Τι σημαίνει το écrasé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης écrasé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του écrasé στο Γαλλικά.
Η λέξη écrasé στο Γαλλικά σημαίνει σπάω, αντικαθιστώ, πατώ, χτυπώ, συνθλίβω, χτυπάω, χτυπώ, πολτοποιώ, αγκαλιάζω σφιχτά κπ, σβήνω, συντρίβω, πιέζω, στριμώχνω, χτυπάω, χτυπώ, συντρίβω, συνθλίβω, σβήνω, πνίγω, ηττώμαι, χτυπάω, κοπανάω, βαράω, πολτοποιώ, κάνω σκόνη, νικάω, νικώ, καταστέλλω, καταπνίγω, παίρνω τα σώβρακα, κάνω σκόνη, χτυπάω, χτυπώ, συνθλίβω, ισοπεδώνω, χτυπάω, χτυπώ, κατατροπώνω, ισοπεδώνω, κατατροπώνω, νικώ, ισοπεδώνω, νικώ, συνθλίβω, στύβω, εξαλείφω, καταπνίγω, ξεριζώνω, πολτοποιώ, νικώ, κατατροπώνω, ποδοπατάω, ποδοπατώ, πατάω, πατώ, πιέζω, καταπιέζω, εκμηδενίζω, διαλύω, τσακίζω, λιανίζω, πατώ, συντρίβω, χτυπάω, χτυπώ, πατάσσω, ποδοπατώ, συνθλίβω, κερδίζω, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, κατατροπώνω, κατατροπώνω, σφυροκοπώ, γίνομαι κομμάτια, πιτσιλάω, πιτσιλίζω, πέφτω, καταρρέω, συντρίβομαι, τσακίζομαι, πατάω, συγκρούομαι με, πέφτω πάνω σε, ποδοπατάω, τσαλαπατάω, πατάω κάνοντας όπισθεν, έχω να δώσω λόγο σε κπ, υποχωρώ, χτυπάω, χτυπώ, χτύπημα, Γκάζωσε!, το σανιδώνω, πέφτω, χτυπάω κτ πάνω σε κτ,. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης écrasé
σπάω(solides) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a écrasé la noix. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το εμπορευματοκιβώτιο έπεσε πάνω σε δύο αμάξια και τα συνέτριψε. |
αντικαθιστώ(un fichier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il s'est connecté à mon ordinateur et a écrasé mon fichier ! Συνδέθηκε στον υπολογιστή μου και αντικατέστησε το αρχείο μου! |
πατώ, χτυπώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je suis désolé : j'ai écrasé votre chat par accident ! Με συγχωρείς πολύ. Κατά λάθος πάτησα (or: χτύπησα) τη γάτα σου! |
συνθλίβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a écrasé la cannette avec son pied. Σύνθλιψε το κουτί της κονσέρβας με το πόδι της. |
χτυπάω, χτυπώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sarah a dû se rendre à l'hôpital après s'être écrasé accidentellement le doigt avec un marteau |
πολτοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen a écrasé les pommes de terre dans la casserole. Η Κάρεν έκανε πουρέ τις πατάτες μέσα στην κατσαρόλα. |
αγκαλιάζω σφιχτά κπverbe transitif (figuré) |
σβήνωverbe transitif (une cigarette) (το τσιγάρο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James éteignit (or: écrasa) sa cigarette dans le cendrier. |
συντρίβωverbe transitif (νικώ κατά κράτος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Notre armée a complètement anéanti l'ennemi. Les visiteurs ont écrasé l'équipe locale en les battant 33 à 12. Ο στρατός μας συνέτριψε ολοσχερώς τον εχθρό. Η εκτός έδρας ομάδα κατατρόπωσε την τοπική ομάδα νικώντας την, 33-12. |
πιέζω, στριμώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il semblait que la foule écrasait Pat et elle a commencé à paniquer. |
χτυπάω, χτυπώverbe transitif (un insecte,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai écrasé l'araignée avec le journal. |
συντρίβω, συνθλίβω(μεταφορικά: νικώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σβήνωverbe transitif (une cigarette) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a écrasé son mégot de cigarette dans le cendrier. |
πνίγω(figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dans cette petite pièce, il avait l'impression que les murs l'écrasaient. Μέσα στο μικρό δωμάτιο, ένιωθε σαν να τον έπνιγαν οι τοίχοι. |
ηττώμαιverbe transitif (Sports) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les points marqués par Jackson ont empêché son équipe d'être écrasée. |
χτυπάω, κοπανάω, βαράω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Τα κύματα έδερναν την ακτή. |
πολτοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais écraser une banane pour la donner à bébé Alex. δημιουργώ μουσικό mashup, δημιουργώ mashup |
κάνω σκόνηverbe transitif (figuré :vaincre facilement) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La première fois qu'il a couru, il a écrasé la concurrence et a remporté la médaille d'or. Την πρώτη φορά που αγωνίστηκε σε αγώνα δρόμου έκανε σκόνη τους αντιπάλους του και επέστρεψε στο σπίτι με ένα χρυσό μετάλλιο. |
νικάω, νικώverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En finale, le Brésil a écrasé le Canada 15 à 2. Στον τελικό αγώνα η Βραζιλία νίκησε τον Καναδά 15-2. |
καταστέλλω, καταπνίγωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gouvernement a écrasé la rébellion. |
παίρνω τα σώβρακα(αργκό, μτφ: κάποιου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Larry a écrasé Mike dans cette partie. |
κάνω σκόνη(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνθλίβωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La grosse pierre est tombée sur la main d'Emily et a écrasé ses doigts. |
ισοπεδώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le camion a écrasé la voiture. |
χτυπάω, χτυπώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Écrase les herbes avant de les ajouter au mélange. |
κατατροπώνωverbe transitif (adversaire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'équipe locale a écrasé son adversaire. |
ισοπεδώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les orages ont écrasé les cultures de maïs. |
κατατροπώνωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les troupes étaient prêtes à écraser l'ennemi. |
νικώverbe transitif (Sports, figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ισοπεδώνωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
νικώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνθλίβωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel a un appareil pour écraser les boîtes avant de les mettre dans le bac de recyclage. Η Ρέιτσελ έχει ένα μηχάνημα για να ζουλάει τα κουτάκια αλουμινίου πριν μπουν στον κάδο ανακύκλωσης. |
στύβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a serré le tube de mayonnaise tellement fort que j'en ai eu plein les trous de nez ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στύψε την πετσέτα να στραγγίξει το νερό και κρέμασέ την. |
εξαλείφω, καταπνίγω, ξεριζώνωverbe transitif (figuré) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les prêtres de l'Inquisition espagnole voulaient écraser toutes les hérésies. Οι ιερείς της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης ήλπιζαν να εξαλείψουν κάθε αίρεση. |
πολτοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On ne m'emmène jamais au restaurant parce que j'ai l'habitude d'écraser ma nourriture. |
νικώ, κατατροπώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ποδοπατάω, ποδοπατώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Autrefois, le raisin était foulé aux pieds pour en extraire le jus. |
πατάω, πατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le grand lourdaud ne regardait pas où il allait et il m'a marché sur le pied ! Marchez doucement car tu marches sur mes rêves. (W. B. Yeats) Ο πανίβλακας δεν κοίταζε που πήγαινε και μου πάτησε το πόδι! |
πιέζω, καταπιέζωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est comme si les murs l'étouffaient. |
εκμηδενίζωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'autre équipe nous a pulvérisés 5 à 0. |
διαλύω, τσακίζω, λιανίζω, πατώ, συντρίβωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χτυπάω, χτυπώ(σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Κύματα χτύπαγαν τα βράχια. |
πατάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ποδοπατώ(figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les taxes élevées piétinent les petites entreprises. |
συνθλίβω
Jane ramassait des feuilles mortes et les faisait craquer avec les mains. Η Τζέιν μάζεψε μερικά στεγνά φύλλα και τα έσπασε μέσα στη χούφτα της. |
κερδίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατατροπώνω(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'autre équipe nous a vraiment battus à plates coutures aujourd'hui ! |
κατατροπώνω(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons flanqué une déculottée à l'équipe invitée. |
σφυροκοπώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le champion en titre écrase son adversaire. |
γίνομαι κομμάτιαverbe pronominal (χτυπώ και σπάω) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) L'horloge s'est écrasée au sol après s'être détachée du mur. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η τζαμαρία θρυμματίστηκε με πάταγο. |
πιτσιλάω, πιτσιλίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les enfants s'amusaient dans la piscine et l'eau giclait partout. Τα παιδιά έκαναν χαλασμό στην πισίνα και το νερό πεταγόταν παντού. |
πέφτω, καταρρέω, συντρίβομαι, τσακίζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Après qu'ils aient déclenché les explosifs, le vieux pont s'est écrasé dans le ravin. |
πατάω(για να συμπιέσω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκρούομαι με, πέφτω πάνω σε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sous l'effet de l'alcool, il a quitté la route et est allé s'écraser contre un arbre. |
ποδοπατάω, τσαλαπατάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'écraserai du pied tout insecte que je verrai. |
πατάω κάνοντας όπισθεν
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Oh non ! Je crois que j'ai reculé dans le vélo de mon fils. Ωχ, όχι! Νομίζω ότι τώρα που έκανα όπισθεν πάτησα το ποδήλατο του γιου μου. |
έχω να δώσω λόγο σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Étant donné qu'il était riche, il n'avait de comptes à rendre à personne. |
υποχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Νομίζεις ότι μπορείς να με κάνεις να υποχωρήσω απλά απειλώντας με με μήνυση; |
χτυπάω, χτυπώ(un insecte,...) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rick écrasa une mouche avec un journal. |
χτύπημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Γκάζωσε!(figuré, familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
το σανιδώνω(familier) (αργκό, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Au vert, il appuya sur le champignon et la voiture démarra à toute vitesse. |
πέφτω(σε κτ, πάνω σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χτυπάω κτ πάνω σε κτ,
Amy s'est cogné la tête contre un rocher en nageant. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του écrasé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του écrasé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.