Τι σημαίνει το sujet στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sujet στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sujet στο Γαλλικά.
Η λέξη sujet στο Γαλλικά σημαίνει θέμα, υποκείμενο, υποκείμενο, σωρός, υποκείμενο, υπήκοος, υποκείμενο, υποκείμενο, θέμα, υπό συζήτηση θέμα, θέμα, θέμα, αντικείμενο, θέμα, είδηση, αντίγραφο διαγωνίσματος, θέμα, αντικείμενο, θέμα, θέμα, θέμα, θέμα, ζήτημα, πρόταση, υποκείμενος, ίσως, σε σχέση κπ/κτ, παράπονο, αναφορικά με, όσον αφορά, σχετικά με, σε σχέση με, πάνω σε, σχετικά με, αναφορικά με, όποιος, γκρίνια, μουρμούρα, αφορώ, αφορώ, βγαίνω εκτός θέματος, για, σχετικά με, μη ξηραντικός, τίθεμαι προς συζήτηση, δεν ισχύει, εκτός πεδίου εφαρμογής, που μπορεί ν' αλλάξει χωρίς προειδοποίηση, εκτός θέματος, σε αυτό το θέμα, άσχετος με, όσον αφορά, σχετικά με, αναφορικά με, το προφανές, λόγος ανησυχίας, σημαντικό θέμα, δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμα, μήλο της έριδας, αμφιλεγόμενη υπόθεση, ευαίσθητο ζήτημα, κουτσομπολιό, αμφιλεγόμενο θέμα, θέμα προς συζήτηση, που έχει ροπή σε εθισμό, καυτό θέμα, καυτό ζήτημα, σημείο αντιπαράθεσης, σημείο διαφωνίας, εν λόγω θέμα, αντωνυμία σε ονομαστική, θέμα κοινής αποδοχής, καυτό θέμα, καυτό θέμα, θέμα που συζητούν όλοι, δευτερεύον θέμα, σχετικά, αναφορικά με κτ, σχετικά με κτ, αναφορικά, σχετικά, τι, -, κάνεις, κάνει, αλλάζω θέμα, μου πέφτει λόγος σε κτ, έχω λόγο σε κτ, εξετάζω επιφανειακά, ξαναμπαίνω σε πρόγραμμα, παρεκκλίνω, μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ, που επιδέχεται συζήτηση, για τον οποίο χωράει συζήτηση, αμφιλεγόμενος αμφισβητούμενος, αμφισβητήσιμος, σε διαμάχη, εκτός θέματος, επιρρεπής σε κτ, συνεχίζοντας, ουσία, φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημα, βασικό θέμα, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα, με λούζει κρύος ιδρώτας όταν σκέφτομαι κτ, εκφράζω έντονα τη γνώμη μου για κτ, βολιδοσκοπώ, μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ, ανησυχώ για κτ/κπ, κοροϊδεύω, περιγελώ, ροπή προς τον εθισμό, τάση προς τον εθισμό, προκαλώ κπ σχετικά με κτ, διαφωνώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sujet
θέμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quel est le sujet de ce livre ? Τι θέμα έχει αυτό το βιβλίο; |
υποκείμενοnom masculin (Grammaire) (γραμματική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En général, le sujet se place avant le verbe en anglais. Το υποκείμενο συνήθως έρχεται πριν από το ρήμα στα αγγλικά. |
υποκείμενοnom masculin (Médecine) (κλινικής μελέτης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le sujet essaya de rester tranquille pendant que les docteurs l'examinaient. |
σωρόςnom masculin (cadavre) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le pathologiste examina le sujet minutieusement. |
υποκείμενοnom masculin (επιστημονικά: άνθρωπος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Chers étudiants, examinez bien le sujet et dites-moi ce que vous pensez. |
υπήκοοςnom masculin (vassal) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Les Anglais sont les sujets de leur reine. |
υποκείμενοnom masculin (Logique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dans une proposition, le terme en première position est généralement qualifié de sujet. |
υποκείμενοnom masculin (personne : objet d'étude) (μελέτης, πειράματος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θέμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le sujet de la conversation l'ennuyait. Έβρισκε το θέμα της συζήτησης πολύ ανιαρό. |
υπό συζήτηση θέμαnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Le sujet de la conférence est le traitement des eaux usées. Το θέμα της σημερινής διάλεξης είναι η μόλυνση των υδάτων. |
θέμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le livre faisait plusieurs digressions et s'éloignait souvent du sujet principal. |
θέμα, αντικείμενοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θέμαnom féminin (d'un examen) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'enseignante a écrit le sujet sur le tableau et a demandé à tous les étudiants de rédiger une dissertation sur celui-ci, à remettre lors du prochain cours. Ο δάσκαλος έγραψε το θέμα στον πίνακα και ζήτησε από όλους τους μαθητές να γράψουν μια έκθεση πάνω στο θέμα για το επόμενο μάθημα. |
είδησηnom masculin (journalisme) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les ouragans font de bons sujets de reportage. |
αντίγραφο διαγωνίσματοςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θέμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le premier sujet développé aujourd'hui sera sur la mode de cette saison. Το πρώτο θέμα της εκπομπής σήμερα είναι μια ματιά στη μόδα αυτής της σεζόν. |
αντικείμενο, θέμαnom masculin (d'une discussion) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'objet de cette discussion est les résultats scolaires d'Alan cette année. |
θέμαnom masculin (Scolaire) (έκθεσης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θέμα(υπόθεση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le thème du livre était que le bien triomphe du mal. Κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι ο θρίαμβος του καλού επί του κακού. |
θέμα, ζήτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je ne veux vraiment pas parler de cette affaire pour le moment. Πραγματικά δε θέλω να συζητήσω αυτό το θέμα (or: ζήτημα) αυτήν τη στιγμή. |
πρόταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La question sera soumise au vote à la réunion de la municipalité. |
υποκείμενος(maladie) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Elle est sujette aux infections respiratoires. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι πιθανό να γίνουν αλλαγές της τελευταίας στιγμής στο πρόγραμμα. |
ίσωςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nous n'arriverons peut-être pas à les convaincre. Ίσως δεν καταφέρουμε καν να τους πείσουμε. |
σε σχέση κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παράπονο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Molly avait toujours un grief à l'encontre de quelqu'un. Η Μόλλυ πάντα είχε ένα παράπονο για κάποιον. |
αναφορικά με, όσον αφορά, σχετικά με, σε σχέση με, πάνω σε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il a écrit une lettre sur ce problème. Έγραψε ένα γράμμα αναφορικά με το πρόβλημα. |
σχετικά με, αναφορικά με
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όποιος(και αν/να κάνει κτ) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Quiconque aura le poste de PDG aura, je l'espère, le respect de tout le personnel. Όποιος κι αν γίνει ο νέος Διευθύνων Σύμβουλος, ελπίζω ότι το προσωπικό θα τον σεβαστεί. |
γκρίνια, μουρμούρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Τι αφορά αυτό το τηλεφώνημα; |
αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je suis allé à la bibliothèque pour chercher un livre sur les insectes. Πήγα στη βιβλιοθήκη να βρω ένα βιβλίο για τα έντομα. |
βγαίνω εκτός θέματος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le professeur nous a dit que nous devions parler d'un sujet pendant 2 minutes sans en dévier. |
για(thème) Je voudrais te parler de ton avenir. Θα ήθελα να σου μιλήσω για (or: σχετικά με) το μέλλον σου. |
σχετικά με(à propos de) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je recherche un livre sur les orchidées. |
μη ξηραντικόςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τίθεμαι προς συζήτηση(conditions,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu n'iras pas à la fête : ce n'est pas négociable ! |
δεν ισχύειadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκτός πεδίου εφαρμογής(Affaires,....) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που μπορεί ν' αλλάξει χωρίς προειδοποίησηlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκτός θέματος
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σε αυτό το θέμαadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άσχετος με(sans relation) Savoir s'il est marié ou pas n'est pas la question. Το αν είναι παντρεμένος ή όχι είναι άσχετο. |
όσον αφορά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχετικά με, αναφορικά με
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je vous écris au sujet du comportement de votre fils en classe. Σας γράφω σχετικά με τη συμπεριφορά του γιου σας στην τάξη. |
το προφανές
|
λόγος ανησυχίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) L'épidémie de méningite est devenue un sujet d'inquiétude pour les responsables de santé publique. |
σημαντικό θέμα
Je ne peux pas jouer avec toi maintenant ; j'ai des sujets importants à traiter. |
δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμαadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Glisser sur du verglas, c'est sérieux : on peut se casser le cou. |
μήλο της έριδας(figuré) (μεταφορικά) |
αμφιλεγόμενη υπόθεσηnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευαίσθητο ζήτημαnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'impuissance est un sujet délicat dont beaucoup d'hommes ont du mal à parler. |
κουτσομπολιόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αμφιλεγόμενο θέμα
L'utilité de l'éducation sexuelle des adolescents dans le but de réduire le nombre de grossesses non désirées est un point discutable. |
θέμα προς συζήτησηnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
που έχει ροπή σε εθισμόadjectif (άτομο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καυτό θέμα, καυτό ζήτημαnom masculin (μεταφορικά) |
σημείο αντιπαράθεσης, σημείο διαφωνίας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εν λόγω θέμαnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Revenons au sujet qui nous intéresse. |
αντωνυμία σε ονομαστικήnom masculin (γραμματική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θέμα κοινής αποδοχής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καυτό θέμα(figuré, familier) |
καυτό θέμαnom masculin (μεταφορικά) |
θέμα που συζητούν όλοι(chose, événement) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δευτερεύον θέμα
|
σχετικάpréposition (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ils ont reçu 500 lettres de plainte concernant les scènes violentes de la pièce. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δέχτηκαν 500 επιστολές διαμαρτυρίας σχετικά με τις σκηνές βίας του έργου. |
αναφορικά με κτ, σχετικά με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous devons avoir une discussion au sujet de l'emploi du temps la semaine prochaine. Πρέπει να συζητήσουμε αναφορικά (or: σχετικά) με το πρόγραμμα την επόμενη βδομάδα. |
αναφορικά, σχετικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) À propos de ton séjour : tu sais quand tu arriveras ? Αναφορικά (ή: Σχετικά) με την επίσκεψή σου, ξέρεις πότε θα φτάσεις; |
τι
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Que veux-tu manger ? Τι θέλεις να φας; |
-(le plus soutenu) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ta mère sait-elle où tu es ? Ξέρει η μητέρα σου πως είσαι εδώ; |
κάνεις(question) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνει(question) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αλλάζω θέμαlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Changeons de sujet et parlons de quelque chose de moins déprimant. |
μου πέφτει λόγος σε κτ, έχω λόγο σε κτlocution verbale (familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tout le monde a eu son mot à dire dans la prise de décision. |
εξετάζω επιφανειακάlocution verbale L'auteur ne fait toujours qu'effleurer le problème de la vie. |
ξαναμπαίνω σε πρόγραμμαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρεκκλίνω(φεύγω από το θέμα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle digresse si souvent que l'on oublie ce qu'elle racontait. |
μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les deux frères n'arrêtent pas de disputer pour savoir lequel est le meilleur au basket. |
που επιδέχεται συζήτηση, για τον οποίο χωράει συζήτηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αμφιλεγόμενος αμφισβητούμενος, αμφισβητήσιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο σε αυτή τη διαφωνία είναι αμφιλεγόμενο θέμα. |
σε διαμάχη(με κπ για κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je suis en litige avec mon voisin pour savoir qui de lui ou de moi doit réparer la clôture. |
εκτός θέματοςadverbe (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
επιρρεπής σε κτ
Mon frère est peu enclin à prendre des risques. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. · |
συνεχίζονταςlocution adverbiale (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
ουσία(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La religion est toujours un sujet à controverse. |
βασικό θέμα, κεντρικό θέμα, κύριο θέμαnom masculin Le sujet principal de cette réunion est le déménagement de nos bureaux. |
με λούζει κρύος ιδρώτας όταν σκέφτομαι κτverbe pronominal (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mia s'est fait du mauvais sang au sujet de son devoir parce qu'elle pensait qu'elle ne le finirait pas à temps. |
εκφράζω έντονα τη γνώμη μου για κτverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βολιδοσκοπώ(σχετικά με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a dit qu'il voulait me sonder sur sa dernière idée d'entreprise. Είπε ότι ήθελε να με βολιδοσκοπήσει σχετικά με την τελευταία επιχειρηματική ιδέα του. |
μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ(enfants surtout) Ma famille passe son temps à se chamailler à propos de n'importe quoi. |
ανησυχώ για κτ/κπ
Nous nous inquiétons pour ta représentation. Je m'inquiète au sujet de la hausse du chômage dans le pays. Ανησυχούμε για την απόδοση σου. Ανησυχώ για την αύξηση της ανεργίας στη χώρα. |
κοροϊδεύω, περιγελώ(κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Charles Darwin était raillé par le clergé du XIXe siècle pour sa théorie de l'évolution. |
ροπή προς τον εθισμό, τάση προς τον εθισμόlocution adjectivale (για άνθρωπο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il est sujet à la dépendance et cela lui a causé des problèmes avec l'alcool et les drogues. |
προκαλώ κπ σχετικά με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαφωνώ(με κάποιον για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alison n'était pas d'accord avec Mike sur le meilleur moyen de faire obéir leur fille. Η Άλισον διαφώνησε με τον Μάικ όσον αφορά τον καλύτερο τρόπο για να πειθαρχηθεί η κόρη τους. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sujet στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του sujet
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.