Τι σημαίνει το payer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης payer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του payer στο Γαλλικά.
Η λέξη payer στο Γαλλικά σημαίνει ωφελώ, πληρώνω, πληρώνω, πληρώνω, πληρώνω, πληρώνω το λογαριασμό, πληρώνομαι, ξεπληρώνω, ξεχρεώνω, αποδίδω, σπουδάζω, πραγματοποιώ, πληρώνω, ξοδεύω, χαλάω, αναλαμβάνω τα έξοδα, υπομένω τις συνέπειες, πληρώνω, αμείβω, ανταμείβω, βγάζω τα δίδακτρα, πληρώνω τα δίδακτρα, ξοδεύομαι, τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω, δίνω, πληρώνω, πληρώνω, δίνω, πληρώνω, χρεώσιμος, αμείβω ανεπαρκώς, πληρώνω ανεπαρκώς, καλοπληρώνω, ανταποδίδω, γελοιοποιώ, διακωμωδώ, απολογισμός, φοροδιαφεύγω, φτάνω για, επαρκώ για, εισπρακτέος, δεν γεμίζω το μάτι σε κπ, εκπρόθεσμα, καθυστερημένα, χωρίς χρέωση, πλωρώστε σε διαταγή του, ρεφενές, πληρωτέο μέρισμα, ανεξόφλητο χρέος, ανεξόφλητες χρεώσεις, υφίσταμαι τις συνέπειες, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πληρώνω με μετρητά, πληρώνω προκαταβολικά, πληρώνω με μετρητά, πληρώνω τον λογαριασμό, πληρώνω τις συνέπειες, πληρώνω το κόστος, πληρώνω το τίμημα, πληρώνω μεγάλο ποσό, πληρώνω το μερίδιο μου, πειράζω, δουλεύω, κοροϊδεύω, χρυσοπληρώνω, κερνάω μια μπύρα, το ρίχνω, κάνω πλάκα, υφίσταμαι τις συνέπειες, πληρώνω το μερίδιό μου, χρεώνω για, χρεώνω, έχω χρήματα για κτ, έχω αρκετά χρήματα για κτ, υπερχρεώνω, πληρώνω κτ κατ' αναλογία, κοροϊδεύω, δουλεύω, πειράζω, δίνω αποζημίωση, αποκαθιστώ, εξοφλώ, καταβάλλω όλο το ποσό, κάνω κάποιον να χάσει το χρόνο του, σπαταλάω το χρόνο κάποιου, πληρώνω προκαταβολή, που χρωστάει, υψηλό κόστος, υπερωρία, υφίσταμαι τις συνέπειες, χρησιμοποιώ χρήματα, έχω την οικονομική δυνατότητα, κοροϊδεύω, κοροϊδεύω, υφίσταμαι τις συνέπειες του, πληρώνω κατ' αναλογία, με χρεώνουν υπερβολικά, καθαρίζω, δίνω ένα κάρο λεφτά για κτ, βγάζω κπ με εγγύηση, παραιτούμαι, συνεισφέρω, ζητιανεύω κτ από κπ, πληρώνω λύτρα, χρεώνω κπ για κτ, υπερχρεώνω, πειράζω, υπερχρεώνω, εκδικούμαι κπ για κτ, δεσμεύομαι, συμφωνώ, χρεώνω κπ κτ, υποχρεώσεις, υπερχρεώνω, σπαταλάω χρήματα σε κτ, χρεώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης payer
ωφελώverbe intransitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cela montre que parfois, être gentil avec les gens, ça paie. |
πληρώνωverbe transitif (des impôts) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Étant donné que je paie des impôts, j'aime avoir mon mot à dire dans la façon dont le conseil gère mon argent. |
πληρώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je n'ai pas d'argent. Peux-tu régler ? Δεν έχω λεφτά. Μπορείς να πληρώσεις; |
πληρώνωverbe transitif (κάτι ή για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il régla l'addition de son dîner. Πλήρωσε για το δείπνο του, όταν έφτασε ο λογαριασμός. |
πληρώνωverbe transitif (salaire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce travail m'a l'air intéressant, mais combien te paient-t-ils ? Ακούγεται καλή δουλειά, αλλά πόσα δίνουν; |
πληρώνω το λογαριασμό
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'assurance n'a pas pris en charge ma demande donc j'ai dû moi-même payer les réparations. |
πληρώνομαιverbe transitif (changement de sujet) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On te paie à la semaine ou au mois ? On me paie chaque mois en espèce. Πληρώνεσαι κάθε εβδομάδα ή κάθε μήνα; Πληρώνομαι κάθε μήνα σε μετρητά. |
ξεπληρώνω, ξεχρεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποδίδω(figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Une bonne préparation et un travail acharné finissent toujours par payer. Η σκληρή δουλειά και ο προσεκτικός σχεδιασμός πάντα βγαίνουν σε καλό. |
σπουδάζωverbe transitif (des études, l'université,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mes parents travaillent tous les deux à plein temps pour me payer l'université. Οι γονείς μου δουλεύουν και οι δύο πλήρες ωράριο για να με σπουδάσουν. |
πραγματοποιώ(un crédit) (πληρωμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adam paie le crédit de sa voiture tous les mois. Ο Άνταμ πραγματοποιεί μια πληρωμή για το αυτοκίνητό του κάθε μήνα. |
πληρώνωverbe transitif (l'addition) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est le père de la mariée qui va payer l'addition pour le mariage. |
ξοδεύω, χαλάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai payé beaucoup plus que ce que la vieille voiture valait. |
αναλαμβάνω τα έξοδα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υπομένω τις συνέπειες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si tu décides de mentir maintenant, tu en paieras les conséquences (or: tu en subiras les conséquences) plus tard. |
πληρώνω(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Κατέβαινε τα λεφτά, πρέπει να πληρώσεις το μερίδιό σου. |
αμείβω, ανταμείβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω τα δίδακτρα, πληρώνω τα δίδακτραverbe transitif (ses études,...) (για σπουδές ή των σπουδών) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξοδεύομαι(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω(familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai dû cracher 20 € pour entrer dans ce bar tout pourri : c'est du vol ! |
δίνω(une personne) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dis-moi où il est allé et je te paierai cinq dollars. Θα σε πληρώσω πέντε δολάρια αν μου πεις που πήγαν. |
πληρώνωverbe transitif (για κάτι ή κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Combien as-tu payé (pour) cette robe ? Elle est jolie. Τι ωραίο φόρεμα! Πόσο το πλήρωσες; |
πληρώνωverbe transitif (κπ για να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils l'ont payé pour redécorer la maison. Τον πλήρωσαν για να αλλάξει τη διακόσμηση στο σπίτι τους. |
δίνω(κτ σε κπ για να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon père m'a payé cinq dollars pour laver sa voiture. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα πληρώσω έναν υδραυλικό, για να φτιάξει τη βρύση. |
πληρώνωverbe transitif (familier) (μεταφορικά: για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu vas payer pour ce que tu as fait, je suis sûre de cela ! Θα μου το πληρώσεις αυτό που μου έκανες. Θα το φροντίσω εγώ! |
χρεώσιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αμείβω ανεπαρκώς, πληρώνω ανεπαρκώςverbe transitif |
καλοπληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανταποδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γελοιοποιώ, διακωμωδώ(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En 1962 et 63, l'émission « That was the week that was » parodiait les politiciens sur la BBC. |
απολογισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les autorités font encore le bilan des inondations. Οι αρχές ακόμα κάνουν τον απολογισμό των πλημμυρών. |
φοροδιαφεύγω(le fisc, les impôts) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) John a eu de lourdes sanctions pour avoir fraudé le fisc l'année dernière. |
φτάνω για, επαρκώ για
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un euro n'achète rien de plus qu'une tasse de café. Με ένα ευρώ μπορεί κανείς να αγοράσει κάτι παραπάνω από ένα φλυτζάνι καφέ. |
εισπρακτέος(που πρέπει να εισπραχθεί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le nombre de factures dues a doublé ce mois-ci. Ο αριθμός των εισπρακτέων λογαριασμών έχει διπλασιαστεί αυτό το μήνα. |
δεν γεμίζω το μάτι σε κπ(personne) (μεταφορικά, προφορικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce n'est pas un canon de beauté, mais il a un bon travail et il est gentil. Δεν είναι εντυπωσιακό. Είμαι, όμως, το σπιτικό μας. |
εκπρόθεσμα, καθυστερημένα(personne) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
χωρίς χρέωσηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On ne vous fera pas payer les serviettes propres : elles sont comprises dans le prix de la chambre. |
πλωρώστε σε διαταγή τουlocution verbale (επιταγή: δικαιούχος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρεφενέςlocution verbale (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πληρωτέο μέρισμαnom masculin |
ανεξόφλητο χρέοςnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ανεξόφλητες χρεώσειςnom féminin pluriel |
υφίσταμαι τις συνέπειεςlocution verbale (figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il faudrait que j'informe le patron de mon erreur et que j'en paye le prix. Tu as enfreint les règles et il faut maintenant que tu en payes les conséquences. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
πληρώνω με μετρητάlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On ne prend pas la carte de crédit ici, vous devez payer en espèces. Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις πιστωτική κάρτα εδώ, πρέπει να πληρώσεις με μετρητά. |
πληρώνω προκαταβολικά
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πληρώνω με μετρητάlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'ai pas de cartes de crédit : je paye toujours en espèces. |
πληρώνω τον λογαριασμόlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pour être admis dans ce très sélect country club, il faut être prêt à payer les frais d'adhésion. |
πληρώνω τις συνέπειες, πληρώνω το κόστος, πληρώνω το τίμημαlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le juge lui a dit qu'il allait devoir payer le prix de son crime. |
πληρώνω μεγάλο ποσό
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai payé trop cher la course pour aller de l'aéroport au centre-ville. |
πληρώνω το μερίδιο μουlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Payez votre part du loyer avant la fin du mois, s'il vous plait. |
πειράζω, δουλεύω, κοροϊδεύωverbe pronominal (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Arrête de te payer ma tête, je vois clair dans ton jeu ! |
χρυσοπληρώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ξεπαραδιάστηκα για να το αγοράσω, αλλά τώρα ανακάλυψα πως είναι άχρηστο. |
κερνάω μια μπύραverbe transitif indirect (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το ρίχνω(familier) (σε κπ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω πλάκα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υφίσταμαι τις συνέπειεςlocution verbale (figuré) |
πληρώνω το μερίδιό μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρεώνω για
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les compagnies aériennes vous font tout payer maintenant : même les cacahuètes ne sont plus gratuites ! Οι αεροπορικές εταιρείες χρεώνουν για τα πάντα σήμερα. Πρέπει να πληρώσεις ακόμη και για φιστίκια! |
χρεώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois que le serveur a oublié de me faire payer. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας είναι φίλος μου και δεν μου παίρνει ποτέ χρήματα. |
έχω χρήματα για κτ, έχω αρκετά χρήματα για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous ne pouvons pas nous payer (or: nous offrir) une grande maison. Δεν έχουμε αρκετά χρήματα για μεγάλο σπίτι. |
υπερχρεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les marchands au marché font payer les touristes trop cher exprès. |
πληρώνω κτ κατ' αναλογίαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοροϊδεύω, δουλεύω, πειράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίνω αποζημίωση, αποκαθιστώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aux termes du traité de Versailles, l'Allemagne fut contrainte de payer des réparations aux Alliés. Υπό τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η Γερμανία αναγκάστηκε να δώσει αποζημιώσεις στους συμμάχους. |
εξοφλώ, καταβάλλω όλο το ποσόlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cela me faisait plaisir de payer comptant la facture et de ne pas avoir de dettes. |
κάνω κάποιον να χάσει το χρόνο του, σπαταλάω το χρόνο κάποιου(très familier, vulgaire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'espère que Kieran ne se fout pas de la gueule de Fiona comme avec son ex. |
πληρώνω προκαταβολήlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που χρωστάειlocution verbale (personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le propriétaire a poursuivi sa locataire en justice parce qu'elle ne payait plus son loyer depuis trois mois. Ο ιδιοκτήτης πήγε την ενοικιάστρια στα δικαστήρια επειδή ήταν τρεις μήνες πίσω στις πληρωμές. |
υψηλό κόστοςlocution verbale (figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous avons gagné la bataille mais je me demande si cela en valait la peine car nous avons dû payer le prix fort. |
υπερωρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'espère que vous avez droit à une rémunération des heures supplémentaires. |
υφίσταμαι τις συνέπειες(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρησιμοποιώ χρήματαlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω την οικονομική δυνατότητα(να κάνω κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Depuis que je suis au chômage, je n'ai plus les moyens de partir en vacances. Τώρα που είμαι άνεργος δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να πάω διακοπές. |
κοροϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοροϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υφίσταμαι τις συνέπειες τουlocution verbale (figuré) |
πληρώνω κατ' αναλογίαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με χρεώνουν υπερβολικά(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Comme il ne restait plus qu'une chambre de libre dans toute la ville, bien sûr, on a raqué un max. |
καθαρίζωlocution verbale (figuré) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu me causes sans cesse des ennuis, et c'est moi qui dois payer les pots cassés. Πάντα δημιουργείς προβλήματα και πρέπει εγώ να επέμβω και να καθαρίσω μετά. |
δίνω ένα κάρο λεφτά για κτverbe pronominal (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous venons de nous payer des vacances de luxe. Μόλις δώσαμε ένα κάρο λεφτά για πολυτελείς διακοπές. |
βγάζω κπ με εγγύηση(από τη φυλακή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Richard a fait sortir son frère de prison après son arrestation pour conduite en état d'ivresse. Ο Ρίτσαρντ έβγαλε τον αδελφό του από τη φυλακή όταν τον συνέλαβαν γιατί οδηγούσε μεθυσμένος. |
παραιτούμαι(de frais) (με γενική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'avocat a fait grâce de ses frais pour le dossier. |
συνεισφέρω(σε σκοπό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζητιανεύω κτ από κπ(familier : de l'argent, une cigarette) (ανεπίσημο) |
πληρώνω λύτραlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χρεώνω κπ για κτ
Le barman ne m'a pas fait payer ma boisson. Ο μπάρμαν δεν με χρέωσε για το ποτό μου. |
υπερχρεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le concessionnaire m'a fait payer trop cher pour ma voiture, mais c'était ma faute car je n'ai pas négocié. |
πειράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπερχρεώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκδικούμαι κπ για κτ
Pilar a fait des projets pour prendre sa revanche sur sa sœur (or: pour rendre la pareille à sa sœur) qui n'avait pas tenu sa promesse. |
δεσμεύομαι, συμφωνώverbe pronominal (για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les deux parties se sont mises d'accord sur une somme à payer par le client dans le cas où le contrat serait annulé avant que le travail ne soit achevé. Τα δύο μέρη συμφώνησαν πως ένα ποσό θα πληρωνόταν από τον πελάτη σε περίπτωση ακύρωσης του συμβολαίου πριν την ολοκλήρωση της εργασίας. |
χρεώνω κπ κτ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chauffeur de taxi m'a fait payer 15 £. Ο ταξιτζής μου πήρε (or: μου ζήτησε) 15 λίρες. |
υποχρεώσεις(οικονομικές οφειλές) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Les comptes fournisseurs doivent être payés dans le délai imparti. |
υπερχρεώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le restaurant chic fait payer trop cher pour des portions aussi petites. |
σπαταλάω χρήματα σε κτ(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χρεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'avocat se fait payer 100 £ de l'heure. Ο δικηγόρος παίρνει εκατό δολάρια την ώρα. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του payer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του payer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.