Τι σημαίνει το roja στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης roja στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του roja στο ισπανικά.
Η λέξη roja στο ισπανικά σημαίνει κόκκινος, κόκκινος, κόκκινο, κόκκινος, κόκκινος, κόκκινα, κόκκινος, κομμουνιστής, κόκκινος, χρωστική από ριζάρι, αριστερός, αριστερός, κομμούνι, έξαλλος, αναψοκοκκινισμένος, κομμουνιστικός, πονηρός, αριστερός, σοσιαλιστής, κράνμπερι, έντονο κόκκινο, ερυθρός τόνος, σε χρώμα maroon, σε maroon, κοκκινίζω, κόκκινη αλεπού, που έχει το χρώμα της φράουλας, καίγομαι, κατακόκκινος, μείον, καυτός, που έχει φτάσει στο όριο, κερασί, ψύλλος, καφεκόκκινο, πονηρό αστείο, βρόμικο αστείο, κερασί, ερυθρό αιμοσφαίριο, κόκκινος σολoμός, καυτό σίδερο, κόκκινο πάντα, εξαφανισμένο είδος ράλλου, κόκκινο σέτερ, κόκκινος λύκος, κοκκινοβασιλίσκος, Ερυθρά Θάλασσα, ερυθρή μετατόπιση, κόκκινη κορδέλα, βακκίνιο, καφεκόκκινο, κόκκινο τριφύλλι, κόκκινη βελανιδιά, τούβλο, κόκκινο, περνάω το δρόμο σε σημείο που δεν υπάρχει διάβαση πεζών, καφεκόκκινος, κερασής, κόκκινος, κατακόκκινο, κόκκινο ρύζι, κράνμπερι, καφεκόκκινος, παντζάρι, κερασί, κερασί, πυρρόξανθος, χρώμα της φράουλας, πορφυρός, βαθυκόκκινος, σκούρο καφέ, από κόκκινα τούβλα, χτισμένος με κόκκινα τούβλα, βακκίνιο, κόκκινος κέδρος, κόκκινο, ξύλο κόκκινης βελανιδιάς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης roja
κόκκινοςadjetivo (color) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El coche rojo pasó velozmente. Το κόκκινο αυτοκίνητο πέρασε γρήγορα. |
κόκκινος(pelo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Bridget tiene el pelo rojo. Η Μπρίτζετ έχει κόκκινα μαλλιά. |
κόκκινοnombre masculino Mi color favorito es el rojo. Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το κόκκινο. |
κόκκινοςadjetivo (política) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El oeste luchó contra la "amenaza roja". |
κόκκινοςadjetivo (política) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Boris luchó con el Ejercito Rojo. |
κόκκιναnombre masculino La mujer va de rojo. |
κόκκινοςnombre masculino (comunista) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Trotsky era un rojo. |
κομμουνιστής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κόκκινος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nuestras mejillas estaban enrojecidas por el viento frío. Τα μάγουλά μας είχαν κοκκινήσει από τον κρύο αέρα. |
χρωστική από ριζάριnombre masculino (pigmento) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αριστερόςnombre masculino (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tildaron al periódico de rojo porque muy raramente criticaba al partido Comunista. |
αριστερόςnombre masculino (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El político estaba considerado como rojo por su simpatía por las ideas comunistas. |
κομμούνι(coloquial) (μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
έξαλλος(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi madre se puso furiosa cuando se enteró de que le mentí sobre dónde estaba. |
αναψοκοκκινισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κομμουνιστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Después de la Segunda Guerra, muchos autores y filósofos tenían ideales comunistas. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί συγγραφείς και φιλόσοφοι ανέπτυξαν κομμουνιστικά ιδανικά. |
πονηρός(chiste) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No me cuentes chistes picantes; no me interesan. |
αριστερός, σοσιαλιστής(πολιτική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los de izquierda se oponen a la privatización. |
κράνμπερι
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) A Jay le gustan las magdalenas con arándanos secos. Στον Τζέι αρέσουν τα ξερά κράνμπερι στα μάφιν του. |
έντονο κόκκινο
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Los colores de la bandera son blanco, verde y escarlata. Τα χρώματα της σημαίας είναι το λευκό, το πράσινο και το έντονο κόκκινο. |
ερυθρός τόνος
|
σε χρώμα maroon, σε maroon(κατά λέξη: μόδα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La abuela de Sean siempre le regalaba un jersey granate en Navidad. Η γιαγιά του Σων πάντα του χάριζε ένα μπορντό πουλόβερ για τα Χριστούγεννα. |
κοκκινίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Samuel se ruborizó cuando se dio cuenta de que tenía la cremallera abierta. |
κόκκινη αλεπού
|
που έχει το χρώμα της φράουλας(color) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Esa chica, la que lleva una blusa color fresa. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όχι, δεν θέλω κόκκινο τοίχο στο δωμάτιό μου. Θέλω να έχει το χρώμα της φράουλας. |
καίγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El carbón ardía en la hoguera. |
κατακόκκινος(CO) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estaba usando un lápiz labial rojo sangre de toro. |
μείονlocución adverbial (en balance negativo) La empresa ha estado en rojo durante años, pero con el nuevo director se ha recuperado totalmente. Η εταιρεία ήταν μείον για χρόνια, αλλά ο νέος Διευθύνων Σύμβουλος την επανέφερε ολοκληρωτικά. |
καυτόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει φτάσει στο όριο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jerry está luchando por pagar su tarjeta de crédito, que está al límite. |
κερασίlocución nominal masculina (color) (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ψύλλοςlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καφεκόκκινο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πονηρό αστείο, βρόμικο αστείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo acusaron de acoso sexual porque no paraba de contar chistes verdes en el trabajo. |
κερασίlocución adjetiva (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ερυθρό αιμοσφαίριοlocución nominal masculina (medicina) Los glóbulos rojos son los encargados de transportar el oxígeno a los tejidos. |
κόκκινος σολoμόςlocución nominal masculina (Ictiol) El salmón rojo está mucho más caro que antes. |
καυτό σίδερο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El granjero marcó al ganado con hierro candente. |
κόκκινο πάνταlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εξαφανισμένο είδος ράλλουnombre masculino (πτηνό) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κόκκινο σέτερlocución nominal masculina (ράτσα σκύλου) |
κόκκινος λύκοςnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) El lobo rojo es una especie de cánido cuyo origen todavía se discute. |
κοκκινοβασιλίσκος(ζωολογία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ερυθρά Θάλασσαnombre propio masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ερυθρή μετατόπισηlocución nominal masculina |
κόκκινη κορδέλαlocución nominal masculina |
βακκίνιοlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καφεκόκκινοlocución nominal masculina (χρώμα) |
κόκκινο τριφύλλιlocución nominal masculina |
κόκκινη βελανιδιά
|
τούβλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κόκκινο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
περνάω το δρόμο σε σημείο που δεν υπάρχει διάβαση πεζώνlocución verbal (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καφεκόκκινος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κερασήςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La joya era de un hermoso color rojo cereza. |
κόκκινος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατακόκκινο(AR, ES) (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La alfombra es de un rojo sangre chillón. |
κόκκινο ρύζι
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κράνμπερι
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Mi bebida favorita de arándano contiene también zumo de manzana. Το αγαπημένο μου ποτό με κράνμπερι έχει και χυμό μήλου. |
καφεκόκκινοςlocución adjetiva (color) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παντζάριlocución adjetiva (μτφ: κοκκίνισμα προσώπου) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Se puso rojo como un tomate de la vergüenza. Έγινε παντζάρι από τη ντροπή του. |
κερασί
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La moldura del porche de la entrada está pintada en rojo cereza. Η μπορντούρα στην μπροστινή αυλή είναι βαμμένη κερασί. |
κερασί
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Dorothy llevaba zapatos rojo cereza. Η Ντόροθυ φορούσε κερασί γόβες. |
πυρρόξανθος(χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El pelo de Tess era de un brillante rojo anaranjado. Τα μαλλιά της Τες είχαν ένα ζωηρό πυρρόξανθο χρώμα. |
χρώμα της φράουλας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El color del pelo de la mujer era rojo fresa y sus ojos eran de color verde brillante. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όχι, ο τοίχος δεν είναι κόκκινος. Έχει το χρώμα της φράουλας. |
πορφυρός, βαθυκόκκινος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκούρο καφέlocución nominal masculina El bolso de piel era de un color rojo hígado. |
από κόκκινα τούβλα, χτισμένος με κόκκινα τούβλαlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βακκίνιοlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κόκκινος κέδροςlocución nominal masculina |
κόκκινο(γενικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El rojo fresa brillante es su color favorito. |
ξύλο κόκκινης βελανιδιάς
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του roja στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του roja
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.