Τι σημαίνει το shape στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shape στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shape στο Αγγλικά.

Η λέξη shape στο Αγγλικά σημαίνει σχήμα, σχήμα, κατάσταση, φόρμα, δίνω σχήμα, δίνω μορφή, μορφή, σιλουέτα, φορμάρω, καθορίζω, βελτιώνω τη φυσική μου κατάσταση, βελτιώνομαι, εξελίσσομαι, ξαναβρίσκω τη φόρμα μου, εξοργίζομαι, θυμώνω, βρίσκω τη φόρμα μου, προετοιμάζω, ετοιμάζω, καλή φυσική κατάσταση, σχήμα καρδιάς, σε φόρμα,σε καλή κατάσταση, υγιής, σε καλή κατάσταση, σε φόρμα, με τη μορφή, παίρνω το σχήμα, που δεν είναι σε φόρμα, μεταβλητού σχήματος, κρατιέμαι σε φόρμα, παίρνω σαφή μορφή, παίρνω μορφή, σχηματίζομαι, παίρνω μορφή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shape

σχήμα

noun (physical form)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The candy was in the shape of an egg.
Το γλυκό είχε σχήμα αυγού.

σχήμα

noun (figure, polygon, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The children were learning to draw simple shapes like triangles and squares.
Τα παιδιά μάθαιναν να σχεδιάζουν απλά σχήματα όπως τρίγωνα και τετράγωνα.

κατάσταση

noun (informal, figurative (condition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That house we saw was in bad shape. It needs a lot of repair.
Αυτό το σπίτι ήταν σε άσχημη κατάσταση. Θέλει πολλές επισκευές.

φόρμα

noun ([sb]: fitness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Yes, he is in good shape because he runs and goes to the gym.
Ναι, είναι σε καλή φόρμα (or: φυσική κατάσταση), επειδή κάνει τζόκινγκ και πηγαίνει στο γυμναστήριο.

δίνω σχήμα, δίνω μορφή

transitive verb (form, mould)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He shaped the clay to form a pot.
Έπλασε τον πηλό ώστε να σχηματίσει ένα ανθοδοχείο.

μορφή

noun (ghost)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This shape emerged from the wall and started speaking to me.

σιλουέτα

noun (person: figure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Yes, she has a nice shape.

φορμάρω

transitive verb (adapt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cook shaped the plastic wrap to fit the bowl.

καθορίζω

transitive verb (determine, influence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The new boss shaped the way things were done so that the company was more efficient.

βελτιώνω τη φυσική μου κατάσταση

phrasal verb, intransitive (informal (get fit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Going to the gym regularly helped Alice shape up for the marathon.

βελτιώνομαι

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (improve performance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hey boys! Better shape up or you'll be shipping out.
Ε, παιδιά! Καλύτερα να βελτιωθείτε αλλιώς θα πάρετε πόδι.

εξελίσσομαι

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (develop) (με επίρρημα ή σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Our sales are shaping up nicely: we'll soon be showing a profit again.
Οι πωλήσεις μας αρχίζουν να διαμορφώνονται θετικά. Σύντομα, θα έχουμε κέρδος και πάλι.

ξαναβρίσκω τη φόρμα μου

verbal expression (informal (regain fitness)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I bought a gym membership to get back in shape.

εξοργίζομαι, θυμώνω

verbal expression (figurative, slang (be resentful, angry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βρίσκω τη φόρμα μου

verbal expression (informal (exercise) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I need to get in shape before the summer bathing suit season starts.

προετοιμάζω, ετοιμάζω

verbal expression (informal (get [sth] functioning well)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The crew had to get the car in shape for the final day of the rally.

καλή φυσική κατάσταση

noun (informal (physically fit condition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's in good shape for a 70-year-old.

σχήμα καρδιάς

noun (symbol: decorative, romantic)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σε φόρμα,σε καλή κατάσταση

adverb (informal (in good condition)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gerard's in fine shape since he lost ten pounds.
Ο Τζέραρντ είναι σε φόρμα (or: σε καλή κατάσταση) από τότε που έχασε δέκα κιλά.

υγιής

adjective (informal (person: fit, healthy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
One must exercise regularly to stay in good shape.

σε καλή κατάσταση

adjective (informal (not damaged or worn)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If the car's still in good shape you can sell it for nearly as much as you paid for it new.

σε φόρμα

adjective (informal (person: physically fit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Firefighters have to be in shape because their work is physically demanding.

με τη μορφή

preposition (having the form of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω το σχήμα

verbal expression (form)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The clouds made the shape of a crocodile.

που δεν είναι σε φόρμα

adjective (informal (person: unfit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When I started this dance class, I was really out of shape. I'm so out of shape, I can't even climb one flight of stairs.

μεταβλητού σχήματος

adjective (able to change shape) (σε γενική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κρατιέμαι σε φόρμα

verbal expression (informal (keep fit)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Exercising will help you stay in shape.
Η γυμναστική θα σε βοηθήσει να κρατηθείς σε φόρμα.

παίρνω σαφή μορφή, παίρνω μορφή

verbal expression (figurative (develop)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His ideas are finally starting to take shape.

σχηματίζομαι, παίρνω μορφή

verbal expression (assume the form of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shape στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του shape

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.