Τι σημαίνει το housing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης housing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του housing στο Αγγλικά.

Η λέξη housing στο Αγγλικά σημαίνει στέγη, κτηματομεσιτικός τομέας, περίβλημα, κατοικίες, σπίτι, σπίτι, αποθηκεύω, φυλάω, φωλιά, στεγάζω κπ/κτ σε κτ, -, αίθουσα, Οίκος, νομοθετικό σώμα, οίκος, σχολή, εστία, μάνα, κοινό, μονή, οίκος, κτίριο, ομάδα, στεγάζω, στεγάζω, ασφαλίζω, κάλυμμα ανεμιστήρα, κοινωνική στέγαση, οικισμός, στεγαστική ανάπτυξη, στεγαστική ανάπτυξη, αγορά ακινήτων, στεγαστικές ανάγκες, στεγαστική ανεπάρκεια, κέντρο, πρόγραμμα επιδοτούμενης στέγασης, ιδιωτικό συγκρότημα κατοικιών, εργατικές κατοικίες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης housing

στέγη

noun (uncountable (accommodation for a family) (μτφ: οίκημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's important that the government helps refugees find housing.
Είναι σημαντικό η κυβέρνηση να βοηθήσει τους πρόσφυγες να βρουν στέγη.

κτηματομεσιτικός τομέας

noun (uncountable (industry, economy: property)

Pam works in housing as a real estate agent.
Η Παμ εργάζεται στον κτηματομεσιτικό τομέα ως μεσίτρια.

περίβλημα

noun (casing for object)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ben opened the housing of the computer to see what was going on inside.
Ο Μπεν άνοιξε το περίβλημα του υπολογιστή για να δει τι γινόταν μέσα.

κατοικίες

noun (group of houses)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The housing on the other side of the river is more affordable and quieter as well.

σπίτι

noun (residence building)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Their new house has three bathrooms.
Το καινούριο τους σπίτι έχει τρία μπάνια.

σπίτι

noun (household) (μτφ: ένοικοι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The whole house was in mourning for Mr. Saunders.
Ολόκληρη η οικογένεια θρηνούσε για τον κύριο Σόντερς.

αποθηκεύω, φυλάω

transitive verb (provide a storage place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This cabinet houses all our stationery.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτή η αποθήκη στεγάζει όλα τα παλιά μας έπιπλα.

φωλιά

noun (shelter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some animals build their houses out of straw.
Κάποια ζώα φτιάχνουν τις φωλιές τους από άχυρο.

στεγάζω κπ/κτ σε κτ

(keep in a dwelling)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The university houses its students in very old buildings.
Το πανεπιστήμιο φιλοξενεί τους φοιτητές του σε πολύ παλιά κτίρια.

-

noun (building) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
There's a florist between the coffee house and the schoolhouse. The legislature meets in the State House.
Υπάρχει ένα ανθοπωλείο ανάμεσα στην καφετέρια και το σχολείο.

αίθουσα

noun (hall)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The British Parliament meets in the House of Commons.

Οίκος

noun (family) (επίσημο)

The House of Tudor ruled from 1485 to 1603.

νομοθετικό σώμα

noun (legislative body)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Most parliaments have an upper and a lower house.

οίκος

noun (business firm)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He works for a publishing house.

σχολή

noun (university college)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The university is divided into several houses.

εστία

noun (members of a college)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The two houses will be competing in the rowing regatta.

μάνα

noun (gambling: casino) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It never pays to gamble because the house always wins.

κοινό

noun (audience)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The producer was pleased to see there was a good house on the play's opening night.

μονή

noun (convent or abbey) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There used to be lots of religious houses in this area.

οίκος

noun (church, mosque, synagogue) (επίσημο, μτφ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Speak quietly when you enter God's house.

κτίριο

noun (UK (residential division in boarding school)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The school had 6 houses.

ομάδα

noun (UK (team in British school)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm in Newton house at school; our colour is red.

στεγάζω

transitive verb (provide housing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hall will house two hundred people.

στεγάζω

transitive verb (provide a workplace)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This building houses the workshop.

ασφαλίζω

transitive verb (secure sthg)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The machine can be housed in its case for transit.

κάλυμμα ανεμιστήρα

noun (casing of a mechanical fan)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοινωνική στέγαση

noun (UK (public housing)

οικισμός

noun (housing estate, residential area)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The new housing development has easy access to the highway.
Ο νέος οικισμός έχει εύκολη πρόσβαση στον αυτοκινητόδρομο.

στεγαστική ανάπτυξη

noun (residential planning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Housing development is vital in urban planning.

στεγαστική ανάπτυξη

noun (UK (residential development) (ΗΒ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She lives on one of those anonymous housing estates, full of tiny houses that all look alike.

αγορά ακινήτων

noun (property trade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The housing market suffered a big drop during the financial crisis of 2009.

στεγαστικές ανάγκες

plural noun (accommodation requirements)

στεγαστική ανεπάρκεια

noun (shortage of housing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κέντρο

noun (US (inner city) (πόλη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He is in charge of the municipal housing project. Rappers often sing about growing up in housing projects.
Είναι υπεύθυνος για το κέντρο της πόλης. Οι ράπερ συχνά τραγουδούν για το ότι μεγάλωσαν σε φτωχογειτονιές.

πρόγραμμα επιδοτούμενης στέγασης

noun (UK, regional (subsidized housing plan) (ΗΒ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The housing scheme provides affordable homes for local residents.

ιδιωτικό συγκρότημα κατοικιών

noun (privately owned group of homes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εργατικές κατοικίες

noun (government-assisted)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του housing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του housing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.