Τι σημαίνει το feu στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης feu στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του feu στο Γαλλικά.
Η λέξη feu στο Γαλλικά σημαίνει φωτιά, φωτιά, εκλιπών, φανάρι, λάμψη, ζήλος, θερμοκρασία, φωτιά, ο αείμνηστος, στόχαστρο, φωτιά, εστία, μάτι, φανάρι, ανάβω, πυροβολώ, φωτιά, βραστό, πρόγραμμα προστασίας, κατάπαυση πυρός, αναπτήρας, πυροσβέστης, πυροσβέστρια, απαγόρευση κυκλοφορίας, καίγομαι, ξανανάβω, ξαναανάβω, πύρινος, πυροβολισμός, τοίχος ανθεκτικός στην φωτιά, που έχει σχήμα ήλιου, έναυσμα, ανάφλεξη πυρκαγιάς, ενθουσιάζω, κορυφαίος, προστατευτικό τζακιού, βάζω φωτιά σε κτ, βάζω φωτιά, δίνω το OK, λέω OK, OK, O.K., οκέι, κρότος, τυλιγμένος στις φλόγες, δυναμικός, μαχητικός, πυρίμαχος, πυράντοχος, ζωντανός, ακμαίος, στο προσκήνιο, στην επικαιρότητα, υπερενθουσιώδης, στην πυρά, στο φως της δημοσιότητας, στο φως της δημοσιότητας, πάνω στην ένταση της στιγμής, είμαι κατενθουσιασμένος, Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!, το φως της δημοσιότητας, βεγγαλικό, πυροτέχνημα, φωτιά, πυροβόλο όπλο, πυροβολισμός, πυροβολισμός, πυρκαγιά, φωτιά, αστράκι, φως φρένων, πυγολαμπίδα, πύρινη σφαίρα, πύρινη μπάλα, ανταλλαγή πυρών, το φως της φωτιάς, η λάμψη της φωτιάς, πυρκαγιά, φωτιά, πίσω προβολέας, αντιπυρική ζώνη, κτήριο με κίνδυνο πυρκαγιάς, παραγώνι, πράσινο φανάρι, κόκκινο φανάρι, μπάλα από φωτιά, βάπτισμα του πυρός, έρπης, πόρτα πυρασφάλειας, πυροφάγος, πρώτη γραμμή πυρός, πρόσκαιρος εντυπωσιασμός, πυρκαϊά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης feu
φωτιάnom masculin (καύση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le feu produit de la chaleur et de la lumière. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η πυρκαγιά ξέσπασε γρήγορα στο δάσος. |
φωτιάnom masculin (cuisine, camping) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils ont posé une bouilloire sur le feu. Έβαλαν μια κατσαρόλα πάνω στη φωτιά. |
εκλιπών(littéraire) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Feu John Peters était quelqu'un de bien. Ο μακαρίτης (or: συγχωρεμένος) ο Τζον Πίτερς ήταν καλός άνθρωπος. |
φανάριnom masculin (signaux de circulation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le trafic s'est arrêté quand le feu est passé au rouge. Τα αυτοκίνητα σταμάτησαν όταν το φανάρι έγινε κόκκινο. |
λάμψηnom masculin (brillant d'une pierre précieuse) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il faut tailler les diamants pour qu'ils brillent de tous leurs feux. |
ζήλοςnom masculin (ardeur) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Elle était tout feu, tout flamme. |
θερμοκρασίαnom masculin (Cuisine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Faites cuire la viande à feu vif. |
φωτιάnom masculin (dans un bâtiment, une forêt) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y avait un incendie dans un vieil entrepôt près d'ici. Η παλιά αποθήκη εδώ κοντά άρπαξε φωτιά. |
ο αείμνηστοςadjectif Feu Raymond Barre a été premier ministre sous la présidence de Valéry Giscard d'Estaing. |
στόχαστρο(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le président de l’entreprise est sous le feu des critiques des actionnaires. |
φωτιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils se sont regroupés autour du feu pour se réchauffer. |
εστία(de cuisinière) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ξέχασε την εστία της κουζίνας αναμμένη και έτσι ξεκίνησε η φωτιά που κατέκαψε όλο το διαμέρισμα. |
μάτι(de cuisinière) (σε κουζίνα αερίου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φανάρι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quand le feu (de signalisation) passe au rouge, vous devez vous arrêter. Όταν το φανάρι γίνει κόκκινο πρέπει να σταματήσεις. |
ανάβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont brûlé le gros tas de déchets qu'ils avaient collectés. |
πυροβολώ(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les soldats tiraient sur les positions ennemies. Οι στρατιώτες πυροβολούσαν τον εχθρό. |
φωτιάnom masculin (pour les fumeurs) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Excusez-moi, vous avez du feu ? Συγγνώμη, μήπως έχεις φωτιά; |
βραστό
Tom prépare un ragoût pour le dîner. Ο Τομ φτιάχνει βραστό για βραδινό. |
πρόγραμμα προστασίαςnom masculin (Informatique) (Η/Υ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il se peut que vous deviez désactiver le pare-feu pour installer le programme. |
κατάπαυση πυρόςnom masculin invariable (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Les armées ont décidé d'entamer un cessez-le-feu à Noël. |
αναπτήραςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πυροσβέστης, πυροσβέστρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Les pompiers ont été appelés pour maîtriser l'incendie. |
απαγόρευση κυκλοφορίαςnom masculin (restriction légale) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Les autorités militaires ont imposé un couvre-feu à l'attention de tous les civils. Η στρατιωτική κυβέρνηση επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας για όλους τους πολίτες. |
καίγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξανανάβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναανάβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πύρινος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le volcan fit pleuvoir des particules enflammées sur la ville voisine. Το ηφαίστειο έβγαζε πύρινα σωματίδια που έπεφταν σαν βροχή στην κοντινή πόλη. |
πυροβολισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il y a eu une fusillade dans le centre-ville hier soir et la police lance un appel à témoins. Έπεσαν πυροβολισμοί στο κέντρο της πόλης χτες βράδυ και η αστυνομία αναζητεί μάρτυρες. |
τοίχος ανθεκτικός στην φωτιάnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il y a un pare-feu entre chaque chambre de l'hôtel. |
που έχει σχήμα ήλιου(figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό το κολιέ ήλιος είναι τέλειο! Θα το αγοράσω. |
έναυσμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La violente diatribe de l'acteur fut le déclencheur des attaques des médias contre lui. |
ανάφλεξη πυρκαγιάς
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ενθουσιάζω(figuré : le public) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κορυφαίος(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προστατευτικό τζακιούnom masculin (cheminée) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βάζω φωτιά σε κτ(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les voleurs de voiture ont cramé la voiture quand ils n'en ont plus eu besoin. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κατά τη διάρκεια της πορείας στο κέντρο της πόλης πυρπολήθηκαν πολλά καταστήματα. |
βάζω φωτιά(σε κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίνω το OK, λέω OK(ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le patron a-t-il déjà approuvé le projet ? Το αφεντικό έχει δώσει το ΟΚ για την πρόταση; |
OK, O.K., οκέι(assentiment) (ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'accord du patron n'est toujours pas arrivé. |
κρότος(arme à feu) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le soldat entendit les détonations des fusils ennemis. |
τυλιγμένος στις φλόγεςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Quand nous sommes arrivés, la grange était en flammes (or: en feu). |
δυναμικός, μαχητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leurs enfants sont fougueux mais bien disciplinés. Τα παιδιά τους είναι δυναμικά αλλά πειθαρχημένα. |
πυρίμαχος, πυράντοχος(δεν πιάνει ή αντέχει) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζωντανός, ακμαίοςlocution verbale (familier) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mon grand-père a 98 ans et il pète la forme. |
στο προσκήνιο, στην επικαιρότηταlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En ce moment il est sous les feux de la rampe grâce à la sortie de son nouveau livre. |
υπερενθουσιώδης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στην πυράlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Et alors j'ai remarqué que l'étable était en feu. |
στο φως της δημοσιότητας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στο φως της δημοσιότηταςlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La star s'habitua à vivre sous les projecteurs (or: sous le feu des projecteurs). |
πάνω στην ένταση της στιγμής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι κατενθουσιασμένοςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!interjection (στρατός) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
το φως της δημοσιότητας(figuré) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Le politicien essayait d'éviter le feu des projecteurs parce qu'il n'aimait pas l'attention. |
βεγγαλικό, πυροτέχνημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ne vous approchez jamais d'un feu d'artifice qui n'a pas explosé. Μην πλησιάζετε ποτέ βεγγαλικό που δεν έχει πυροδοτηθεί. |
φωτιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous sommes allés récupérer du bois pour notre feu de joie. Πήγαμε να μαζέψουμε ξύλα για τη φωτιά μας. |
πυροβόλο όπλοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Veuillez laisser les armes à feu hors du bâtiment. |
πυροβολισμόςnom masculin pluriel (ήχος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Soudain, le bruit de coups de feu résonna dans les bois. |
πυροβολισμόςnom masculin (ήχος όπλου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nous avons entendu un coup de feu au loin. |
πυρκαγιάnom masculin (φωτιά εκτός ελέγχου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le feu de forêt a détruit une douzaine de maisons dans les collines d'Adélaïde. |
φωτιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Après dîner, il y a des Chamallows à griller sur le feu de camp. |
αστράκι(petit) (βεγγαλικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φως φρένωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πυγολαμπίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πύρινη σφαίρα, πύρινη μπάλαnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανταλλαγή πυρώνnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
το φως της φωτιάς, η λάμψη της φωτιάςnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πυρκαγιά, φωτιάnom féminin (λόγω ανέμων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πίσω προβολέαςnom masculin (véhicule) (αυτοκινήτου) |
αντιπυρική ζώνηnom masculin invariable |
κτήριο με κίνδυνο πυρκαγιάς
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παραγώνιnom masculin (εσοχή δίπλα στο τζάκι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πράσινο φανάριnom masculin (signalisation) On n'aura jamais le feu vert. |
κόκκινο φανάρι
Il faut toujours s'arrêter au feu rouge (or: au rouge). |
μπάλα από φωτιάnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ακούσαμε την έκρηξη και έπειτα είδαμε μια μεγάλη μπάλα από φωτιά να ανεβαίνει στον ουρανό. Το βυτιοφόρο προπανίου εξερράγη σε μια μεγάλη μπάλα από φωτιά. |
βάπτισμα του πυρόςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
έρπης(παθολογία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Je n'embrasse jamais personne avec un bouton de fièvre. |
πόρτα πυρασφάλειαςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πυροφάγοςnom masculin (ασυνήθιστο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πρώτη γραμμή πυρόςnom féminin (front) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρόσκαιρος εντυπωσιασμός(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πυρκαϊάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a un risque élevé de feu de forêt dans cette zone dû au manque de pluie. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του feu στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του feu
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.