Τι σημαίνει το club στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης club στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του club στο Αγγλικά.

Η λέξη club στο Αγγλικά σημαίνει σύλλογος, όμιλος, μπαστούνι, ρόπαλο, κλαμπ, σπαθί, κλαμπ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπάω κπ με κτ, χτυπάω κτ με κτ, συνεισφέρω σε κτ, ομάδα μπέιζμπολ, ρόπαλο, γκλομπ, λέσχη βιβλίου, συνδρομητική υπηρεσία αποστολής βιβλίων, κλαμπ σάντουιτς, σόδα, συνεισφέρω για να κάνουμε κτ, στρεβλοποδία, ραιβοϊπποποδία, που έχει κοιλοποδία, λέσχη, φαν κλαμπ, ποδοσφαιρική ομάδα, χορωδία, μπαστούνι του γκολφ, σύλλογος γκολφ, αθλητικό κέντρο, πεζοπορικός όμιλος, τζαζ κλαμπ, jazz club, Μία από τα ίδια!, σύνδεσμος κυνοτρόφων, κλαμπ, κωπηλατική λέσχη, ιστιοπλοϊκός όμιλος, στριπτιζάδικο, λέσχη τένις, Καλώς ήρθες στο κλαμπ!, ναυτικός όμιλος, κέντρο νεότητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης club

σύλλογος, όμιλος

noun (association)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We are members of the local tennis club.
Είμαστε μέλη στον τοπικό σύλλογο τένις.

μπαστούνι

noun (sports: golf club) (αθλητικά: γκολφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He can hit the golf ball far with his new clubs.
Μπορεί να ρίξει την μπάλα του γκολφ πολύ μακριά με τα καινούρια του μπαστούνια.

ρόπαλο

noun (cudgel, heavy stick) (ματσούκι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The caveman hit the animal with a club.
Ο άνθρωπος των σπηλαίων χτύπησε το ζώο με ένα ρόπαλο.

κλαμπ

noun (dance club)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
They were dancing at the club all night.
Χόρευαν όλη νύχτα στο κλαμπ.

σπαθί

plural noun (black playing-card suit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you have an eight of clubs in your hand?
Έχεις οκτώ σπαθί στα χέρια σου;

κλαμπ

noun (figurative (shared experience) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Those of us in the over-40s club worry less about what people think of us.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (hit with heavy object) (με κάτι βαρύ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The caveman clubbed the animal.

χτυπάω

transitive verb (hit with heavy object)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The batsman clubbed the ball high into the air.

χτυπάω κπ με κτ

transitive verb (hit with heavy object)

The two men clubbed their victim with a baseball bat.

χτυπάω κτ με κτ

transitive verb (hit with heavy object)

The soldier clubbed the villager's head with his rifle butt.

συνεισφέρω σε κτ

phrasal verb, intransitive (share cost)

All Jon's colleagues clubbed together and got him a nice leaving gift.

ομάδα μπέιζμπολ

noun (professional baseball team)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Whether the player will remain with the ball club is uncertain.

ρόπαλο, γκλομπ

noun (police baton)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The officer denied hitting me with his billy club, but my bruises proved otherwise.

λέσχη βιβλίου

noun (reading group)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My book club meets the first Monday of every month to discuss a new book.

συνδρομητική υπηρεσία αποστολής βιβλίων

noun (subscription service)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The book club sends a book of its choosing to its subscribers.

κλαμπ σάντουιτς

noun (sandwich: toasted, 3 slices)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σόδα

noun (US (carbonated water, soda water)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If the cocktail is too strong for you, I can dilute it with club soda.

συνεισφέρω για να κάνουμε κτ

verbal expression (share cost)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The students clubbed together to buy a present for their teacher.

στρεβλοποδία, ραιβοϊπποποδία

noun (congenital deformity of the foot) (παραμόρφωση ποδιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Persons with a clubfoot appear to be walking on their ankles.

που έχει κοιλοποδία

adjective (having a club foot)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λέσχη

noun (suburban social club) (λέσχη της υψηλής κοινωνίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Colin applied to become a member of the country club.

φαν κλαμπ

(club for fans)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ποδοσφαιρική ομάδα

noun (soccer)

The local football club organises a tournament every year.

χορωδία

noun (group of choral singers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rick and Tracy are singing in the glee club this afternoon.

μπαστούνι του γκολφ

noun (long-handled stick used in golf)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A caddy is a person who carries your golf clubs round for you.

σύλλογος γκολφ

noun (golfing organization)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They joined the golf club in order to make new friends.

αθλητικό κέντρο

noun (fitness spa)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Join a health club and get into shape.

πεζοπορικός όμιλος

noun (group of hillwalkers)

τζαζ κλαμπ, jazz club

noun (jazz music venue)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Rita was a singer at the local jazz club.

Μία από τα ίδια!

interjection (in the same situation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύνδεσμος κυνοτρόφων

noun (dog breeders' association)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Kennel Club has strict rules about how to define different breeds of dog.

κλαμπ

noun (bar with dancing)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Some of the nightclubs stay open till 2 am.
Μερικά κλαμπ μένουν ανοικτά μέχρι τις 2 πμ.

κωπηλατική λέσχη

noun (rowboat association)

ιστιοπλοϊκός όμιλος

noun (association for sailboats and yachts)

My local sailing club organizes a regatta every September.

στριπτιζάδικο

noun (erotic entertainment venue)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λέσχη τένις

noun (association or group for tennis players)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Καλώς ήρθες στο κλαμπ!

interjection (informal, figurative (we have the same experience) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ναυτικός όμιλος

noun (boating organisation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Every year the two rival yacht clubs held a race.

κέντρο νεότητος

noun (recreation place for young people)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του club στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του club

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.