Τι σημαίνει το gun στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gun στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gun στο Αγγλικά.

Η λέξη gun στο Αγγλικά σημαίνει όπλο, όπλο, κυνηγετικό όπλο, κανόνι, κυνηγάω, κυνηγώ, μαρσάρω, τζιν, παγίδα, αρχίζω, σκοτώνω πυροβολώντας, αεροβόλο, αντιαεροπορικό όπλο, κάννη, όπλο εκτόξευσης βελών με αναισθητικό, πιστόλι που εκτοξεύει βέλη με βεντούζες, τραβάω όπλο σε, βγάζω όπλο σε, τραβάω όπλο, βγάζω όπλο, μεγάλο όπλο για το κυνήγι ελεφάντων, υπερβολική αντίδραση, πιστόλι φωτοβολίδων, φλας, πιστόλι κόλλας, γρασαδόρος, περιορισμός οπλοκατοχής, εγκλήμα με χρήση όπλου, έμπορος όπλων, βάζω κπ στο μάτι, βάζω κπ στο στόχαστρο, έχω βάλει κτ στο μάτι, κατασκευαστής όπλων, οπλοθήκη, στόχαστρο, φοβισμένος, που τρομάζει από πυροβολισμούς, που οπλοφορεί, πυρίτιδα, πιστόλι θερμού αέρα, πληρωμένος δολοφόνος, εμπειρογνώμονας, πιστόλι κόλλας, αρχίζω να τρέχω, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης, βιάζομαι, πολυβόλο, πολυβόλου, καταιγισμός πυρών πολυβόλου, η φιλενάδα ενός γκάνγκστερ, εγκληματίας, καρφωτικό, όπλο παιχνίδι, όπλο με ακτίνες, όπλο με ακτίνες, όπλο που χρησιμοποιείται ως φόβητρο για απομάκρυνση ζώων, εξάσφαιρο περίστροφο, ατράνταχτη απόδειξη, Πω ρε μαλάκα!, ψεκαστήρας, νεροπίστολο, συρραπτικό, όπλο αναισθητοποίησης με ηλεκτρικό ρεύμα, υποπολυβόλο, οπλοπολυβόλο, αυτόματο οπλοπολυβόλο, οπλοπολυβόλο, νεροπίστολο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gun

όπλο

noun (handgun)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She put the gun in its holster.
Έβαλε το όπλο στη θήκη του.

όπλο

noun (rifle) (γενικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It was a long-barrelled gun.
Ήταν μια μακρύκανη καραμπίνα.

κυνηγετικό όπλο

noun (shotgun)

Geoff and his friends brought fifteen guns to the grouse moor that day.
Ο Τζέοφ και οι φίλοι του έφεραν δεκαπέντε κυνηγετικά όπλα στοn κυνηγότοπο με τις χήνες εκείνη τη μέρα.

κανόνι

noun (cannon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ship had several eleven-inch guns.
Το πλοίο είχε αρκετά κανόνια των έντεκα ιντσών.

κυνηγάω, κυνηγώ

intransitive verb (hunt with a gun) (με πυροβόλο όπλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The men went gunning in the forest even though it was illegal.

μαρσάρω

transitive verb (race engine) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He gunned the motor and raced away.

τζιν

noun (liquor) (οινοπνευματούχο ποτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Chris gave Mara a bottle of gin for her birthday.

παγίδα

noun (trap, snare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hunter caught a rabbit using a gin.

αρχίζω

intransitive verb (archaic (begin)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκοτώνω πυροβολώντας

phrasal verb, transitive, separable (shoot dead)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The victim was gunned down at short range.

αεροβόλο

noun (pellet rifle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντιαεροπορικό όπλο

noun (weapon: targets aircraft)

κάννη

noun (tube-shaped part of a gun)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The policemen polished the barrel of his gun before replacing it in its holster.
Ο αστυνομικός γυάλισε την κάννη του όπλου του πριν το βάλει στη θήκη του.

όπλο εκτόξευσης βελών με αναισθητικό

noun (device: for tranquillizing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They shot the lion with a dart gun so that they could examine its teeth.

πιστόλι που εκτοξεύει βέλη με βεντούζες

noun (toy: gun fires rubber tipped darts) (παιχνίδι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Billy, do not point that dart gun at your brother!

τραβάω όπλο σε, βγάζω όπλο σε

verbal expression (aim a firearm at)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
To stop the robber, the policewoman drew a gun on him and ordered him to lie on the ground.

τραβάω όπλο, βγάζω όπλο

verbal expression (pull out a firearm)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The insistent sound of the snake's rattle caused him to draw his gun as a precaution.

μεγάλο όπλο για το κυνήγι ελεφάντων

noun (hunting rifle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπερβολική αντίδραση

noun (figurative (disproportionately large response to a problem) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The police used 'elephant gun' tactics against the demonstrators.

πιστόλι φωτοβολίδων

noun (launches signal rocket)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φλας

noun (device that triggers a camera flash) (φωτογραφία: εξάρτημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιστόλι κόλλας

noun (device: applies adhesive)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A glue gun dispenses hot-melt glue which cools and solidifies very quickly.

γρασαδόρος

noun (device: lubricates)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mechanics use a grease gun to maintain lubrication.

περιορισμός οπλοκατοχής

noun (restrictions on owning firearms)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εγκλήμα με χρήση όπλου

noun (offences involving firearms)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gun crime is on the rise in Europe.

έμπορος όπλων

noun (firearms trader)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

βάζω κπ στο μάτι, βάζω κπ στο στόχαστρο

verbal expression (informal (aim to harm [sb]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My new manager has been gunning for me since I had that last period of absence.

έχω βάλει κτ στο μάτι

verbal expression (informal (seek to obtain [sth]) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She stays late every day because she's gunning for a raise.

κατασκευαστής όπλων

noun (maker of firearms)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

οπλοθήκη

noun (holds up a gun)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στόχαστρο

noun (aiming device on a firearm)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The sniper looked through the gun sight and took aim.

φοβισμένος

adjective (figurative (hesitant, nervous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που τρομάζει από πυροβολισμούς

adjective (literal (frightened by gunshots)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που οπλοφορεί

adjective (carrying a firearm)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πυρίτιδα

noun (powdered explosive)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The barrels of gunpowder were dangerously close to the flame.

πιστόλι θερμού αέρα

noun (hot-air device to strip paint, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πληρωμένος δολοφόνος

noun (informal, figurative (contract killer)

εμπειρογνώμονας

noun (informal, figurative (paid troubleshooter)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πιστόλι κόλλας

noun (device for applying adhesive)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A hot glue gun is very useful for assembling props for the theatre.

αρχίζω να τρέχω, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης

verbal expression (runner: start too soon) (σε αγώνα δρόμου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The runner jumped the gun and all the runners had to return for another start.
Ο δρομέας άρχισε να τρέχει, προτού δοθεί το σήμα εκκίνησης, και όλοι οι δρομείς έπρεπε να ξεκινήσουν εκ νέου τον αγώνα.

βιάζομαι

verbal expression (figurative, informal (do [sth] too soon)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't jump the gun; it's best to live with someone a year before getting married.

πολυβόλο

noun (automatic firearm)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The soldier was armed with a machine gun.

πολυβόλου

noun as adjective (related to machine guns) (σε γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καταιγισμός πυρών πολυβόλου

noun (hail of bullets from an automatic firearm)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We could hear the sound of machine-gun fire in the distance.

η φιλενάδα ενός γκάνγκστερ

noun (slang, dated (gangster's girlfriend)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The mobster and his moll have not appeared in public for many months.

εγκληματίας

noun (slang, dated (female criminal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's a tough moll; I know I wouldn't mess with her.

καρφωτικό

noun (power tool for inserting nails)

όπλο παιχνίδι

noun (toy rifle) (εκτοξεύει φελλό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

όπλο με ακτίνες

noun (gun that fires rays)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

όπλο με ακτίνες

noun (child's toy gun) (όχι αληθινό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

όπλο που χρησιμοποιείται ως φόβητρο για απομάκρυνση ζώων

noun (device: keeps animals off crops)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εξάσφαιρο περίστροφο

noun (US, informal (revolver: can fire six shots)

ατράνταχτη απόδειξη

noun (figurative (evidence of [sb]'s guilt)

Πω ρε μαλάκα!

interjection (US, slang (surprise) (αργκό: έκπληξη)

Son of a gun! - it's snowing again.

ψεκαστήρας

noun (device: sprays liquid)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Spray guns are much quicker than brushes or rollers when you have a large area to paint.

νεροπίστολο

noun (toy: water pistol)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Children love playing with squirt guns in the summer to stay cool. I shoot the rabbits in my garden with a squirt gun to keep them away from the vegetables.

συρραπτικό

noun (device: fixes staples to surface)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

όπλο αναισθητοποίησης με ηλεκτρικό ρεύμα

noun (weapon with electric charge)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποπολυβόλο, οπλοπολυβόλο

noun (weapon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυτόματο οπλοπολυβόλο

noun (automatic rifle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οπλοπολυβόλο

noun (automatic firearm)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mobsters burst into the bank, all toting Tommy guns.

νεροπίστολο

noun (She put the gun in its holster. (toy: water pistol)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Children usually play with water guns in the summer to keep themselves cool.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gun στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του gun

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.