Τι σημαίνει το fille στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fille στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fille στο Γαλλικά.

Η λέξη fille στο Γαλλικά σημαίνει κόρη, κορίτσι, κόρη, συντρόφισσα, θυγατρικός, κορίτσι, κοπέλα, κοπελιά, κοπέλα, γκόμενα, γυναίκα, κοριτσίστικος, τύπισσα, κοπελιά, γκόμενα, που ταιριάζει σε μια κόρη, afab, φρικιό, εγγονή, θετό παιδί, μοδάτος, προγονή, μικρανιψιά, μικρανηψιά, εγγόνι, καυλάκι, δεσποινίς, δισεγγονή, κορίτσι της πόλης, σαν κόρη, ως κόρη, φίλη, σαν κόρη, ως κόρη, γλύκα, που έχει μείνει στο ράφι, στο ράφι, μεγαλοκοπέλα, πόρνη, παιχνιδιάρα, λοξός, λοξή, γυναίκα των ονείρων μου, θετή κόρη, πατρικό, υποδειγματικό παιδί, γεροντοκόρη, αδιάφορη, εκδιδόμενη, γκόμενα,κούκλα, μπάτσελορ πάρτυ, μπάτσελορ, πεταλούδα της νύχτας, κοριτσάκι, αξιολύπητος άνθρωπος, εσωτερική νταντά, κορίτσι, κοριτσάκι, ωραία κοπέλα, μοναχοπαίδι, νεαρό κορίτσι, νεαρό κορίτσι, βιολογική κόρη, μπάτσελορ νύφης, υλίστρια, παιδί στρατιωτικού, -, κορίτσι για σπίτι, υγιέστατο κοριτσάκι, καλό κορίτσι, μέλος γυναικείας αδελφότητας, αγοροκόριτσο, κοκότα, το κορίτσι του μπαμπά, δισέγγονος, δισεγγονή, σέξι, γειτόνισσα, μπάτσελορ νύφης, εξαφανίζομαι, πατριώτισσα, φρικιό, γκομενάκι, καλός άνθρωπος, -χρονος, γυναίκα που της αρέσουν οι ομοφυλόφιλοι άντρες, Δες το/τον/την!, χαϊδεμένη, καλομαθημένη, παράξενος, αλλόκοτος, γεροντοκόρη, του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fille

κόρη

nom féminin (enfant de la famille)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a trois filles et pas de fils.
Έχει τρεις θυγατέρες και κανένα γιο.

κορίτσι

nom féminin (adolescente) (ηλικία, εφηβεία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il a quatorze ans et il commence à s'intéresser aux filles.
Είναι δεκατεσσάρων και έχει αρχίσει να προσέχει τα κορίτσια.

κόρη

nom féminin (famille)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ma fille commence l'école en septembre.
Το κοριτσάκι μου ξεκινά σχολείο τον επόμενο Σεπτέμβριο.

συντρόφισσα

nom féminin (membre d'un groupe)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle est entrée dans la communauté des Filles de la Charité.

θυγατρικός

nom féminin (produit, résultat)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Après la division cellulaire apparaissent deux cellules-filles.

κορίτσι

(enfant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Plusieurs petites filles (or: fillettes) jouaient dans le sable.
Αρκετά κορίτσια έπαιζαν στην άμμο.

κοπέλα, κοπελιά

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Qui est cette nouvelle fille à la réception?
Ποια είναι η καινούρια κοπελιά που δουλεύει στην υποδοχή;

κοπέλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γκόμενα

(καθομιλουμένη, προσβλ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Certains hommes sont prêts à tout pour le sourire d'une jolie fille.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ορισμένοι άντρες δεν σταματούν ποτέ να κυνηγούν τον ποδόγυρο, ούτε καν αφού παντρευτούν.

γυναίκα

(neutre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Qui est cette femme sexy qui vient d'entrer ?
Ποιο είναι αυτό το μανούλι που μόλις μπήκε;

κοριτσίστικος

(apparence)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τύπισσα, κοπελιά

(populaire, un peu vieilli) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γκόμενα

(populaire, un peu vieilli) (καθομ, ενίοτε προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Αυτή η γκόμενα μου ζήτησε το τηλέφωνό μου!

που ταιριάζει σε μια κόρη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

afab

(LGBT, jargon)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φρικιό

(personne) (καθομ, μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Τα παιδιά στο σχολείο έλεγαν ότι η Κάρεν ήταν φρικιό επειδή ντυνόταν διαφορετικά από όλους τους άλλους.

εγγονή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La première petite-fille d'Alice a vu le jour une semaine avant ses 80 ans.
Η πρώτη εγγονή της Άλις γεννήθηκε μια εβδομάδα πριν από τα 80ά της γενέθλια.

θετό παιδί

(fils du conjoint)

μοδάτος

(anglicisme)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Un groupe de hipsters a pris tous les sièges dans le café.
Μια ομάδα χίπστερ κατέλαβε όλες τις θέσεις στην καφετέρια.

προγονή

nom féminin (fille du conjoint)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan a une fille, donc quand je l'épouserai, j'aurai une belle-fille.

μικρανιψιά, μικρανηψιά

(fille de nièce ou neveu) (εγγονή αδερφού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εγγόνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καυλάκι

(figuré, familier) (αργκό: σέξι κοπέλα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cette actrice ne se considère pas comme une minette.

δεσποινίς

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δισεγγονή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κορίτσι της πόλης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σαν κόρη, ως κόρη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φίλη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Becky alla voir la pièce avec ses amies.
Η Μπέκυ πήγε να δει το έργο με τις φιλενάδες της.

σαν κόρη, ως κόρη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γλύκα

(personne) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'aime beaucoup Amy ; elle est adorable.

που έχει μείνει στο ράφι

nom féminin (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο ράφι

nom féminin (figuré, vieilli, familier) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À l'époque, si une femme n'était pas mariée avant ses 30 ans, on disait d'elle qu'elle était vieille fille.

μεγαλοκοπέλα

nom féminin (παλαιό, ευφημισμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Roberta s'est mariée jeune mais sa sœur, elle, est vieille fille.

πόρνη

(vieilli : prostituée)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παιχνιδιάρα

nom féminin (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λοξός, λοξή

(familier) (καθομ, μειωτικό, μτφ)

ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τι κάνει η ζουρλοπαντιέρα ο θείος σου; Ακόμα έτσι ιδιόρρυθμος είναι;

γυναίκα των ονείρων μου

nom féminin (ιδανική γυναίκα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Parfois, la femme de ses rêves n'est qu'un rêve.

θετή κόρη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Valerie est l'enfant que les Johnson ont en placement chez eux.

πατρικό

nom masculin (όνομα)

De nos jours, plusieurs femmes gardent leur nom de jeune fille après le mariage.
Στις μέρες μας πολλές γυναίκες κρατάνε το πατρικό τους, αφότου παντρευτούν.

υποδειγματικό παιδί

J'étais un enfant modèle. J'avais de bonnes notes et je ne donnais aucun problème à mes parents.

γεροντοκόρη

nom féminin (μειωτικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αδιάφορη

(μόνο θηλυκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκδιδόμενη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary est une fille de joie depuis l'adolescenc.

γκόμενα,κούκλα

nom féminin (ΗΠΑ,αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπάτσελορ πάρτυ, μπάτσελορ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Elle voulait inviter dix de ses meilleures amies à son enterrement de vie de jeune fille.

πεταλούδα της νύχτας

nom féminin (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοριτσάκι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En général, les petites filles aiment jouer à la poupée et à la corde à sauter.

αξιολύπητος άνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Andrew est vraiment un pauvre garçon : son père le bat, sa mère est alcoolique, et en plus il n'a pas d'amis.

εσωτερική νταντά

nom féminin

Ils avaient une jeune fille au pair pour s'occuper des enfants.
Είχαν μια εσωτερική νταντά να φροντίζει τα παιδιά.

κορίτσι, κοριτσάκι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Charles-Édouard et Marie-Chantal ont eu une petite fille qu'ils ont appelée Marie-Bérénice.

ωραία κοπέλα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jessica est un joli brin de fille.

μοναχοπαίδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ma mère est enfant unique, mais mon père a cinq frères et sœurs.
Η μητέρα μου είναι μοναχοπαίδι, αλλά ο πατέρας μου έχει πέντε αδέρφια.

νεαρό κορίτσι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεαρό κορίτσι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ta mère en jeans et bottes de cuir a vraiment l'air d'une jeune fille !

βιολογική κόρη

nom féminin

Elle a une fille biologique et un fils adoptif.

μπάτσελορ νύφης

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υλίστρια

nom féminin (fam)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παιδί στρατιωτικού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

-

nom féminin (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Χρησιμοποιείται ο όρος bridal shower.

κορίτσι για σπίτι

nom féminin (μτφ: κατάλληλη για γάμο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υγιέστατο κοριτσάκι

καλό κορίτσι

nom féminin

μέλος γυναικείας αδελφότητας

(Can)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αγοροκόριτσο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοκότα

(vieilli : prostituée) (παλαιό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

το κορίτσι του μπαμπά

nom féminin (familier)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δισέγγονος, δισεγγονή

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

σέξι

(femme)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γειτόνισσα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπάτσελορ νύφης

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εξαφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πατριώτισσα

(καθομ: συμπατριώτισσα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φρικιό

(familier) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un type louche a rôdé autour du café toute la journée.

γκομενάκι

nom féminin (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλός άνθρωπος

-χρονος

γυναίκα που της αρέσουν οι ομοφυλόφιλοι άντρες

(très familier, péjoratif)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Δες το/τον/την!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαϊδεμένη, καλομαθημένη

nom féminin (péjoratif)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Cette fille à papa a tout ce qu'elle veut.

παράξενος, αλλόκοτος

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'homme qui vit dans cette maison est un tordu.
Ο άντρας που ζει σε εκείνο το σπίτι είναι παράξενος (or: αλλόκοτος).

γεροντοκόρη

nom féminin (πιθανά προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah était encore vieille fille alors que toutes ses amies étaient mariées.

του

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Screaming Thunder, fils de Screaming Eagle, a remporté le Grand Prix de Preakness.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fille στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του fille

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.