Τι σημαίνει το travailler στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης travailler στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του travailler στο Γαλλικά.
Η λέξη travailler στο Γαλλικά σημαίνει εργάζομαι, δουλεύω, εξασκούμαι σε κτ, δουλειά, δουλεύω, τυλίγω, διαμορφώνω, δουλεύω, δουλεύω πάνω σε κάτι, εξασκούμαι σε κτ, εργαζόμενος, εργάζομαι, χρησιμοποιώ, πρήζω, δίνω σχήμα, χτυπάω μέχρι να ασπρίσει, μελετώ, μοχθώ, κοπιάζω, πασχίζω, σκεβρώνω, πείθω, εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ, κρατάω, δουλεύω ασταμάτητα, εργάζομαι ασταμάτητα, εύπλαστος, εργαζόμενο κορίτσι, χρησιμοποιώ, συνεργάτης, συνεργάτιδα, ιδρώνω, με τα μούτρα στη δουλειά, που δεν είναι σε θέση να εργαστεί, που εργάζεται τώρα, που δουλεύει τώρα, αυτοαπασχολούμενος, αυτοαπασχολούμενη, ελεύθερος επαγγελματίας, ανεξάρτητος επαγγελματίας, νυχτερινή βάρδια, ιδιωτικό γραφείο, φιλανθρωπικό έργο, πρωΐνή βάρδια, στύβω το μυαλό μου, υπερβάλλω, έχω λίγη δουλειά, κάνω φιλανθρωπικό έργο, εργάζομαι για κπ, δουλεύω για κπ, συνεργάζομαι, δουλεύω σαν τρελός, ξεκωλώνομαι στη δουλειά, παλεύω να κάνω κτ, το παίζω άρρωστος, δουλεύω ως σερβιτόρος, κάνω τον σερβιτόρο, εργάζομαι αργά το βράδυ, κάνω υπερωρίες, δουλεύω υπό πίεση, εργάζομαι υπό πίεση, εργάζομαι από το σπίτι, δουλεύω από το σπίτι, συνεργάζομαι, δουλεύω σκληρά, εργάζομαι εξ αποστάσεως, συνεργάζομαι με κπ, εργάζομαι στον τομέα, δουλεύω για, συνεργάζομαι, εργάζομαι για κτ, δουλεύω με επιμέλεια, συνεχίζω, μου βγαίνει το λάδι/η πίστη, δουλεύω σαν σκυλί, ξεθεώνομαι, δουλεύω ασταμάτητα πάνω σε κτ, εργάζομαι ασταμάτητα πάνω σε κτ, δουλεύω σκληρά, εργάζομαι πιο εντατικά, προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου, ασκώ τη δικηγορία, απεργώ, άδεια από τη σημαία, πιέζω τον εαυτό μου για να κάνω κτ, δουλεύω σκληρά για να κάνω κτ, δουλεύω σαν σκλάβος, δουλεύω σαν σκυλί, κοπιάζω, μοχθώ, εργάζομαι ως προσωρινός υπάλληλος, εργάζομαι ως προσωρινή υπάλληλος, δουλεύω σκληρά, δουλεύω για κπ, είμαι στέλεχος, επιμένω, εμμένω, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, εκπαιδεύω με συραγωγέα, σφυρηλατώ με κρούση, επιμένω, εμμένω, δουλεύω κτ, προσπάθεια αντιμετώπισης προβλημάτων, ελεύθερος επαγγελματίας, βραδινή βάρδια, αναγκάζω κπ να φύγει από κτ, κάνω δεύτερη δουλειά, δουλεύω ως ομάδα, -, δουλεύω υπερβολικά πολύ, άτομο που επανεκπαιδεύεται και επιστρέφει στην εργασία του μετά τη συνταξιοδότηση ή την απόλυσή του, μοχθώ, εργάζομαι σκληρά, δουλεύω σκληρά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης travailler
εργάζομαιverbe intransitif (être employé) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il travaille à la banque. Δουλεύει στην τράπεζα. |
δουλεύωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il passa la nuit à travailler. Δούλευε μέχρι αργά τη νύχτα. |
εξασκούμαι σε κτverbe transitif Travaille tes études pour piano pour améliorer ta dextérité. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αν εξασκείσαι καθημερινά στο πιάνο, σύντομα θα γίνεις πολύ καλύτερος. |
δουλειάverbe intransitif (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il travaille dans la boutique. |
δουλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On va devoir travailler tard pour finir ce projet. |
τυλίγω(agir sur) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pour ce genre d'ouvrage, il faut bien travailler le cuir. |
διαμορφώνωverbe transitif (du bois) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le menuisier travaille les pièces de bois pour en faire une table. |
δουλεύωverbe transitif (Agriculture : la terre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agriculteur travaillait la terre. |
δουλεύω πάνω σε κάτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il faut vraiment que tu fasses un travail sur ton mauvais caractère. Il faut vraiment que je fasse un travail sur ma patience. Πρέπει πραγματικά να δουλέψεις πάνω στο να συγκρατείς τα νεύρα σου. |
εξασκούμαι σε κτ
Les enfants de six ans se sont entraînés (or: se sont exercés) à écrire la lettre C. Τα εξάχρονα εξασκήθηκαν στη γραφή του γράμματος C. |
εργαζόμενος(εργοδοτούμενος) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il travaille maintenant. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν μπορώ να ξενυχτάω, εργαζόμενος άνθρωπος! |
εργάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je vis ici depuis que je travaille. Ζω εδώ από τότε που εργάστηκα για πρώτη φορά. |
χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stefan est un artisan qui travaille le fer et l'or. |
πρήζω(figuré) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίνω σχήμαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je vais travailler (or: ouvrager) cette pièce jusqu'à ce qu'elle ait la forme voulue. |
χτυπάω μέχρι να ασπρίσειverbe transitif (Cuisine) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pour faire ce gâteau, il faut d'abord travailler (or: battre) le beurre avec le sucre. |
μελετώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si tu veux avoir de bonnes notes, tu dois étudier (or: travailler). Αν θέλεις υψηλούς βαθμούς πρέπει να διαβάσεις. |
μοχθώ, κοπιάζω, πασχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Θα εκπλαγείς από το τι είναι εφικτό αν κοπιάσεις. |
σκεβρώνω(ξύλο, από υγρασία) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le bois s'était déformé et ne pouvait plus être utilisé comme matériel de construction. Το ξύλο είχε σκεβρώσει και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πλέον ως κατασκευαστικό υλικό. |
πείθωverbe transitif (familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mike ne veut pas venir avec nous, mais je le travaille au corps. Ο Μάικ δε θέλει να έρθει μαζί μας αλλά θα τον πείσω. Ο σύζυγός μου δεν αφήνει την κόρη μου να χρησιμοποιήσει βερνίκι νυχιών αλλά θα τον πείσω. |
εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pour le moment je travaille comme (or: en tant que) serveuse dans un bar à cocktails, mais je veux devenir actrice. |
κρατάωverbe transitif (employeur) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le patron les a fait travailler jusque tard dans la nuit. |
δουλεύω ασταμάτητα, εργάζομαι ασταμάτητα(familier) |
εύπλαστος(υλικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le PVC est un matériau malléable qui peut facilement être plié et coupé. |
εργαζόμενο κορίτσι
Και οι πέντε κόρες μου εργάζονται τώρα. |
χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνεργάτης, συνεργάτιδα
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
ιδρώνω(figuré) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Certains étudiants ont trouvé le travail facile, mais pas Nathan ; il a dû suer. |
με τα μούτρα στη δουλειά(μτφ, καθομιλουμένη) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Miguel travaillait dur sur son projet d'histoire. |
που δεν είναι σε θέση να εργαστείlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που εργάζεται τώρα, που δουλεύει τώρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il ne travaille pas en ce moment, mais il doit passer plusieurs entretiens d'embauche la semaine prochaine. Αυτή την περίοδο δεν εργάζεται, αλλά έχει αρκετές συνεντεύξεις την επόμενη εβδομάδα. |
αυτοαπασχολούμενος, αυτοαπασχολούμενη(εργαζόμενος χωρίς εργοδότη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Charlotte aimait travailler à son compte parce qu'elle était son propre patron et qu'elle pouvait travailler de chez elle. |
ελεύθερος επαγγελματίας, ανεξάρτητος επαγγελματίας
|
νυχτερινή βάρδια
Les personnes qui travaillent de nuit ont souvent du mal à adapter leurs horaires de sommeil. |
ιδιωτικό γραφείο
|
φιλανθρωπικό έργοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πρωΐνή βάρδια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le poste de jour commence à 5 h 30 du matin. |
στύβω το μυαλό μου(familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il faut que nous fassions travailler nos méninges pour résoudre ce problème. |
υπερβάλλωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il travaille comme un fou, faisant trois heures supplémentaires chaque nuit. |
έχω λίγη δουλειά(magasins) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω φιλανθρωπικό έργο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εργάζομαι για κπ, δουλεύω για κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεργάζομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si nous travaillons en équipe, nous finirons beaucoup plus tôt. |
δουλεύω σαν τρελός(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεκωλώνομαι στη δουλειάverbe intransitif (familier) (αργκό, χυδαίο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ma sœur travaille comme une folle pour nourrir sa famille. |
παλεύω να κάνω κτ(μτφ: προσπαθώ σκληρά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il travaille dur à améliorer sa brasse coulée. |
το παίζω άρρωστος(un peu vieilli) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δουλεύω ως σερβιτόρος, κάνω τον σερβιτόροlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εργάζομαι αργά το βράδυlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω υπερωρίες
|
δουλεύω υπό πίεση, εργάζομαι υπό πίεσηlocution verbale (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργάζομαι από το σπίτι, δουλεύω από το σπίτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεργάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous finirons plus vite ce travail si nous travaillons ensemble. |
δουλεύω σκληρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand on étudie en vue de ses examens, il est important de travailler dur. |
εργάζομαι εξ αποστάσεως
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνεργάζομαι με κπ
|
εργάζομαι στον τομέα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mon mari travaille dans la comptabilité et je travaille dans les services techniques. Ο σύζυγός μου εργάζεται στο τομέα της λογιστικής και εγώ εργάζομαι στον τομέα της συντήρησης. |
δουλεύω για
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je travaille pour le gouvernement. Δουλεύω για την κυβέρνηση. |
συνεργάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cela fait maintenant huit ans que je travaille avec Debbie. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Συνεργάζομαι με την ομάδα πωλήσεων. Παρακαλώ να συνεργαστείς με τους γείτονές σου για να μειώσετε την εγκληματικότητα στη γειτονιά. |
εργάζομαι για κτ
Gary travaille pour décrocher une licence. |
δουλεύω με επιμέλεια
|
συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μου βγαίνει το λάδι/η πίστη, δουλεύω σαν σκυλί, ξεθεώνομαι(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il a trimé toute la semaine sur son devoir mais il l'a rendu à temps. Του βγήκε η πίστη με την εργασία όλη την εβδομάδα αλλά την ετοίμασε στην ώρα της. |
δουλεύω ασταμάτητα πάνω σε κτ, εργάζομαι ασταμάτητα πάνω σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δουλεύω σκληρά(familier) (πάνω σε κτ) |
εργάζομαι πιο εντατικά
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut absolument travailler sur ce dossier. Nous sommes très en retard. |
ασκώ τη δικηγορία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sean est avocat depuis cinq ans. |
απεργώlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
άδεια από τη σημαία(καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιέζω τον εαυτό μου για να κάνω κτ(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δουλεύω σκληρά για να κάνω κτlocution verbale (familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δουλεύω σαν σκλάβος, δουλεύω σαν σκυλί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η Τζάνετ δούλεψε σαν σκλάβος για την εργασία της και πήρε άριστα. |
κοπιάζω, μοχθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les travailleurs ont travaillé dur dans les champs toute la journée. Οι εργάτες κόπιαζαν όλοι μέρα στα χωράφια. |
εργάζομαι ως προσωρινός υπάλληλος, εργάζομαι ως προσωρινή υπάλληλος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les étudiants font souvent de l'intérim lors de leurs vacances universitaires. |
δουλεύω σκληρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δουλεύω για κπ
|
είμαι στέλεχος(dans une entreprise) (με γενική: όχι για άτομο) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Είμαι στέλεχος της ομάδας πωλήσεων. |
επιμένω, εμμένω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce podologue a travaillé d'arrache-pied sur mon cas et aujourd'hui, grâce à lui, je n'ai plus de mycoses. |
πέφτω με τα μούτρα σε κτ(καθομ, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si tu veux finir ton roman, il faudra que tu travailles dessus d'arrache-pied tous les jours. |
εκπαιδεύω με συραγωγέαlocution verbale (Équitation) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Προκειμένου να βεβαιωθώ πως θα είμαι ασφαλής πάνω στο άλογο, έπρεπε πρώτα να το εκπαιδεύσω με συραγωγέα. |
σφυρηλατώ με κρούση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιμένω, εμμένω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δουλεύω κτ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La série est un grand succès et ses auteurs travaillent déjà sur la deuxième saison. Η σειρά έγινε μεγάλη επιτυχία και οι σεναριογράφοι δουλεύουν ήδη τον δεύτερο κύκλο. |
προσπάθεια αντιμετώπισης προβλημάτων(figuré) (Η/Υ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το σύστημα του υπολογιστή είναι τόσο χάλια που αφιερώναμε τον περισσότερο χρόνο μας στην προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων. |
ελεύθερος επαγγελματίας
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) Avant, je travaillais dans un grand groupe, mais je suis désormais travailleur indépendant. Παλιά εργαζόμουν για μια μεγάλη εταιρεία αλλά τώρα είμαι ελεύθερος επαγγελματίας. |
βραδινή βάρδια
|
αναγκάζω κπ να φύγει από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω δεύτερη δουλειά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Notre entreprise paie si mal que la moitié du personnel a un deuxième travail. |
δουλεύω ως ομάδα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
-(figuré, familier) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) J'ai dû travailler mon patron au corps pour obtenir une augmentation. Έλεγα, έλεγα μέχρι που έπεισα το αφεντικό μου να μου δώσει αύξηση. |
δουλεύω υπερβολικά πολύ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'étudiant avait tellement retravaillé sa dissertation qu'elle n'avait plus de sens. |
άτομο που επανεκπαιδεύεται και επιστρέφει στην εργασία του μετά τη συνταξιοδότηση ή την απόλυσή τουnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μοχθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εργάζομαι σκληρά, δουλεύω σκληρά
Les paysans au Moyen âge passaient leur vie à travailler dur. Οι χωρικοί του Μεσαίωνα περνούσαν όλη τους τη ζωή μοχθώντας. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του travailler στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του travailler
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.