Τι σημαίνει το madre στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης madre στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του madre στο ισπανικά.

Η λέξη madre στο ισπανικά σημαίνει μητέρα, μητέρα, μητέρα, μητέρα, μητέρα, μητέρα, γυναίκα με μητρικό ρόλο, μητέρα, γονέας, μητρικός, γονέας, μαραφέτι, δημιουργός, σχεδιαστής, Μητέρα, αγανακτισμένος, άντε και γαμήσου!, γαμιέσαι!, γαμημένε!, αμάν, έλεος, όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη, να πάρει!, γαμώτο, γαμώτο, μητρική κάρτα συστήματος, γαμώτο, να πάρει, να πάρει η οργή, να πάρει η ευχή, έλεος!, Πω πω!, έλα Χριστέ μου, Χριστός κι' Απόστολος, μπράβο, Παναγία μου!, άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου, Άντε και γαμήσου!, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!, θετή μητέρα, μητρική αγάπη, γενέτειρα,πατρίδα, Μητέρα Γη, μητρική αγάπη, ηγουμένη, βασιλομήτωρ, γιορτή της μητέρας, ανύπαντρη μητέρα, ανύπαντρος γονέας, βλαστοκύτταρο, βιολογική μητέρα, διευθύντρια αδερφότητας, διευθύντρια αδελφότητας, παππούς από τη μεριά της μητέρας, Μητέρα Φύση, μητέρα της νύφης, μητρικό πέτρωμα, η ανάγκη τέχνας κατεργάζεται, παρένθετη μητέρα, προζύμι, γλεντώ, διασκεδάζω, νοιάζομαι, όσο το δυνατό πιο γρήγορα, βαριέμαι, απαυτός, αποτέτοιος, άτομο με Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα, σκοτώνομαι, δεν αντέχω άλλο, αγχωμένος, τσιτωμένος, βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα, από τη μεριά της μητέρας, από τη μεριά της μάνας, που έχει Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα, ρε παιδί μου, βρε παιδί μου, βρίζω, ορφανός από μητέρα, τέλειος, εργαζόμενη μητέρα, ψωμί με προζύμι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης madre

μητέρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quiero a mi madre con todo mi corazón. La vida cambia cuando te conviertes en madre.
Αγαπάω τη μάνα μου με όλη μου την καρδιά.

μητέρα

(ως προσφώνηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¡Madre! ¿Dónde fuiste?
Μητέρα! Που πήγες; Μπορώ να φάω λίγο ακόμα κέικ, μητέρα;

μητέρα

nombre femenino (figurado) (μεταφορικά: με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay quien piensa que la diplomacia es la madre de la inactividad.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο δάσκαλός μας έλεγε πάντα πως «αργία, μήτηρ πάσης κακίας».

μητέρα

nombre femenino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Es la madre que lleva dentro lo que la hace dulce y paciente.
Είναι η μητέρα μέσα της που εξηγεί την ευγένεια και την υπομονή της.

μητέρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mamá osa protegió a sus cachorros con ferocidad.
Η μητέρα (or: μαμά) αρκούδα προστάτεψε με πάθος τα μικρά της.

μητέρα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pregúntale a la madre a ver si le gusta la idea.
Ρώτα τη μητέρα και δες αν είναι δεκτική στην ιδέα.

γυναίκα με μητρικό ρόλο

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μητέρα

nombre femenino (για ζώα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los corderos y su madre cruzaron la carretera.
Τα αρνιά και οι μητέρες τους περπατούσαν κατά μήκος του δρόμου.

γονέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Las madres del maíz amarillo y blanco debieron haber sido amarilla y blanca.

μητρικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Una de las plantas madre debe haber sido amarilla y otra blanca.

γονέας

(genérico)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ser buenos padres puede ser trabajo duro.
Το να είσαι καλός γονέας μπορεί να είναι σκληρή δουλειά.

μαραφέτι

(άγνωστη συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δημιουργός, σχεδιαστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El inventor de Prada es muy rico.

Μητέρα

locución nominal femenina (convento) (μεταξύ μοναζουσών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Madre superiora siempre llega temprano a misa.
Η Μητέρα (or: ηγουμένη) έρχεται πάντα νωρίς στη λειτουργία.

αγανακτισμένος

(persona)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Parecés harto. ¿Qué pasó?
Φαίνεσαι αγανακτισμένος. Τι συμβαίνει;

άντε και γαμήσου!, γαμιέσαι!, γαμημένε!

(ES, vulgar) (προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Hijoputa! ¡Me acabo de golpear al pie!

αμάν, έλεος

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη

(vulgar)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Mierda, no puedo creer que hayas dicho eso.

να πάρει!

(vulgar) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Grité «¡mierda!» mientras la pelota se me resbalaba de nuevo de las manos.

γαμώτο

(ES, vulgar) (υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Sé de aviones, ¡soy piloto joder!

γαμώτο

(vulgar) (καθομ, υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Nuestro avión sale en una hora! ¡Mierda! ¡Creía que nos quedaban cinco horas todavía!

μητρική κάρτα συστήματος

(voz inglesa) (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesito reemplazar la motherboard de mi computadora.

γαμώτο

(καθομιλουμένη, χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

να πάρει, να πάρει η οργή, να πάρει η ευχή

(ES, AR: vulgar) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Me cago en la leche! ¡Me golpeé la rodilla contra el escritorio de nuevo!
Να πάρει! Χτύπησα ξανά το γόνατό μου στο θρανίο!

έλεος!

(αγανάκτηση)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Dios mío! ¿Y ahora qué hizo?

Πω πω!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Dios mío! ¡Cuánta comida preparaste!

έλα Χριστέ μου, Χριστός κι' Απόστολος

locución interjectiva

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Madre mía, hay que ver lo que has crecido!

μπράβο

interjección (vulgar)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Estás estudiando español? De puta madre, tío.

Παναγία μου!

locución interjectiva (έκπληξη)

¡Bendita sea! ¿Eres la hija del profesor Howe? ¿En serio?

άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου

(AR, vulgar) (μτφ, χυδαίο: οργή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Acá no queremos a los de tu tipo, ¡andá a cagar!

Άντε και γαμήσου!

locución interjectiva (MX, vulgar) (χυδαίο, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!

(vulgar) (έκπληξη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

θετή μητέρα

locución nominal femenina (España)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μητρική αγάπη

locución nominal masculina

A veces el amor de madre hace que pasemos por alto algunas faltas.

γενέτειρα,πατρίδα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un patriota está dispuesto a sacrificarse por su madre patria.

Μητέρα Γη

locución nominal femenina

μητρική αγάπη

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se supone que el amor de madre es instantáneo, pero las recién paridas lo que quieren es descansar.

ηγουμένη

locución nominal femenina (μοναστήρι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La madre superiora tiene las llaves de la capilla.

βασιλομήτωρ

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Reina Madre de Inglaterra falleció a los 101 años de edad.

γιορτή της μητέρας

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿En qué fecha cae el día de la madre este año?

ανύπαντρη μητέρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανύπαντρος γονέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Es madre soltera: tuvo el hijo sin casarse.

βλαστοκύτταρο

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La investigación sobre células madre es muy polémica.
Η έρευνα που αφορά τα βλαστοκύτταρα συνιστά ένα αμφιλεγόμενο θέμα.

βιολογική μητέρα

διευθύντρια αδερφότητας, διευθύντρια αδελφότητας

locución nominal femenina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La madre superiora controlaba que no ingresaran varones a las dependencias de las monjas.

παππούς από τη μεριά της μητέρας

(επιλογή ανάλογα με το φύλο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mis abuelos maternos eran ambos italianos.

Μητέρα Φύση

nombre propio femenino (figurado)

Los desarrolladores construyeron en todos lados, sin tener en cuenta a la Madre Naturaleza.

μητέρα της νύφης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La madre de la novia vestía de morado.

μητρικό πέτρωμα

locución nominal femenina (μεταφορικά: γεωλογία)

El mármol se hace con la roca madre piedra caliza.

η ανάγκη τέχνας κατεργάζεται

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se dice que la necesidad agudiza el ingenio.

παρένθετη μητέρα

προζύμι

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γλεντώ, διασκεδάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gracias por una fiesta estupenda, ¡nos la pasamos de miedo!

νοιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Me importa un bledo que mi ex se haya echado una novia nueva!

όσο το δυνατό πιο γρήγορα

(μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Salió a todo correr del taller, la máquina estaba a punto de explotar.

βαριέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Audrey estaba harta del mal tiempo. Harta de que la mandaran de una oficina a la otra, Joan perdió los cabales.
Η Τζόαν κουράστηκε με το να τη στέλνουν από το ένα γραφείο στο άλλο και ξέσπασε.

απαυτός, αποτέτοιος

nombre masculino (AR) (ανεπίσημο, ευφημισμός)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Si lo llego a agarrar a ese hijo de mala madre que me estafó, lo mato.

άτομο με Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σκοτώνομαι

(coloquial) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Este proyecto es demasiado trabajo. Me estuve partiendo el lomo toda la semana y todavía no siento que avanzo.

δεν αντέχω άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Me estoy hartando del lloriqueo de ese niño!

αγχωμένος, τσιτωμένος

locución adjetiva (MX, vulgar)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Él está trabajando simultáneamente en tres grandes proyectos ahora y es lógico que esté hasta la madre.

βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα

(coloquial) (καθομ: για να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nos partimos el lomo para que nuestro candidato fuera elegido.

από τη μεριά της μητέρας, από τη μεριά της μάνας

locución adjetiva (συγγενικές σχέσεις)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα

locución adjetiva

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ρε παιδί μου, βρε παιδί μου

¡Por Dios, qué calor hace hoy!
Ρε πούστη μου, τι ζέστη είναι αυτή σήμερα!

βρίζω

(CL: coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los niños no deberían garabatear a sus padres.
Τα παιδιά δεν πρέπει να μιλούν άσχημα στους γονείς τους.

ορφανός από μητέρα

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

τέλειος

locución adjetiva (coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εργαζόμενη μητέρα

ψωμί με προζύμι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του madre στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του madre

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.