Τι σημαίνει το caisse στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης caisse στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του caisse στο Γαλλικά.
Η λέξη caisse στο Γαλλικά σημαίνει ταμείο, ταμειακή μηχανή, αυτοκίνητο, κιβώτιο, ταμείο, ταμείο, κουτί, κιβώτιο, ταμείο, κάσα, κάλυκας, κουτί χρημάτων, κουτί ταμείου, κιβώτιο, αυτοκίνητο, αμάξι, θήκη, ταμείο, σεντούκι, κοινό ταμείο, box office, χαρτόκουτο, αυτοκίνητο, ταμείο, κούρσα, συρτάρι ταμείου, τουαλέτα γάτας, αφαιρούμενο κάλυμμα, κρεμαστός, πολύ γρήγορα, του σκοτωμού, μεταφοράς, ταμίας, εργαλειοθήκη, λογιστικό βιβλίο, σακαράκα, σακαράκα, γρανκάσα, ταμπούρο, δοχεία αποθήκευσης συγκομιδής, δοχείο, κουτί, χρήματα για μικροέξοδα, απόδειξη πωλήσεων, εργαλειοθήκη, εργαλειοθήκη, νομισματικό συμβούλιο, Aρχή Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης, απόδειξη αγοράς, απόδειξη, απόδειξη, εργαλειοθήκη, υπάλληλος που συσκευάζει τα ψώνια, ταμειακή πίστωση, θήκη μεταφοράς τσαγιού, την αμολάω, κάνω ταμείο, με χαμηλό κέντρο βάρους, ιδρύματα συγκεντρώσεως αποταμιεύσεων, για ρέστα, βάση πληρωμών, τράπεζα αποταμιεύσεων, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ταμπούρο, συνταξιοδοτικό ταμείο, ταμειακό υπόλοιπο, τρέχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης caisse
ταμείοnom féminin (σε μαγαζί) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je crois que j'ai laissé mon porte-monnaie à la caisse. Νομίζω πως άφησα το πορτοφόλι μου στο ταμείο. |
ταμειακή μηχανήnom féminin Les nouvelles caisses informatisées n'ont plus le son de grincement et la sonnerie agréable des anciennes. |
αυτοκίνητο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La voiture roulait à toute allure sur l'autoroute. Το αυτοκίνητο έτρεχε με ταχύτητα στον αυτοκινητόδρομο. |
κιβώτιοnom féminin (ως ποσότητα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les dockers hissaient des dizaines de caisses sur le cargo. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μας έφεραν ένα κιβώτιο βιβλία και δεν ξέραμε που να τα βάλουμε. |
ταμείοnom féminin (μαγαζί) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ταμείοnom féminin (magasin) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κουτίnom féminin (de vin) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ce vin est tellement bon que je pourrais en boire une caisse entière. |
κιβώτιοnom féminin (de munitions) (για πολεμοφόδια) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ταμείοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La vendeuse a mis l'argent dans la caisse. |
κάσα(de vin) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vous ne pouvez pas acheter de bouteille de vin à l'unité ici : nous les vendons seulement par caisse. |
κάλυκαςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La compagnie a fabriqué les caisses pour les missiles de l'armée. |
κουτί χρημάτων, κουτί ταμείουnom féminin (pour argent) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κιβώτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο Ερλ αγόρασε ένα κιβώτιο πορτοκάλια στην αγορά. |
αυτοκίνητο, αμάξι(familier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'ado avait hâte d'avoir sa propre caisse (or: bagnole). |
θήκη(κουτί) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai reçu mes nouvelles boucles d'oreilles dans un joli boîtier. Τα καινούρια μου σκουλαρίκια ήταν σε μια όμορφη θήκη. |
ταμείο(οργανισμός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le gouvernement mit en place un fonds à l'attention des orphelins. Η κυβέρνηση δημιούργησε ένα κονδύλιο για τα ορφανά. |
σεντούκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κοινό ταμείο
Tout le monde devait mettre vingt dollars dans la cagnotte. |
box office
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
χαρτόκουτο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αυτοκίνητο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) John s'est acheté une nouvelle voiture l'année dernière. |
ταμείο(vieilli) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La caissière a sorti ma monnaie de la caisse enregistreuse. Ο ταμίας πήρε τα ρέστα μου απ' το ταμείο. |
κούρσα(familier : voiture) (αργκό, παλαιό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle est super, ta bagnole ! Tu l'as achetée quand ? |
συρτάρι ταμείουnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si on laisse le tiroir-caisse ouvert, on encourage les voleurs. |
τουαλέτα γάτας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αφαιρούμενο κάλυμμαnom masculin (automobile : accessoire) (για αυτοκίνητα) |
κρεμαστόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολύ γρήγορα, του σκοτωμού(populaire) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεταφοράς(personne) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Ο κτηνίατρος έβαλε τη γάτα μέσα σε ένα πλαστικό κλουβί μεταφοράς. |
ταμίας
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Anna travaillait comme caissière à mi-temps durant ses études. Η Άννα δούλευε ως ταμίας μερικής απασχόλησης στο λύκειο. |
εργαλειοθήκηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Isaac a passé Noël à bricoler avec sa nouvelle caisse (or: trousse) à outils. |
λογιστικό βιβλίοnom masculin (Comptabilité) |
σακαράκαnom féminin (familier) (καθομιλουμένη: αυτοκίνητο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σακαράκα(αργκό: παλιό όχημα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γρανκάσαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Peter frappe la grosse caisse avec vigueur. |
ταμπούροnom féminin (Musique) (είδος τυμπάνου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tim a fait un roulement de tambour sur sa caisse claire. |
δοχεία αποθήκευσης συγκομιδήςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δοχείο, κουτίnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χρήματα για μικροέξοδα(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Nous gardons notre petite monnaie dans une petite caisse métallique cadenassée. |
απόδειξη πωλήσεωνnom masculin (d'un magasin) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gardez le ticket de caisse si vous pensez devoir échanger le produit. |
εργαλειοθήκηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εργαλειοθήκηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mon père avait une grosse caisse à outils dans son garage. |
νομισματικό συμβούλιοnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Aρχή Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης(France) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
απόδειξη αγοράς
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
απόδειξηnom masculin (έγγραφο εξόφλησης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απόδειξηnom masculin (έγγραφο εξόφλησης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εργαλειοθήκηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dans une caisse à outils, on trouve généralement des clous, un marteau, des tournevis, des pinces et un mètre mesureur par exemple. |
υπάλληλος που συσκευάζει τα ψώνια(Can) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ταμειακή πίστωση
|
θήκη μεταφοράς τσαγιούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
την αμολάωlocution verbale (familier : péter) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω ταμείοlocution verbale (en fin de service) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με χαμηλό κέντρο βάρουςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ιδρύματα συγκεντρώσεως αποταμιεύσεωνnom féminin (στις ΗΠΑ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) De grandes banques ont racheté toutes les caisses d'épargne locales. Κάποιες μεγαλύτερες τράπεζες εξαγόρασαν όλα τα τοπικά ιδρύματα συγκεντρώσεως αποταμιεύσεων. |
για ρέσταnom masculin (Finance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) N'apporte pas tout l'argent de la caisse à la banque. Nous avons besoin d'en garder un peu pour le fonds de caisse de demain ou nous ne serons pas en mesure de rendre la monnaie ! Μη βάλεις όλα τα λεφτά του ταμείου στην τράπεζα. Πρέπει να κρατήσουμε κάποια για ρέστα, αλλιώς αύριο δεν θα μπορούμε να δώσουμε σε κανένα! |
βάση πληρωμώνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τράπεζα αποταμιεύσεωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom masculin (Finance) Le fonds de caisse de l'investisseur ne suffisait pas à entrer en bourse. |
ταμπούροnom féminin (Musique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le batteur a acheté une nouvelle caisse claire pour sa batterie. |
συνταξιοδοτικό ταμείο
|
ταμειακό υπόλοιπο
|
τρέχω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του caisse στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του caisse
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.