
Σερβίρισαν κρασί στο εορταστικό δείπνο.

κρασί

noun (similar drink from other fruit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Have you ever tried apple wine?

χρώμα του κρασιού

noun (colour)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wanted the room painted blue, but he painted it wine instead.
Ήθελα το δωμάτιο μπλε, αλλά αντ΄αυτού εκείνος το έβαψε στο χρώμα του κρασιού.

βαρέλι

noun (cask in which wine is aged)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The barrels are stored in a climate-controlled warehouse to properly age the wine.
Τα βαρέλια αποθηκεύονται σε μια αποθήκη με ελεγχόμενο κλιματισμό για να παλαιώσει σωστά το κρασί.

μπουκάλι κρασί

noun (glass bottle containing wine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She brought a bottle of wine to the party.

μπουκάλι κρασί

noun (amount of wine in one bottle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A bottle of red wine contains 635 calories.

φτηνό κρασί

noun (wine of inferior quality)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Please don't give us any more of that cheap wine; last time I was ill for several days.

φτηνό κρασί

noun (inexpensive wine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γλυκό κρασί που συνοδεύει επιδόρπιο

noun (sweet wine taken with dessert)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dessert wines are far too sweet for my taste.

ντόπιο κρασί

noun (wine: of a given country)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
With advances in viticulture, England is gradually producing more domestic wine.
Με την ανάπτυξη της αμπελουργίας η Αγγλία βαθμιαία παράγει περισσότερο ντόπιο κρασί.

ξηρό κρασί

noun (wine that is not sweet)

Can you suggest a dry white wine to go with our fish? Sweet wines have a higher sugar content than dry wines.
Μπορείς να προτείνεις κάποιο ξηρό κρασί που να ταιριάζει με το ψάρι μας;

ενισχυμένος οίνος

noun (wine with brandy added)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Every night before bed he poured himself a glass of fortified wine.

ποτήρι κρασί

noun (wine served in a glass)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I like to have a glass of wine with my meal.

κρασί

noun (alcoholic drink made from grapes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χύμα κρασί

noun (inexpensive wine sold by restaurant)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The house wine is an inexpensive option if you are not sure what to choose.

εισαγόμενο κρασί

noun (wine shipped in from a foreign country)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As the quality of domestic wine has improved, sales of imported wine have declined.

κρασί κόσερ, που μπορεί να καταναλωθεί από Εβραίους

noun (wine acceptable under Jewish law)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρασί που ωριμάσει σε δρύινο βαρέλι

noun (alcoholic drink fermented in oak)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόκκινο κρασί

noun (alcoholic drink made from grapes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Red wine is supposedly good for the heart if drunk in moderation. Would you care for a glass of red wine?
Το κόκκινο κρασί υποτίθεται ότι είναι ευεργετικό για την υγεία εάν καταναλώνεται με μέτρο.

κρασί από ρύζι

noun (sake: for drinking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρασί από ρύζι

noun (mirin: for cooking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρασί ροζέ

noun (alcoholic drink: pink wine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αφρώδης οίνος

noun (wine with bubbles)

Only sparkling wines made in the Champagne region may be called "champagne". We had a light sparkling wine from the Asti region of Italy.

γλυκό κρασί

noun (wine with high sugar content)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sweet wines are usually served with dessert.

επιτραπέζιος οίνος

noun (ordinary wine to accompany food)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παλαιωμένο κρασί, κρασί εκλεκτής σοδειάς

noun (grapes from a good year)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λευκό κρασί

noun (pale alcoholic drink made from grapes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She sat at the bar drinking a glass of white wine.

προσφέρω δείπνο

verbal expression (treat to dinner and drinks)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He wined and dined her in an attempt to win her business.
Την πήγε για δείπνο με σκοπό να κερδίσει τη συνεργασία της.

μπαρ

noun (drinking establishment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the 1980s wine bars were seen as more sophisticated than the local pub.

μπουκάλι κρασιού

noun (glass bottle: for wine)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κελάρι για κρασιά

noun (underground storage space for wines)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Caves make excellent wine cellars for certain vintages.

κάβα κρασιών

noun (collection of wines)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I hear that restaurant has an excellent wine cellar.

κάβα κρασιών

noun (cupboard used as a wine cellar) (έπιπλο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σαμπανιέρα, παγωνιέρα

noun (ice bucket for chilling wine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He took the champagne out of the wine cooler and opened the bottle. We can use this plastic bucket as a wine cooler.
Έβγαλε τη σαμπάνια από την σαμπανιέρα και άνοιξε το μπουκάλι. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον πλαστικό κουβά ως σαμπανιέρα (or: παγωνιέρα).

οινοπαραγωγός περιοχή

noun (region where wine is produced)

αμπελοκαλλιέργεια

noun (vineyard-keeping and wine-making)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ειδικός στο κρασί

noun (specialist or connoisseur of wines)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βραδιά οινογευσίας

noun (wine-tasting event) (βραδινή εκδήλωση)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Συχνά χρησιμοποιείται και ο όρος flight.

κρασοπότηρο

noun (stemmed glass drinking vessel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σταφύλια

plural noun (grapes cultivated for wine-making)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

λίστα κρασιών

noun (menu of wines)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Jeremy asked the waiter for the wine list.

λάτρης του κρασιού

noun ([sb] who appreciates wine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραγωγή κρασιού

noun (production of wine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οινοπιεστήριο

(wine making)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάση για μπουκάλια

noun (holder for bottles)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Adrian took a bottle from the wine rack.

κάβα

noun (US (store that sells wine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She went to the wine shop for a bottle of Pinot Noir to have with dinner.

σομελιέ

(sommelier)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γευστική δοκιμή κρασιών

noun (event where wines are tasted)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After the reception there will be a wine tasting.

εμπόριο κρασιού, εμπόριο οίνου

noun (wine-selling business)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διακοπές οινογευσίας

noun (holiday involving wine-tasting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξύδι

noun (condiment made of fermented wine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συνδυασμός κρασιού και φαγητού

noun (matching wine to a meal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wine στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του wine

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.