Τι σημαίνει το hot στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hot στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hot στο Αγγλικά.

Η λέξη hot στο Αγγλικά σημαίνει καυτός, ζεστός, καυτερός, στη μόδα, καυτός, που άναψε, που φτιάχτηκε, σέξυ, ραδιενεργός, θερμός, κλεμμένος, άπαιχτος, καυτός, ανάβουν τα πνεύματα, φοβερά, είμαι μία κρύο μία ζέστη, που βράζει, βράζει ο τόπος, σκάω, καυτός, καυτός, θερμός αέρας, αερολογία, καυχησιά, ξαναμμένος, ξαναμμένος, κινέζικη καυτερή σούπα, ζεστό μπάνιο, ζεστά μπάνια, θερμό λιποκιβώτιο, εξάρτημα βασανιστηρίου για εγκλεισμό σε πολύ ζεστό και υγρό μέρος, ζεστή σοκολάτα, είδος σταφιδόψωμου με μπαχαρικά, ζεστή ημέρα, χοτ ντογκ, λουκάνικο, που κάνει καραγκιοζιλίκια, Σούπερ!, κάνω φιγούρα, κάνω επίδειξη, καλός, ταλαντούχος, έξαψη, γουστάρω, πιστόλι κόλλας, καυτό θέμα, μετοχή υψηλής ζήτησης, μετοχή που πουλιέται σε υψηλή αξία, πλήκτρο πρόσβασης, θερμός εραστής, μεγάλο νέο, τζιτζί,σύρμα, τζάμι, σούπερ, σεξουάλα, γκόμενος/α, μανούλι, μόλις κυκλοφόρησε, ζεστός-ζεστός, έχω κπ από κοντά, που ακολουθεί κατά πόδας, ζεστή κομπρέσα, ζεστή κομπρέσα, βάση κατσαρόλας, καυτό σορτσάκι, καύλα, καυτερό πιπέρι, έντονο ροζ, μάτι/εστία κουζίνας, μάτι/εστία κουζίνας, καυτό θέμα, θερμή πρέσα, καυτή πρέσα, ζεστή πρέσα, βάζω κτ σε ζεστή πρέσα, περνάω κτ από ζεστή πρέσα, στεγνωτήριο, περασμένος από ζεστή πρέσα, γρήγορο αμάξι, καυτερή σάλτσα, δύσκολη θέση, ηλεκτρική καρέκλα, αξεσουάρ φλας που προσαρτάται στη μηχανή, μεγάλο κεφάλι,επιτυχημένος, ζεστό ντους, θερμοπηγή, ιαματική πηγή, και ο πρώτος, γκόμενος, εμπρηστικό άρθρο, ευέξαπτος χαρακτήρας, χρήσιμη πληροφορία, σημαντική πληροφορία, hot toddy, καυτό θέμα, καυτό ζήτημα, τζακούζι, νευριασμένος,αγανακτησμένος, ζεστό νερό, θερμοφόρα, ζεστό κλίμα, ζέστη, θερμού αέρα, αερόστατο, θερμόαιμος, καυτός, δεν έχω προκαθορισμένο γραφείο, εργαζόμενος που δεν έχει προκαθορισμένο γραφείο, σύστημα οργάνωσης γραφείων όπου οι υπάλληλοι δεν έχουν συγκεκριμένο χώρο εργασίας, καντίνα που πουλάει χοτ ντογκ, βάζω μπροστά με τα καλώδια, κέντρο των εξελίξεων, θερμοκήπιο, φυτώριο, επιφάνεια ψύξης, κρεββάτι που μοιράζεται με βάρδιες, μοιράζομαι ένα κρεββάτι με βάρδιες, τηγανίτα, θερμόαιμος, θερμοκέφαλος, ευέξαπτος, τηλεφωνική γραμμή άμεσης σύνδεσης, γραμμή βοήθειας, κόκκινο τηλέφωνο, μαγειρευτό φαγητό, επιτυχημένος, επιτυχημένος, κέντρο, in στέκι, in μαγαζί, hotspot. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hot

καυτός

adjective (high in temperature)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The tea was hot, so she waited before drinking it. Prudence was hot, so she took off her coat.
Η Προύντενς ζεσταινόταν οπότε έβγαλε το παλτό της.

ζεστός

adjective (climate, season: high temperatures)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
August is a really hot month in Miami.
Ο Αύγουστος είναι πραγματικά πολύ ζεστός μήνας στο Μαϊάμι.

καυτερός

adjective (figurative (food: spicy) (με μπαχαρικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Indian food is so hot, I can hardly eat it.
Το ινδικό φαγητό καίει τόσο πολύ, που με το ζόρι το τρώω.

στη μόδα

adjective (figurative, slang (popular, fashionable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The hot clothing item this year is the printed blouse.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι πιο χοτ μπότες φέτος έχουν τετράγωνο τακούνι.

καυτός

adjective (figurative, slang (topic: current, controversial) (καθομιλουμένη, μτφ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The hot topic was covered extensively by the TV news.
Το καυτό θέμα καλύφθηκε εκτενώς από τις ειδήσεις στην τηλεόραση.

που άναψε, που φτιάχτηκε

adjective (slang (sex: excited) (καθομιλουμένη, μτφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sally was hot after reading the erotic novel.
Η Σάλη φτιάχτηκε όταν διάβασε το ερωτικό μυθιστόρημα.

σέξυ

adjective (figurative, slang (attractive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is so hot! Don't you think so?
Είναι και πολύ σέξυ! Δεν συμφωνείς;

ραδιενεργός

adjective (radioactive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Plutonium is considered a hot metal.

θερμός

adjective (figurative, informal (exchange of views: impassioned) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The exchange was hot because the politicians violently disagreed.

κλεμμένος

adjective (figurative, slang (stolen)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The car dealership was accused of selling hot cars.

άπαιχτος

adjective (figurative, slang (skillful, excellent) (αργκό, μτφ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You are such a hot lawyer I want you to defend me.

καυτός

adverb (while hot) (υπερβολικά ζεστός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Serve the coffee hot.

ανάβουν τα πνεύματα

phrasal verb, intransitive (slang, figurative (become more exciting) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We're into the final week of the election campaign. Things are about to hot up around here.

φοβερά

expression (slang (extremely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

είμαι μία κρύο μία ζέστη

verbal expression (figurative (waver, vacillate) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που βράζει

adjective (liquid: heated until bubbling)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Be careful, that tea is boiling hot!
Πρόσεχε, το τσάι είναι καυτό!

βράζει ο τόπος

adjective (figurative, informal (weather: very hot) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's boiling today; I wish the office had air conditioning.
Σήμερα βράζει ο τόπος. Θα ήθελα να έχει κλιματισμό το γραφείο.

σκάω

adjective (figurative, informal (person: feeling very hot) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm boiling! Can't we open a window?
Σκάω! Δε μπορούμε να ανοίξουμε ένα παράθυρο;

καυτός

adjective (extremely hot)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καυτός

adjective (intensely hot)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The soup was burning hot.

θερμός αέρας

noun (air that has been heated) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The hot air from the ovens made the kitchen very warm.

αερολογία, καυχησιά

noun (figurative (empty boasting) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You shouldn't take his stories too seriously - most of what he says is just hot air.

ξαναμμένος

adjective (informal (flustered) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Larry got hot and bothered during his presentation.

ξαναμμένος

adjective (informal, euphemism (sexually excited) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Just looking at Rachel gets me all hot and bothered.

κινέζικη καυτερή σούπα

noun (Chinese soup recipe)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζεστό μπάνιο

noun (bathtub filled with hot water)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There's nothing like relaxing in a hot bath after a hard day's work.

ζεστά μπάνια

plural noun (sauna or steam-bath treatment)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

θερμό λιποκιβώτιο

noun (train: overheated axle box)

εξάρτημα βασανιστηρίου για εγκλεισμό σε πολύ ζεστό και υγρό μέρος

noun (torture space)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ζεστή σοκολάτα

noun (warm drink made with chocolate powder)

I find that a cup of hot chocolate, last thing at night, helps me sleep.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η ζεστή σοκολάτα με γεύση φουντούκι είναι το αγαπημένο μου ρόφημα.

είδος σταφιδόψωμου με μπαχαρικά

noun (food: spiced currant bun)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ζεστή ημέρα

noun (day of high temperatures)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The forecast is for a hot day tomorrow, so let's go to the seaside.

χοτ ντογκ

noun (frankfurter sausage in a bun)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
A hot dog and a soda is a classic American meal.
Το χοντ ντογκ με αναψυκτικό είναι κλασικό αμερικάνικο γεύμα.

λουκάνικο

noun (frankfurter sausage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I ate the hot dog but left the bun.
Έφαγα το λουκάνικο, αλλά άφησα το ψωμάκι.

που κάνει καραγκιοζιλίκια

noun (US, informal (person who does stunts to attract attention) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
See that guy on crutches; yesterday he was the biggest hot dog on the slopes.
Βλέπετε αυτόν τον τύπο με τις πατερίτσες; Εχθές έκανε τα περισσότερα καραγκιοζιλίκια στις πλαγιές.

Σούπερ!

interjection (US, slang (enthusiasm, pleasure) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hot dog! You're looking good!

κάνω φιγούρα, κάνω επίδειξη

intransitive verb (US, informal (sports: do a spectacular maneuver)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Look at those skiers hot-dogging!

καλός, ταλαντούχος

noun as adjective (US, informal (skillful, esp. in sports)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ben is a hot-dog surfer.

έξαψη

noun (often plural (heat: symptom of menopause) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hot flash I had yesterday made me feel feverish, dizzy and tired.

γουστάρω

preposition (slang (sexually attracted to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chris is hot for Vanessa.

πιστόλι κόλλας

noun (device for applying adhesive)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A hot glue gun is very useful for assembling props for the theatre.

καυτό θέμα

noun (subject getting a lot of attention) (μεταφορικά)

μετοχή υψηλής ζήτησης, μετοχή που πουλιέται σε υψηλή αξία

noun (finance: high-priced shares issue)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πλήκτρο πρόσβασης

noun (computing: shortcut to a command)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θερμός εραστής

noun (informal, figurative (person of great sexual prowess)

μεγάλο νέο

noun (slang (new and exciting information)

The hot news is that the company has just released a new app.

τζιτζί,σύρμα, τζάμι, σούπερ

noun (slang, figurative ([sth] popular) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The new video game has been such a hot number that we have not been able to keep them in stock.

σεξουάλα, γκόμενος/α, μανούλι

noun (slang, figurative (sexually attractive person) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was such a hot number, that to see her was to want her.

μόλις κυκλοφόρησε

adjective (informal (newspaper: freshly printed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The club's latest newsletter is hot off the press.

ζεστός-ζεστός

adjective (informal, figurative (information: new) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The latest news hot off the press is that Alice is calling off the wedding.

έχω κπ από κοντά

expression (slang (close behind)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The police officer was hot on the heels of the speeding driver.

που ακολουθεί κατά πόδας

preposition (in close pursuit of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The police were hot on the trail of the robbery suspect.

ζεστή κομπρέσα

noun (heated compress for pain relief)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζεστή κομπρέσα

noun (heated compress)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάση κατσαρόλας

noun (mat placed under hot dish)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καυτό σορτσάκι

plural noun (women's short pants)

καύλα

plural noun (US, slang, derogatory (sexual appetite) (αργκό, χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καυτερό πιπέρι

noun (spicy chilli pepper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έντονο ροζ

noun (bright or shocking pink)

Do you have this top in hot pink?

μάτι/εστία κουζίνας

noun (portable burner, cooking ring)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hilda left the soup to simmer on the hotplate.

μάτι/εστία κουζίνας

noun (small stove)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Before microwaves, every college student had a hot plate in their room.

καυτό θέμα

noun (figurative, informal (situation, issue: difficult)

θερμή πρέσα, καυτή πρέσα, ζεστή πρέσα

noun (device for treating paper, cloth)

βάζω κτ σε ζεστή πρέσα, περνάω κτ από ζεστή πρέσα

transitive verb (use a hot press on [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στεγνωτήριο

noun (UK, regional (place for drying clothes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περασμένος από ζεστή πρέσα

adjective (paper: treated, smooth)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

γρήγορο αμάξι

noun (slang (fast car, sports car)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We're going to go cruising in Jimmy's new hot rod.
Θα κάνουμε περιπολία με το γρήγορο αμάξι του Τζίμι.

καυτερή σάλτσα

noun (spicy liquid condiment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eating too much hot sauce can make you feel as if your tongue were on fire.

δύσκολη θέση

noun (US, slang (uncomfortable situation) (μεταφορικά)

ηλεκτρική καρέκλα

noun (US, slang (electric chair)

αξεσουάρ φλας που προσαρτάται στη μηχανή

noun (flash mount on a camera)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μεγάλο κεφάλι,επιτυχημένος

noun (slang (very important person, high achiever) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The star football player was treated like a real hot shot, but he always remained humble.

ζεστό ντους

noun (wash under heated water spray)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I always feel cleaner after having a hot shower.

θερμοπηγή, ιαματική πηγή

noun (source of naturally heated groundwater)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The water in hot springs is warmed by heat coming from the earth's interior.
Το νερό στις θερμοπηγές ζεσταίνεται από τη θερμότητα που προέρχεται από το εσωτερικό της γης.

και ο πρώτος

noun (slang ([sth] especially impressive) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This new tablet computer really is hot stuff.

γκόμενος

noun (slang ([sb] especially impressive) (αργκό: άντρας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jacqueline reckons Tony is "hot stuff."

εμπρηστικό άρθρο

noun (informal (journalism: superficial editorial)

ευέξαπτος χαρακτήρας

noun (figurative, informal (irascibility)

People avoided him because of his hot temper.
Ο κόσμος τον αποφεύγει γιατί είναι τσαντίλας.

χρήσιμη πληροφορία, σημαντική πληροφορία

noun (informal (suggestion: [sth] profitable)

The website provides hot tips for horse racing.

hot toddy

(alcoholic beverage) (ζεστό αλκοολούχο ποτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

καυτό θέμα, καυτό ζήτημα

noun (informal, figurative (subject currently of great interest) (μεταφορικά)

τζακούζι

noun (jacuzzi) (εμπορικό σήμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The hotel has a pool, a sauna, and a hot tub. After a game of football the whole team would take a dip in the hot tub.
Το ξενοδοχείο έχει πισίνα, σάουνα και τζακούζι. Μετά τον αγώνα ποδοσφαίρου όλη η ομάδα θα έκανε βουτιά στο τζακούζι.

νευριασμένος,αγανακτησμένος

adjective (slang, figurative (angry, agitated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He got very hot under the collar when I politely suggested he might be mistaken.

ζεστό νερό

noun (heated water)

Hot water is better than cold water for taking a bath.

θερμοφόρα

noun (rubber container for heated water)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On cold winter nights I tuck a hot water bottle under the blankets to warm my feet.

ζεστό κλίμα, ζέστη

noun (sunny conditions with high temperatures)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
During hot weather, I always dry the washing out of doors.

θερμού αέρα

adjective (using hot air)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αερόστατο

noun (passenger balloon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Have you ever been for a ride in a hot-air balloon?

θερμόαιμος

adjective (figurative (person: impetuous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καυτός

noun as adjective (US, figurative, informal (issue: emotive) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δεν έχω προκαθορισμένο γραφείο

intransitive verb (worker: use any desk)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εργαζόμενος που δεν έχει προκαθορισμένο γραφείο

noun (worker without assigned desk)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σύστημα οργάνωσης γραφείων όπου οι υπάλληλοι δεν έχουν συγκεκριμένο χώρο εργασίας

noun (use of unassigned desks)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καντίνα που πουλάει χοτ ντογκ

noun (kiosk or counter selling hot dogs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Whenever I pass through Chicago, I try to stop at a hot-dog stand to pick up lunch.

βάζω μπροστά με τα καλώδια

transitive verb (start a car without key)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κέντρο των εξελίξεων

noun (figurative (place where [sth] is rife) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This section of the city is a hotbed for new artists.

θερμοκήπιο, φυτώριο

noun (heated glasshouse for plants)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Using this hotbed we can grow crops even when they are out of season.

επιφάνεια ψύξης

noun (metalworking: platform for cooling)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρεββάτι που μοιράζεται με βάρδιες

noun (slang (bed shared in shifts)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μοιράζομαι ένα κρεββάτι με βάρδιες

intransitive verb (slang (share bed in shifts)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τηγανίτα

noun (US (pancake made with leavening)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θερμόαιμος, θερμοκέφαλος

noun (figurative, slang ([sb] quick to anger) (μεταφορικά)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Some hotheads were causing trouble at the protest march.

ευέξαπτος

adjective (easily angered)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My hotheaded boss loses his temper over the slightest mistake.

τηλεφωνική γραμμή άμεσης σύνδεσης

noun (direct phone connection)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company runs a free hotline for customers to call at any time, day or night.

γραμμή βοήθειας

noun (phone service: personal problems)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My neighbor answers calls on a suicide hotline.

κόκκινο τηλέφωνο

noun (between government heads) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The president got on the hotline to Moscow to discuss several emergency measures.

μαγειρευτό φαγητό

noun (UK (food: casserole)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We made a spicy hotpot for dinner.

επιτυχημένος

noun (slang (successful person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jenna is a hotshot in the world of high fashion.

επιτυχημένος

noun as adjective (slang (high-flying, successful)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Matthew intends to become a hotshot attorney.

κέντρο

noun (center of activity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This city is one of the world's great tourist hotspots.

in στέκι, in μαγαζί

noun (nightclub, entertainment venue) (καθομ: δημοφιλές μαγαζί)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We went on a date at one of the new hotspots in the city.

hotspot

noun (venue offering wifi access)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
All of the coffee shops in this city are hotspots.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hot στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hot

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.