Τι σημαίνει το carne στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης carne στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του carne στο ισπανικά.
Η λέξη carne στο ισπανικά σημαίνει κρέας, κρέας, σάρκα, στο χρώμα του δέρματος, σάρκα, μοσχαρίσιο κρέας, κυνήγι, nude, νουντ, ταυτότητα, η σάρκα, στο χρώμα του δέρματος, παστράμι, ψητό της κατσαρόλας, αλλαντικά, σάντουιτς με κρέας και τυρί, γαλοπούλα, πηχτή, κιμάς, κώλος και βρακί, αχώριστοι, κολλητοί, ανθρωποφάγος, αυτοπροσώπως, η σαρξ ασθενής, κιμάς, πρόβειο κρέας, ελάφι, ανατριχίλα, κρέας αλόγου, αλογίσιο κρέας, πίτα, κόπανος κρέατος, ρολό κιμά, κρεατομηχανή, κόκκινο κρέας, σούπα με μοσχαράκι, μοσχαράκι στρογκανόφ, καλύτερος φίλος, επιστήθιος φίλος, τροφή για τα κανόνια, μαχαίρι τεμαχίσματος, παστό μοσχαρίσιο κρέας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κρέας από μπούτι, χρώμα του δέρματος, μοσχαρίσιος κιμάς, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πίτα με νεφρά, κρεατοφάγος, κρεατόπιτα, μαγειρικό θερμόμετρο, κιμάς, αποπληρωμή, εξόφληση, ροσμπίφ, λουκάνικο, πίτα του βοσκού, συνδικαλιστικό δελτίο ταυτότητας, άσπρο κρέας, άπαχο κρέας, κάρτα μέλους, ζωμός βοδινού, αγελάδα κρεατοπαραγωγής, πιάτο με βοδινό, άδεια οδήγησης για την οποία δεν έχουν καταγραφεί παραβάσεις, ελάφι, κατσικίσιο κρέας, άνθηση χρώματος κρέατος, κόφτης κρέατος, άδεια οδήγησης μοτοσυκλέτας, χρώμα του δέρματος, ωμό κρέας, ψητό κρέας με λαχανικά, καπνιστό κρέας, φοιτητική ταυτότητα, χρώμα του δέρματος, κιμάς, χυμός κρέατος, κουζόν, τσίλι κον κάρνε, ανθρωποφάγος, σάρκα και οστά, χοιρινός κιμάς, κρεαταγορά, πάθη της σάρκας, ανατριχιάζω, επιδίδομαι σε κανιβαλισμό, ερεθισμένος, μοσχαρίσιος, στο χρώμα του δέρματος, άδεια οδήγησης, βατραχόψαρο, ζωμός, τσίλι, <div>κρέας χαλάλ</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>, κιμάς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης carne
κρέαςnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ella no come carne, es vegetariana. Δεν τρώει κρέας. Είναι χορτοφάγος. |
κρέαςnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El carnicero separó la carne de los huesos del animal. Ο κρεοπώλης έκοψε το κρέας από τα κόκαλα του ζώου. |
σάρκαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El cirujano cortó la carne de la pierna del paciente para dejar ver el hueso de debajo. Ο χειρούργος έκοψε τη σάρκα στο πόδι του ασθενούς για να εμφανίσει το κόκαλο. |
στο χρώμα του δέρματοςadjetivo invariable (color) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El pintor usaba tonos carne para la piel de la gente en sus pinturas. Ο ζωγράφος χρησιμοποίησε αποχρώσεις στο χρώμα του δέρματος για την επιδερμίδα των ανθρώπων στους πίνακές του. |
σάρκα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pulpa de la nuez es apetitosa. Η σάρκα του καρυδιού είναι πολύ νόστιμη. |
μοσχαρίσιο κρέας
¿Le gustaría comer carne o cerdo? Θα προτιμούσατε μοσχαρίσιο ή χοιρινό κρέας; |
κυνήγιnombre femenino (de animales salvajes) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los nativos cazaban tradicionalmente estos animales salvajes por su carne. |
nude, νουντ(color) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Kate compró unos zapatos color carne en el centro comercial. |
ταυτότητα(AR) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
η σάρκαnombre femenino El predicador despotricaba contra las tentaciones de la carne. Ο κατηχητής μιλούσε ακατάπαυστα για τους πειρασμούς της σάρκας. |
στο χρώμα του δέρματος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sarah compró un bolso color carne en el centro comercial. |
παστράμι(voz griega) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Quiero pastrami en mi sandwich por favor. |
ψητό της κατσαρόλας(συνήθως μοσχάρι) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Emma preparó un estofado para el almuerzo del domingo. |
αλλαντικά
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) ¿Qué quieres en tu sándwich, queso o fiambre? Τι θέλεις να έχει το σάντουιτς σου: τυρί ή αλλαντικά; |
σάντουιτς με κρέας και τυρί(voz inglesa) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γαλοπούλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Comimos pavo para la cena de Acción de gracias. Φάγαμε γαλοπούλα στο δείπνο την Ημέρα των Ευχαριστιών. |
πηχτή(βραστό χοιρινό κεφάλι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κιμάς(de vacuno) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mamá necesita una libra de picadillo para hacer albóndigas. Η μαμά χρειάζεται μισό κιλό κιμά για να φτιάξει κεφτεδάκια. |
κώλος και βρακί(figurado, coloquial) (αργκό: θετική έννοια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Deja de seguirme a todos lados! ¡No somos carne y uña! |
αχώριστοι, κολλητοίexpresión (figurado, coloquial) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Pedro y Juan son como uña y carne. |
ανθρωποφάγοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αυτοπροσώπωςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
η σαρξ ασθενήςexpresión (bíblico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο μεν νους πρόθυμος, ο δε σαρξ ασθενής. |
κιμάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tom compró carne picada fresca en la carnicería. Ο Τομ αγόρασε λίγο φρέσκο κιμά από το χασάπη. |
πρόβειο κρέας
Hoy vamos a comer carne de carnero con arroz. |
ελάφι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los invitados a la cena comieron carne de venado. |
ανατριχίλα(figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κρέας αλόγου, αλογίσιο κρέας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πίτα(ψημένη σε κατσαρόλα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κόπανος κρέατος(mazo) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ρολό κιμάlocución nominal masculina (μαγειρική) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) El pastel de carne es una comida barata hecha de carne molida. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το ρολό κιμά είναι ένα οικονομικό φαγητό με κρέας, γιατί μπορεί να παρασκευαστεί με φτηνό μοσχαρίσιο κιμά. |
κρεατομηχανήnombre masculino (México) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pon la carne en el molino. |
κόκκινο κρέαςnombre femenino La carne roja generalmente tiene un sabor más fuerte que la carne blanca. |
σούπα με μοσχαράκι
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μοσχαράκι στρογκανόφnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Preparó carne a la Stroganoff para agasajar a sus suegros. |
καλύτερος φίλος, επιστήθιος φίλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Las chicas eran amigas del alma hasta que se enamoraron del mismo chico. |
τροφή για τα κανόνιαnombre femenino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαχαίρι τεμαχίσματοςnombre masculino (México) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παστό μοσχαρίσιο κρέας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) El Día de San Patricio, muchos irlandeses americanos comen carne curada con repollo. Την ημέρα της γιορτής του Αγίου Πατρικίου, οι Αμερικανοί που έχουν καταγωγή από την Ιρλανδία τρώνε παστό μοσχαρίσιο κρέας με λάχανο για βραδινό. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>locución nominal masculina |
κρέας από μπούτιlocución nominal femenina (πουλερικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La carne oscura del pavo tiene el gusto más fuerte. |
χρώμα του δέρματοςlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El color carne de la chica era más oscuro después de las dos semanas que había pasado tomando sol en Grecia. Το χρώμα του δέρματος του κοριτσιού ήταν πιο σκούρο μετά τις 2 εβδομάδες που πέρασε κάνοντας ηλιοθεραπεία στην Ελλάδα. |
μοσχαρίσιος κιμάς
La carne para la carne molida generalmente viene de varias vacas diferentes. Το κρέας για τον μοσχαρίσιο κιμά συνήθως προέρχεται από πολλές και διαφορετικές αγελάδες. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
πίτα με νεφρά(μαγειρική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρεατοφάγοςverbo transitivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Yo soy vegetariana, pero mis hijas comen carne. |
κρεατόπιτα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Usaré las sobras para hacer una empanada de carne. |
μαγειρικό θερμόμετρο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es un amante de la buena mesa, utiliza un termómetro para carne para asegurarse que está bien cocinada. |
κιμάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αποπληρωμή, εξόφλησηlocución nominal femenina (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ya tienes tu libra de carne, ahora déjame en paz. |
ροσμπίφ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Me encantaba el olor de nuestra casa cuando mi mamá cocinaba carne asada. Μου άρεσε πολύ το πώς μύριζε το σπίτι μας, όταν η μαμά μου μαγείρευε ροσμπίφ. |
λουκάνικο(κρέας από) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πίτα του βοσκού(αγγλικό φαγητό) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συνδικαλιστικό δελτίο ταυτότηταςnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άσπρο κρέαςlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La carne de pavo es mayormente carne blanca; la carne de la pierna es más grasa. |
άπαχο κρέαςnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jack debe comer con poca grasa, su mujer le prepara platos con carnes magras. |
κάρτα μέλους
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuando voy al gimnasio tengo que escanear mi carné de socio. |
ζωμός βοδινούnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αγελάδα κρεατοπαραγωγής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A diferencia de las lecheras, a las vacas para carne no se las ordeña todos los días. |
πιάτο με βοδινό(μαγειρική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το στρογκανόφ είναι το αγαπημένο μου πιάτο με βοδινό. |
άδεια οδήγησης για την οποία δεν έχουν καταγραφεί παραβάσεις
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Un carné sin incidencias reduce los costos del seguro. |
ελάφιlocución nominal femenina (μεταφορικά: κρέας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La carne de venado es una delicia. |
κατσικίσιο κρέας(AR) La carne de chivo es la que más se consume en el mundo. |
άνθηση χρώματος κρέατος(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κόφτης κρέατος(εργαλείο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άδεια οδήγησης μοτοσυκλέτας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χρώμα του δέρματος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ωμό κρέαςnombre femenino El consumo de carne cruda puede producir diversas parasitosis. |
ψητό κρέας με λαχανικά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καπνιστό κρέας
Comeremos carne ahumada para la cena. |
φοιτητική ταυτότητα
|
χρώμα του δέρματοςlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κιμάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χυμός κρέατος
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κουζόν(στενόμακρες λωρίδες από φιλέτο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τσίλι κον κάρνε
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ανθρωποφάγος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σάρκα και οστάlocución nominal femenina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χοιρινός κιμάς
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κρεαταγορά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πάθη της σάρκαςexpresión (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No os dejéis arrastrar por las tentaciones de la carne. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο πάστορας έκανε κήρυγμα για τον πόθο και την αμαρτία που πηγάζουν από τα πάθη της σάρκας. |
ανατριχιάζωlocución nominal femenina (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) De la impresión, se me puso la carne de gallina. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο αέρας είναι τόσο κρύος που αρχίζω να νιώθω ανατριχίλα. |
επιδίδομαι σε κανιβαλισμόlocución verbal (κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ερεθισμένοςlocución preposicional (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Su piel estaba en carne viva después que el pantalón nuevo le rozara. Το δέρμα του ήταν ερεθισμένο, λόγω της τριβής πάνω στο καινούριο του παντελόνι. |
μοσχαρίσιοςlocución adjetiva (γεύση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στο χρώμα του δέρματοςlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άδεια οδήγησης(ES) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) A Laura le retiraron el carné de conducir por conducir borracha. Της Λώρας της ανεκλήθη η άδεια οδήγησης για οδήγηση σε κατάσταση μέθης. |
βατραχόψαρο(κρέας ψαριού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cenamos carne de rape guisada con una salsa de vino. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Για δείπνο είχαμε βατραχόψαρο μπρεζέ με σάλτσα κρασιού. |
ζωμόςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Vierte el jugo de carne de la cacerola en el asado. Περίχυσε το ζωμό από το ταψί στο ψητό. |
τσίλι
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) ¡Un plato de chile con carne en un día frío seguro que sabe genial! |
<div>κρέας χαλάλ</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>
Toda la carne que se servirá será carne se servirá de acuerdo con la ley islámica. |
κιμάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) No tenemos pasteles de vegetales, sólo de carne picada. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του carne στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του carne
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.