Τι σημαίνει το extended στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης extended στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του extended στο Αγγλικά.
Η λέξη extended στο Αγγλικά σημαίνει μεγάλος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εκτεταμένος, εκτεταμένος, παρατεταμένος, τεντωμένος, επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνομαι, τεντώνομαι, εκτείνομαι, απλώνω, απλώνω, επεκτείνω, υποβάλλω, βρίσκω, οικογένεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης extended
μεγάλοςadjective (longer than normal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The TV show host had an extended interview with the author. Η παρουσιάστρια της τηλεοπτικής εκπομπής πήρε μια μεγάλη συνέντευξη από τον συγγραφέα. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>adjective (lengthened) The extended garage has room for two vehicles. |
εκτεταμένοςadjective (at full length) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The construction crane was fully extended. Ο κατασκευαστικός γερανός βρίσκονταν σε πλήρη έκταση. |
εκτεταμένοςadjective (more thorough) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The police launched an extended search to try to find the criminal. Η αστυνομία ξεκίνησε εκτεταμένη έρευνα στην προσπάθεια εντοπισμού του εγκληματία. |
παρατεταμένοςadjective (for more time) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The store's extended offer on chainsaws means you now have another week to buy one at half price. |
τεντωμένοςadjective (body part: held out) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Brian shook his friend's extended hand. |
επεκτείνωtransitive verb (make longer: physically) (προσθήκη νέου τμήματος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They are going to extend the bike path by 3 km. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παρατηρήσαμε ότι η μεταλλική ράβδος επιμηκύνθηκε όταν την θερμάναμε. |
παρατείνωtransitive verb (make longer: time) (επίσημο: χρόνος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The legislature extended the voting time by 15 minutes. ΝΕW: Αποφασίσαμε να παρατείνουμε τις διακοπές μας κατά μία βδομάδα. |
εκτείνομαιintransitive verb (stretch out) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The roof of the house extends over the porch. Η οροφή του σπιτιού εκτείνεται πάνω από τη βεράντα. |
τεντώνομαιintransitive verb (stretch to reach sthg) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She extended to reach the top shelf without letting go of the baby. Τεντώθηκε για να φτάσει το πιο ψηλό ράφι χωρίς να αφήσει το μωρό. |
εκτείνομαιintransitive verb (spread) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Our land extends from the river to the road. Η γη μας εκτείνεται από το ποτάμι ως τον δρόμο. |
απλώνωtransitive verb (hand: hold out) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The Frenchman extended his hand to shake mine. Ο Γάλλος έτεινε το χέρι του, για να κάνουμε χειραψία. |
απλώνωtransitive verb (place at full length) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He extended the map across the table. Άπλωσε τον χάρτη πάνω στο τραπέζι. |
επεκτείνωtransitive verb (widen) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The seatbelt law has been extended to include back seats. Ο νόμος για τη ζώνη ασφαλείας έχει επεκταθεί και στα πίσω καθίσματα. |
υποβάλλωtransitive verb (offer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She extended an offer to buy the business. Υπέβαλε προσφορά, για να αγοράσει την εταιρεία. |
βρίσκωtransitive verb (extrapolate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's extend this idea to its logical conclusions. Ας φτάσουμε στα λογικά συμπεράσματα από αυτή την ιδέα. |
οικογένειαnoun (relatives) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I only see my extended family at Christmas time. Βλέπω το σόϊ μου μόνο τα Χριστούγεννα. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του extended στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του extended
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.