Τι σημαίνει το cast στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cast στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cast στο Αγγλικά.
Η λέξη cast στο Αγγλικά σημαίνει καστ, ρίχνω, πετάω, πετώ, ζαριά, ριξιά, εκμαγείο, γύψος, τάση, ύφος, απόχρωση, ρίχνω δόλωμα, επιλέγω κάποιον για τον ρόλο, εξορίζω, ψάχνω, ψάχνω, απορρίπτω,εγκαταλείπω,παρατάω, πετάω, πετάω, πετώ, ρίχνω κπ στη θάλασσα, βάζω πλώρη, βγάζω τις θηλιές από τη βελόνα, κλείνω, ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι από, βγαίνω από τη γραμμή, ρίχνω τους πρώτους πόντους, εξοβελίζω,πετώ έξω, ξεβράζω κάτι στην ακτή, προσθέτω, ξερνώ, ξερνώ κάτι για κάποιον, εμφανίζομαι ξαφνικά, ψηφίζω, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια σκιά σε κτ, στενοχωρώ, ρίχνω μια ματιά, επισκιάζω, επισκιάζω, ρίχνω σκιά, ρίχνω τη σκιά μου, κάνω μάγια, μαγεύω, σαγηνεύω, κάνω μάγια, επεκτείνω την έρευνα, απλώνω τα δίχτυα μου παντού, πεταμένος, ναυαγός, θέτω εν αμφιβόλω, χυτοσίδηρος, από ελατό χυτοσίδηρο, ακλόνητος, διανομή ρόλων, νοοτροπία, επιλέγω κπ για τον ρόλο, χυτός χάλυβας, ο πρώτος που θα κατηγορήσει, κοιτώ προς τα πάνω, θυμάμαι, ψηφίζω, ψηφίζω, ακλόνητο άλλοθι, απόλυτη εγγύηση, στομάχι από σίδερο, από δεύτερο χέρι, μεταχειρισμένα ρούχα, παλιά ρούχα, χυτοπρεσαριστός, χυτεύω, σε γύψο, επιφανειακός, γύψος, γύψος, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, σύνολο ηθοποιών σε δευτερεύοντες ρόλους, ο κύβος ερρίφθη, χούμος από γαιοσκώληκες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cast
καστnoun (theater, movie: performers) (θέατρο, κιν/φος: ηθοποιοί) The cast of the play includes some popular actors. Στο καστ του θεατρικού έργου περιλαμβάνονται κάποιοι δημοφιλείς ηθοποιοί. |
ρίχνω, πετάω, πετώtransitive verb (throw, fling) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He cast the net over a large area. Έριξε (or: Πέταξε) το δίχτυ σε μεγάλη έκταση. |
ζαριάnoun (formal (games: throw of dice) (για ζάρια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His first cast of the dice was lucky. Η πρώτη ρίψη (or: ριξιά) των ζαριών ήταν τυχερή. |
ριξιάnoun (angling: throw a hook or lure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He caught a huge fish with his first cast of the rod. |
εκμαγείοnoun (mold of pottery, metal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He made a cast in plaster before pouring in the liquid bronze. |
γύψοςnoun (medicine: rigid dressing) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The boy's broken arm was put in a cast for six weeks. |
τάσηnoun (tendency) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The poetry of adolescents sometimes has an egotistical cast. |
ύφοςnoun (rare (style, appearance) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The cast of her clothing is often Bohemian. |
απόχρωσηnoun (hue, tint) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The room had a bluish cast to it from the colour of the light. |
ρίχνω δόλωμαintransitive verb (angling: throw a hook or lure) My fishing line gets tangled up every time I cast. |
επιλέγω κάποιον για τον ρόλοtransitive verb (theater: fill a role) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) They cast him as one of the bodyguards. Του έδωσαν τον ρόλο ενός από τους σωματοφύλακες. |
εξορίζω(send forth) (κάποιον από κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He was cast from his city and had to live elsewhere. Τον εξόρισαν από την πόλη του και έπρεπε να ζήσει αλλού. |
ψάχνωphrasal verb, intransitive (search) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As time wore on and Audrey still hadn't found her glasses, she began to cast about desperately. |
ψάχνω(figurative (seek) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm casting about for some really good example sentences. |
απορρίπτω,εγκαταλείπω,παρατάωphrasal verb, transitive, separable (figurative (reject, abandon) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In her ambition to get ahead, she uses people and then casts them aside when they can do no more for her. |
πετάωphrasal verb, transitive, separable (throw away, discard) (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, πετώphrasal verb, transitive, separable (discard) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω κπ στη θάλασσαphrasal verb, transitive, separable (usually passive (shipwreck) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω πλώρηphrasal verb, intransitive (nautical: set sail) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The Beagle cast off in 1831 on a five-year expedition with Charles Darwin on board. |
βγάζω τις θηλιές από τη βελόναphrasal verb, intransitive (UK (knitting: bind off, finish) (πλέξιμο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Janice cast off and wove in the ends of her knitting. |
κλείνωphrasal verb, transitive, separable (UK (knitting: bind off to finish) (πόντους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) One way of shaping sleeves when knitting a sweater is to cast off a certain number of stitches at the beginning of each row. Ένας τρόπος για να σχηματίσεις μανίκια όταν πλέκεις πουλόβερ είναι να κλείσεις συγκεκριμένο αριθμό βελονιών στην αρχή κάθε σειράς. |
ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι απόphrasal verb, transitive, separable (get rid of) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The key to having a great vacation is to cast off your worries and concerns. Το μυστικό για να κάνεις υπέροχες διακοπές είναι να απαλλαχθείς από έννοιες και ανησυχίες. |
βγαίνω από τη γραμμήphrasal verb, intransitive (country dancing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The dancers cast off and moved to the end of the line. |
ρίχνω τους πρώτους πόντουςphrasal verb, intransitive (knitting: make first stitches) (πλέξιμο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) To knit a sweater you cast on the bottom edge, and knit upward towards the neck. |
εξοβελίζω,πετώ έξωphrasal verb, transitive, separable (banish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Exorcism is a ceremony for casting out demons. Ο εξορκισμός είναι μια τελετή για να εξοβελίσει κανείς τους δαίμονες. |
ξεβράζω κάτι στην ακτήphrasal verb, transitive, separable (ocean: wash [sth] ashore) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσθέτωphrasal verb, transitive, separable (dated (add up: numbers) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξερνώphrasal verb, intransitive (US (vomit) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξερνώ κάτι για κάποιον(bring up [sth] you're unhappy about to [sb]) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εμφανίζομαι ξαφνικάphrasal verb, intransitive (UK, regional (show up unexpectedly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψηφίζωverbal expression (vote) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The issue has been discussed, so please cast your ballots in silence. |
ρίχνω μια ματιάverbal expression (survey quickly) (σε κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Just before her guests arrived, she cast a glance over the table to be sure everything was in place. |
ρίχνω μια σκιά σε κτverbal expression (make [sth] seem depressing) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στενοχωρώverbal expression (put [sb] in sad mood) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω μια ματιάverbal expression (look quickly) |
επισκιάζωverbal expression (figurative (make gloomy) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) News of the death of the team's former captain cast a pall over the game. |
επισκιάζωverbal expression (figurative (create a gloomy mood) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mark's death has cast a shadow over the whole event. |
ρίχνω σκιά, ρίχνω τη σκιά μουverbal expression (block the light) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The tree cast a shadow over the lawn. |
κάνω μάγιαverbal expression (witchcraft: make a charm or curse) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The witch cast a spell and the naughty boy never pulled cats' tails again. |
μαγεύω, σαγηνεύωverbal expression (figurative (enchant, seduce) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The skilful musician's passionate performance cast a spell on the entire audience. Η παθιασμένη εκτέλεση του δεξιοτέχνη μουσικού μάγεψε όλο το κοινό. |
κάνω μάγιαtransitive verb (literal (witchcraft: charm or curse) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επεκτείνω την έρευναverbal expression (figurative (search over a large area) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The police cast a wide net whilst searching for the missing fugitive. |
απλώνω τα δίχτυα μου παντούverbal expression (figurative (use wide range of resources) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The company is casting its net wide in its search for exactly the right person for the job. |
πεταμένοςadjective (discarded) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ναυαγόςadjective (shipwrecked) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
θέτω εν αμφιβόλωverbal expression (dispute the authenticity of [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The recent scientific discoveries cast doubt on previous theories. |
χυτοσίδηροςnoun (moulded metal) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
από ελατό χυτοσίδηροnoun as adjective (of molded metal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He cooked the eggs in his trusty cast-iron skillet. Έφτιαξε τα αυγά στο αγαπημένο της μαντεμένιο τηγάνι. |
ακλόνητοςnoun as adjective (figurative (alibi, excuse: strong) (άλλοθι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He came up with a cast-iron excuse for not attending the meeting. Επινόησε μια πειστική δικαιολογία για την απουσία του από τη συνεδρίαση. |
διανομή ρόλωνnoun (film, play: roles) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There was a huge cast of characters in the movie "Lord of the Rings". |
νοοτροπίαnoun (way of thinking) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His cast of mind always leads to extreme opinions. |
επιλέγω κπ για τον ρόλοverbal expression (select a performer to appear as) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χυτός χάλυβαςnoun (iron alloy) |
ο πρώτος που θα κατηγορήσειverbal expression (figurative (be first to accuse) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We should not be arguing about who has the right to cast the first stone. |
κοιτώ προς τα πάνω(gaze, eyes: look upward) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θυμάμαιverbal expression (recall the past) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ψηφίζωverbal expression (vote) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You must go to a polling booth to cast your vote. |
ψηφίζωverbal expression (vote for) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Are you going to cast your vote for the liberal or conservative candidate? Θα ψηφίσεις υπέρ του φιλελεύθερου ή του συντηρητικού υποψηφίου; |
ακλόνητο άλλοθιnoun (figurative (strong defence) |
απόλυτη εγγύησηnoun (figurative (total assurance) |
στομάχι από σίδεροnoun (figurative (good digestion) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από δεύτερο χέριadjective (UK (secondhand) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεταχειρισμένα ρούχα, παλιά ρούχαplural noun (informal (clothes: second hand) As the youngest child, she had to wear her elder siblings' old cast-offs. |
χυτοπρεσαριστόςnoun as adjective (made by molding metal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) These die-cast model cars are very popular with collectors. |
χυτεύωtransitive verb (make by molding metal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The factory die-casts the parts in aluminium. |
σε γύψοexpression (broken limb: cast in plaster) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Julie's arm was in plaster for six weeks after she fell out of a tree. The technician put the injured man's leg in a cast. |
επιφανειακόςadjective (mining) (ορυχείο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γύψοςnoun (casing to immobilize a broken bone) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I have to wear this plaster cast on my arm for a month. |
γύψοςnoun ([sth] sculpted from plaster) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The plaster cast of her head was used to form a latex mask. |
ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιάverbal expression (look quickly at) (σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιάverbal expression (look quickly at) (σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σύνολο ηθοποιών σε δευτερεύοντες ρόλουςnoun (performers not in leading roles) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ο κύβος ερρίφθηexpression (figurative (the situation cannot be changed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χούμος από γαιοσκώληκεςnoun (pile of earth excreted by a worm) (χώμα από περιττώματα γαιοσκώληκα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cast στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του cast
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.