Τι σημαίνει το su στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης su στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του su στο ισπανικά.
Η λέξη su στο ισπανικά σημαίνει τους, του, σου, δικός της, του, του, δικός σου, Σούζυ, σου, σου, δύσκολος, διαλέγω, πιάνω την καλή, μπιραρία-ζυθοποιία, βρετανική Κρατική Υπηρεσία Εκδόσεων, κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω, επανασυσκευάζω, εκφράζομαι εναντίον κπ/κτ, τακτοποιώ, βάζω στην άκρη, μοναδικός, ιδιαίτερος, κάνω πάρτυ, ίδιος, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, για, ανθίζω, χωρίζω, που έχει σώας τας φρένας, -, που αξίζει το βάρος του σε χρυσό, πρωτοποριακός, σε πλήρη δράση, που είναι στα συγκαλά σου, που έχει τα μυαλά στο κεφάλι του, μη έχων σώας τας φρένας, έξω από τα νερά μου, του γούστου μου, μεταξύ των πρώτων, πλήρως χρηματοδοτούμενος, κπ που προσέχει την εικόνα του/της, αυτοδημιούργητος, που δεν έχει σώας τας φρένας, που έχει σώας τας φρένας, κυρίως, ολόκληρος, με τον δικό μου τρόπο, στη θέση μου, κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου, αντίθετα προς τη θέληση του, όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, όταν σου κάνει κέφι, στη διάθεση σου, μόνος σου, στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του, όταν έρθει ο καιρός, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, με τον καιρό, σε πένθος, στη θέση του, σε ετοιμότητα, προς όφελος, στην φροντίδα σου, υπό την κηδεμονία σου, υπό τον έλεγχο, υπό τον έλεγχο, με άδεια, με έγκριση, με την άδεια σου, σε μικρή εμβέλεια, όταν έρθει η ώρα, έτσι για να ξέρεις, για να ξέρεις, με τον ρυθμό μου, με τον δικό μου ρυθμό, με δική σας ευθύνη, αντί για, συνολικά, σε σαββατική άδεια, κυρίως, στη διάθεση σου, στη διάθεσή σου ανά πάσα στιγμή, όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, σε απάντηση της ερώτησης σου, συνολικά, γενικά, Τι δουλειά κάνεις;, Με τι ασχολείσαι;, στο καθήκον, αναμένω την απάντησή σας, αναμένω απάντησή σας, θα 'ρθει και σένα η σειρά σου, όλοι μαζί, χαμένος στις σκέψεις του, Στην υγειά σου!, όλα στην ώρα τους, με την ησυχία μου, αγαπημένος, κύριε δικαστά, άτομο που μετακινείται από το σπίτι στη δουλειά, δεσποσύνη, εξωτερικός συνεργάτης, που δεν κρατάει το λόγο του, που πατάει το λόγο του, υποστηρικτλης των βιτζιλαντών, στο στοιχείο μου, ελεύθερο πουλί, πεδίο, φάσμα, πλαίσιο, νέα πνοή, όρεξη για ζωή, διδακορικός φοιτητής, μοναδικός, ιδιαίτερος, κοινωνική πίεση, βραβείο καλύτερου εκπροσώπου ράτσας, βραβείο καλύτερου στην κατηγορία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης su
τους(antes de sustantivo) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Es su perro. Είναι ο σκύλος τους. |
του(antes de sustantivo) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Alguien dejó su bolígrafo aquí. Κάποιος/α άφησε το στυλό του/της εκεί. |
σου(tuteo, voseo) (ενικός) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) ¿Este es tu perro? Αυτός είναι ο σκύλος σας; |
δικός της(antes de sustantivo) (κτητική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Este es su libro, no el mío. Αυτό είναι το βιβλίο της, όχι το δικό μου. |
του(antes de sustantivo) Me gusta su sombrero nuevo. Μου αρέσει το καινούριο του καπέλο. |
του(antes del sustantivo) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Un perro debe dormir siempre en su propia cama. Ο σκύλος πρέπει πάντα να κοιμάται στο δικό του κρεβάτι. |
δικός σου(ως επιθετικός προσδιορισμός) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Cuando miro tus ojos me quedo sin palabras. |
Σούζυ
(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
σου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δύσκολος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hacer masa madre es complicado al principio, pero fácil una vez que le agarras la mano. Το να φτιάξεις ψωμί με προζύμι είναι δύσκολο στην αρχή, αλλά εύκολο μόλις πάρεις το κολάι. |
διαλέγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιάνω την καλή(βγάζω πολλά χρήματα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se enriquecieron el año pasado comprando edificios de departamentos. |
μπιραρία-ζυθοποιία
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βρετανική Κρατική Υπηρεσία Εκδόσεων(sigla en inglés) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando finalizaba la velada, la orquesta tocó un vals de cierre. Καθώς τελείωνε η βραδιά, η ορχήστρα έπαιξε ένα τελευταίο βαλς. |
επανασυσκευάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No me gustó la cámara, así es que la voy a reempacar para devolverla. |
εκφράζομαι εναντίον κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mucha gente denuncia la violencia doméstica. |
τακτοποιώ, βάζω στην άκρη
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi padre me pidió que ordenara mi ropa. Ο μπαμπάς μου μου είπε να τακτοποιήσω τα ρούχα μου. |
μοναδικός, ιδιαίτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esta está hecha a mano, una pieza de joyería única. |
κάνω πάρτυ(coloquial, figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La revelación de la vida amorosa del Primer Ministro fue un banquete para los tabloides. Οι φυλλάδες έκαναν πάρτυ με την αποκάλυψη για την ερωτική ζωή του πρωθυπουργού. |
ίδιος(enfático) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Mi madre misma fue la que me lo dijo. Από τη μητέρα μου το έμαθα, η ίδια μου το είπε. |
ολοκληρώνομαι, τελειώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La historia concluye cuando el héroe rescata a los chicos. |
για(προτιμήσεις) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Para mí, la película fue demasiado larga. Αυτή η ταινία παραήταν μεγάλη για μένα. |
ανθίζω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jane ha crecido mucho desde que comenzó la secundaria. Η Τζέιν έχει πραγματικά εξελιχθεί από τότε που άρχισε το γυμνάσιο. |
χωρίζω(sin papeles) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pareja se separó después de cinco años de matrimonio. |
που έχει σώας τας φρέναςlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estando en mi sano juicio, por la presente lego todas mis posesiones a mi marido e hija. |
-locución adverbial (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Sigue intentándolo; el primer premio está a tu alcance. Συνέχισε την προσπάθεια. Μπορείς εύκολα να κερδίσεις το πρώτο βραβείο. |
που αξίζει το βάρος του σε χρυσόlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Para quienes usan mucho Internet, la conexión de banda ancha vale su peso en oro. |
πρωτοποριακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La compañía se enorgullece de ofrecer productos avanzados para su tiempo en el mercado. Η εταιρεία υπερηφανεύεται που εισάγει στην αγορά προϊόντα που είναι πρωτοποριακά για την εποχή τους. |
σε πλήρη δράσηlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La fiesta estaba en su máximo esplendor cuando llegué; todos estaban pasándola genial. |
που είναι στα συγκαλά σου, που έχει τα μυαλά στο κεφάλι τουlocución adjetiva (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nadie en su sano juicio se arriesgaría a andar en moto sin usar casco. |
μη έχων σώας τας φρέναςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sus abogados alegan que es inocente porque no estaba en su sano juicio. |
έξω από τα νερά μουlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El chico de pueblo no estaba en su elemento cuando fue a visitar la ciudad de New York. No me gustó la fiesta, estaba llena de fanáticos del fútbol y no estaba en mi elemento. Το αγόρι από την επαρχία ήταν έξω από τα νερά του όταν επισκέφτηκε την πόλη της Νέας Υόρκης. Δεν πέρασα ωραία στο πάρτι - ήταν γεμάτο από οπαδούς του ποδοσφαίρου και ένιωσα λίγο έξω από τα νερά μου. |
του γούστου μουlocución adverbial (ανεπίσημο) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Me temo que el color verde no es a mi gusto, prefiero el azul. |
μεταξύ των πρώτωνlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se graduó entre los primeros de su clase y fue aceptado en una universidad prestigiosa. |
πλήρως χρηματοδοτούμενοςlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κπ που προσέχει την εικόνα του/τηςlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La mayoría de los atletas profesionales cuidan su imagen y evitan los escándalos públicos. |
αυτοδημιούργητοςlocución adjetiva (πέτυχε χωρίς βοήθεια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που δεν έχει σώας τας φρένας(voz latina) (καθαρεύουσα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει σώας τας φρένας(voz latina) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κυρίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Las nubes están formadas en gran parte de agua. Τα σύννεφα αποτελούνται κυρίως από νερό. |
ολόκληροςlocución adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leyó el libro en su totalidad durante el viaje. Διάβασε ολόκληρο το βιβλίο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. |
με τον δικό μου τρόπο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Todas las islas griegas son únicas a su manera. |
στη θέση μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El ladrón devolvió la pulsera a su sitio. |
κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου(tuteo, voseo) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) ¿Según tu opinión, la gente en esta zona es de mente abierta? |
αντίθετα προς τη θέληση τουlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Llevaron a Abby a la cabaña en el bosque contra su voluntad. |
όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, όταν σου κάνει κέφι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Puedes terminar el trabajo cuando te venga bien. |
στη διάθεση σου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Estoy a tu servicio. |
μόνος σουlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Dejó la casa paterna y se fue a vivir por su cuenta. |
στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα τουlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En el fondo de su corazón sabía que lo que había hecho estaba mal. |
όταν έρθει ο καιρός, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, με τον καιρό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A su debido tiempo, podremos olvidarnos de esto. |
σε πένθοςlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nunca se recuperó de la muerte de su esposa y finalmente se suicidó mientras estaba en duelo. |
στη θέση τουlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El artista puso todo su equipo en su lugar y empezó una nueva pintura. Ο καλλιτέχνης τοποθέτησε τα σύνεργα στη θέση τους και ξεκίνησε ένα νέο πίνακα. |
σε ετοιμότηταlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Constaté que todos estaban en su puesto y di la orden de comenzar. |
προς όφελοςlocución preposicional (με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es por su propio interés que debe obedecer todo lo que yo le diga. |
στην φροντίδα σου, υπό την κηδεμονία σουlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υπό τον έλεγχοlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El comandante era responsable por todas las tropas bajo su mando. |
υπό τον έλεγχοlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με άδεια, με έγκριση
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με την άδεια σουlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε μικρή εμβέλειαlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El carro pasó por el barro pringando a todos a su alrededor. |
όταν έρθει η ώρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Tu ascenso llegará a su debido tiempo; antes debes demostrar tu valía. Θα πάρεις προαγωγή όταν έρθει η ώρα, πρώτα πρέπει ν' αποδείξεις την αξία σου. |
έτσι για να ξέρεις, για να ξέρειςlocución adverbial (formal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Para su conocimiento, este es un bolso de diseño exclusivo. |
με τον ρυθμό μου, με τον δικό μου ρυθμόlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) De la fábula de la tortuga y la liebre aprendimos que cada uno puede ir a su ritmo para ser un ganador. |
με δική σας ευθύνηlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) No tiene Ud. que preocuparse, esto lo hago bajo mi propia responsabilidad. |
αντί γιαlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tache la palabra "tres" y sustitúyala en su lugar por la palabra "seis". |
συνολικάlocución adjetiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En su conjunto, la Tierra posee climas muy variados. |
σε σαββατική άδειαlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi profesora de Filosofía de la Universidad se dedicó a viajar en su año sabático. |
κυρίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Las víctimas eran, sobre todo, mujeres y niños. Τα θύματα ήταν κυρίως γυναίκες και παιδιά. |
στη διάθεση σου, στη διάθεσή σου ανά πάσα στιγμή(con nombre) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) El hotel designó a un conserje para que estuviera a la entera disposición del mandatario. |
όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία(formal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Devuélvame los libros cuando pueda. |
σε απάντηση της ερώτησης σου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En respuesta a tu pregunta, no, no está casado. |
συνολικά, γενικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Algunas actuaciones son terribles, pero en su conjunto, es una película entretenida. |
Τι δουλειά κάνεις;, Με τι ασχολείσαι;(usted) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στο καθήκονlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El bombero resultó herido en acto de servicio. |
αναμένω την απάντησή σας(escrito) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναμένω απάντησή σαςlocución interjectiva (escrito) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θα 'ρθει και σένα η σειρά σουexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όλοι μαζί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los colegas de Ray salieron en su totalidad para desearle un buen último día en la oficina. |
χαμένος στις σκέψεις τουexpresión (coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Στην υγειά σου!(σε έναν) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όλα στην ώρα τους
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El doctor aseguró a la familia que el paciente sería dado de alta al día siguiente, todo a su debido tiempo. |
με την ησυχία μου(tú) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Siento demorarlo, estamos muy ocupados." "Tómate tu tiempo, no tengo prisa." ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Α: Συγγνώμη για την καθυστέρηση, έχουμε πολλή δουλειά αυτή την στιγμή. B: Με την ησυχία σας, δεν βιάζομαι. |
αγαπημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Η Τζένη αγαπούσε τα παιδιά της, αλλά το μεγαλύτερο ήταν η αδυναμία της. |
κύριε δικαστάlocución interjectiva (tratamiento al juez) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Encontramos al acusado culpable, Su Señoría. |
άτομο που μετακινείται από το σπίτι στη δουλειά
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La autopista está congestionada todas las mañanas de los días de labor a causa de los trabajadores pendulares. Η εθνική οδός έχει κίνηση εξαιτίας των εργαζομένων που πηγαίνουν στη δουλειά τους τις καθημερινές το πρωί. |
δεσποσύνηexpresión (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Su señoría desea otra taza de té? |
εξωτερικός συνεργάτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
που δεν κρατάει το λόγο του, που πατάει το λόγο του(persona) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υποστηρικτλης των βιτζιλαντών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο στοιχείο μουexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cada vez que voy a acampar me siento en mi elemento. |
ελεύθερο πουλί(literal) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πεδίο, φάσμα, πλαίσιοlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los crímenes que cometieron durante el cargo finalmente están siendo revelados en toda su dimensión. |
νέα πνοή, όρεξη για ζωή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Haber perdido peso fue un nuevo aliciente en mi vida. |
διδακορικός φοιτητήςnombre ambiguo en cuanto al género (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μοναδικός, ιδιαίτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi tía es única en su especie: no hay nadie como ella. |
κοινωνική πίεση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Es muy difícil para los adolescentes resistir a la presión de grupo. Οι έφηβοι το βρίσκουν δύσκολο να αντισταθούν στην κοινωνική πίεση. |
βραβείο καλύτερου εκπροσώπου ράτσαςlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βραβείο καλύτερου στην κατηγορίαlocución nominal masculina (concurso perros) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του su στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του su
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.