Τι σημαίνει το bain στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bain στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bain στο Γαλλικά.
Η λέξη bain στο Γαλλικά σημαίνει μπάνιο, πλύσιμο, μπάνιο, εμβύθιση, κάνω μπάνιο, πλένω, στοματικό διάλυμα, μπεν μαρί, μπεν-μαρί, σκεύος για μπεν μαρί, σκεύος για μπεν-μαρί, πλένω, στράπλες, υδατόλουτρο, ηλιοθεραπεία, ολόσωμο μαγιό, τζακούζι, στοματικό διάλυμμα, αμάνικο φόρεμα, λουτρό αίματος, κολλύριο, που κάνει ηλιοθεραπεία, μαγιό, ρούχα παραλίας, ολόσωμο, νερό της μπανιέρας, ηλιοθεραπεία, πετσέτα μπάνιου, πετσέτα σώματος, πετσέτα θαλάσσης, ηλιοθεραπεία, σκηνή αιματοχυσίας, αφρόλουτρο, μπεν μαρί, ζεστό μπάνιο, λασποθεραπεία, ατμόλουτρο, σάουνα, μπικίνι, τζακούζι, γυμνισμός, απόγευμα που αφιερώνεται στο μπάνιο, ώρα για μπάνιο, νερό στη μπανιέρα, υδρομασάζ, σκουφάκι, δίκλινο δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια και ιδιωτικό μπάνιο, εδρόλουτρο, μαγιό, ποδόλουτρο, άλατα μπάνιου, μαγιό, κάνω μπάνιο, πλένομαι, κάνω ηλιοθεραπεία, κάνω ηλιοθεραπεία, μπανιέρα με υδρομασάζ, βόλτα, χαλάκι μπάνιου, αφρόλουτρο, βρεφικό αφρόλουτρο, μαγιό, λιάζω, μαγιό, άλατα μπάνιου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bain
μπάνιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Amy se sentait beaucoup mieux après un bon bain chaud. Η Έιμι αισθάνθηκε πολύ καλύτερα μετά από ένα καυτό μπάνιο. |
πλύσιμο, μπάνιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ma file aînée m'aide à nourrir et à donner le bain au bébé. |
εμβύθιση(des choses) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il faut faire (or: laisser) tremper la poêle avant d'essayer de la laver. |
κάνω μπάνιοlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Naomi préfère prendre un bain, plutôt qu'une douche, le soir. Η Ναόμι προτιμά να κάνει μπάνιο, αντί για ντους, το βράδυ. |
πλένω(à des bébés, des enfants) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je donne son bain à mon fils à 18 h. |
στοματικό διάλυμαnom masculin Carl se brosse les dents, puis utilise un bain de bouche. Ο Καρλ πλένει τα δόντια του και μετά χρησιμοποιεί στοματικό διάλυμα. |
μπεν μαρί, μπεν-μαρίnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σκεύος για μπεν μαρί, σκεύος για μπεν-μαρίnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλένω(des bébés) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John baignait soigneusement le bébé dans l'évier. Ο Τζον έπλυνε το μωρό προσεκτικά μέσα στον νιπτήρα. |
στράπλες(vêtement : haut féminin sans bretelle) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Jane porte un bustier rose clair. |
υδατόλουτροnom masculin (appareil scientifique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ηλιοθεραπεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Maintenant la plupart des médecins s'accordent à dire que le bain de soleil est mauvais pour la santé. Οι περισσότεροι γιατροί τώρα συμφωνούν ότι η ηλιοθεραπεία είναι ανθυγιεινή. |
ολόσωμο μαγιόnom masculin Julie mit son maillot de bain et alla se jeter dans la mer. Η Τζούλια έβαλε το ολόσωμό της και έτρεξε στη θάλασσα. |
τζακούζι(®) (εμπορικό σήμα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
στοματικό διάλυμμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αμάνικο φόρεμα
|
λουτρό αίματοςnom masculin (figuré) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La bataille fut un bain de sang, avec 10 000 soldats tués. |
κολλύριο(κυριολεκτικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
που κάνει ηλιοθεραπείαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαγιόnom masculin pluriel (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ρούχα παραλίας
|
ολόσωμοnom masculin (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Je préfère les maillots de bain une pièce aux maillots de bain deux pièces qui ne couvrent pas mon ventre. |
νερό της μπανιέραςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ηλιοθεραπείαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je vais prendre un bon bain de soleil pour recharger les batteries ! |
πετσέτα μπάνιου, πετσέτα σώματοςnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a des serviettes de bain propres sous l'évier. |
πετσέτα θαλάσσηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) J'ai posé ma serviette de bain sur le sable et me suis allongé au soleil. |
ηλιοθεραπείαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un excès de bains de soleil peut entraîner des cancers de la peau. |
σκηνή αιματοχυσίαςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αφρόλουτροnom masculin (produit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπεν μαρί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Για να αποφευχθεί το κάψιμο της σοκολάτας πολύ συχνά τη λιώνουμε αργά σε μπεν μαρί. |
ζεστό μπάνιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λασποθεραπείαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un bain de boue est bon pour la peau et l'esprit. |
ατμόλουτροnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un bain de vapeur est très efficace pour éliminer les impuretés de la peau. |
σάουναnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On peut rester dans le bain de vapeur pendant une dizaine de minutes. |
μπικίνι
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) À la fête sur la plage, elle portait un maillot de bain deux-pièces. |
τζακούζι(®) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'adorerais avoir un jacuzzi pour m'y détendre en fin de journée. |
γυμνισμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nous aimions, par les chaudes nuits d'été, prendre un bain de minuit dans la mer. |
απόγευμα που αφιερώνεται στο μπάνιοnom masculin (κατά λέξη) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Avant l'arrivée de l'eau courante à la ferme, le samedi (soir) était le jour du bain, une fois tout le travail de la semaine effectué. |
ώρα για μπάνιοnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νερό στη μπανιέραnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il était si sale après sa randonnée que l'eau du bain était littéralement noire après qu'il se soit lavé. |
υδρομασάζ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σκουφάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δίκλινο δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια και ιδιωτικό μπάνιοnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εδρόλουτροnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μαγιόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ποδόλουτροnom masculin (bassine) (συσκευή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άλατα μπάνιουnom masculin pluriel |
μαγιόnom masculin (pour hommes) (αντρικό) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Si tu oublies ton maillot de bain, tu peux mettre un short. |
κάνω μπάνιοlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je préfère prendre une douche, alors que les autres aiment prendre un bain tranquillement. |
πλένομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lors de longues randonnées, c'est difficile de prendre un vrai bain. Σε μεγάλα ταξίδια πεζοπορίας, είναι δύσκολο να κάνεις μπάνιο κανονικά. |
κάνω ηλιοθεραπεία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il faisait chaud et Erika prenait un bain de soleil dans le jardin. Ήταν μια ζεστή μέρα και η Έρικα έκανε ηλιοθεραπεία στον κήπο. |
κάνω ηλιοθεραπεία
|
μπανιέρα με υδρομασάζnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) C'est bon d'aller dans le bain à remous après une séance de musculation. |
βόλταnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le président a pris un bain de foule en ville, à serrer des mains. Ο πρόεδρος έκανε μια βόλτα στην πόλη, ανταλλάσσοντας χειραψίες με τον κόσμο. |
χαλάκι μπάνιουnom masculin (sur le sol) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αφρόλουτροnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je prends un bain moussant après avoir fait du sport pour détendre les muscles. Κάνω ένα αφρόλουτρο μετά την γυμναστική για να χαλαρώσω τους μυς μου. |
βρεφικό αφρόλουτροnom masculin |
μαγιόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai acheté un nouveau maillot de bain pour la plage. Il est un peu plus petit que celui d'avant. Αγόρασα ένα καινούριο μαγιό για την παραλία. Είναι πολύ μικρότερο από το προηγούμενο. |
λιάζω(βάζω κάτι στον ήλιο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Étendu de tout son long sur le patio, le chat exposait son ventre au soleil. Η γάτα ήταν ξαπλωμένη στο αίθριο και έλιαζε την κοιλιά της. |
μαγιόnom masculin (pour hommes) (σαν βερμούδα, όχι κοντό) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Robert a mis son maillot de bain et est allé à la piscine à l'extérieur. Ο Ρόμπερτ έβαλε το μαγιό του και βγήκε έξω στην πισίνα. |
άλατα μπάνιουnom masculin pluriel |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bain στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του bain
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.