Τι σημαίνει το hostess στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης hostess στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hostess στο Αγγλικά.
Η λέξη hostess στο Αγγλικά σημαίνει οικοδέσποινα, αεροσυνοδός, hostess, παρουσιάστρια, οικοδεσπότης, οικοδέσποινα, παρουσιαστής, παρουσιάστρια, ξενιστής, δέκτης, εξυπηρετητής, διοργανώνω, φιλοξενώ, παρέχω εξυπηρετητή, πλήθος, στρατιά, όστια, άστρα, αστέρια, αεροσυνοδός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης hostess
οικοδέσποιναnoun (of party) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) At the end of the night, Harry thanked the hostess and went home. Στο τέλος της βραδιάς, ο Χάρυ ευχαρίστησε την οικοδέσποινα και πήγε σπίτι. |
αεροσυνοδόςnoun (dated (flight attendant) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) On his flight home Bob asked the hostess for a beer, but the airline no longer served alcohol. Στην πτήση της επιστροφής, ο Μπομπ ζήτησε μια μπύρα από την αεροσυνοδό, αλλά η αεροπορική δεν πρόσφερε πλέον αλκοόλ. |
hostessnoun (at restaurant) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Sean told the hostess how many people would be joining him, and she took him to a table. |
παρουσιάστριαnoun (broadcast interviewer) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The show's hostess accepted viewer phone calls at the end of the show. |
οικοδεσπότης, οικοδέσποιναnoun ([sb]: receives guests) (σε σπίτι) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) The host welcomed his guests. Η οικοδέσποινα υποδέχτηκε τους καλεσμένους της. |
παρουσιαστής, παρουσιάστριαnoun (UK (TV: presenter) (τηλεοπτική εκπομπή) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) The host of the program is a famous actor. Ο παρουσιαστής της εκπομπής είναι ένας διάσημος ηθοποιός. |
ξενιστήςnoun (carrier of parasite) (παράσιτου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The parasite's host could be any bird. Ο ξενιστής του παρασίτου μπορεί να είναι οποιοδήποτε πτηνό. |
δέκτηςnoun (transplant recipient) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) The heart donor's family wanted to meet the host. Η οικογένεια του δωρητή της καρδιάς ήθελε να γνωρίσει τον δέκτη. |
εξυπηρετητήςnoun (internet server) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Accept the pop-up that asks if you want to connect to the host. Αποδέξου το αναδυόμενο παράθυρο που ρωτάει αν θέλεις να συνδεθείς στον εξυπηρετητή. |
διοργανώνωtransitive verb (event: hold) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Which country is hosting the next Olympic Games? Ποια χώρα διοργανώνει τους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες; |
φιλοξενώtransitive verb (receive as a guest) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My uncle hosted the prime minister in his hotel. Ο θείος μου φιλοξένησε τον πρωθυπουργό στο ξενοδοχείο του. |
παρέχω εξυπηρετητήtransitive verb (provide internet server) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Which computer is hosting the connection? Ποιος υπολογιστής παρέχει τον εξυπηρετητή; |
πλήθοςnoun (large quantity) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There was a host of nightingales, looking for food. |
στρατιάnoun (army, multitude) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The soldiers trembled as they saw the great host of the enemy. |
όστιαnoun (eucharist bread) (καθολική εκκλησία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The priest served the host at the end of mass. |
άστρα, αστέριαnoun (literary, dated (sun, moon, stars) (νύχτα) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) See how beautiful is the host of the night sky! |
αεροσυνοδόςnoun (dated (female airline steward) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The air hostess served drinks to the passengers on the flight. The more current term for air hostess is flight attendant. Κατά τη διάρκεια της πτήσης, η αεροσυνοδός σέρβιρε ποτά στους επιβάτες. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hostess στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του hostess
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.