Τι σημαίνει το avion στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης avion στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avion στο Γαλλικά.
Η λέξη avion στο Γαλλικά σημαίνει αεροπλάνο, αεροσκάφος, αεροπλάνο, αεροπλάνο, αεροπλάνο, αεροπλανοφόρο, σκάφος, πηγαίνω με κτ, πάω με κτ, του αεροπλάνου, μέσο μεταφοράς για διακίνηση φορτίου, φορτηγό αεροπλάνο, ναυλωμένο αεροσκάφος, αεροπλάνο που εκτοξεύει πυραύλους, με αεροπορικό ταχυδρομείο, αεροπορικώς, αεροπορικό εισιτήριο, βυτιοφόρο όχημα, αεροπορικό ταχυδρομείο, πολεμικό αεροσκάφος, επιβατικό αεροπλάνο, επιβατικό αεροπλάνο, όσοι χωράνε σε ένα αεροπλάνο, διπλανός, αερομεταφερόμενο φορτίο, αεροπορικό ταξίδι, αεροπορικό ταξίδι, αεροταξί, μηχανή αεροσκάφους, ψεκαστικό αεροσκάφος, στρατιωτικό αεροσκάφος, επιβατικό αεροπλάνο, υπερηχητικό αεροσκάφος, αεροπορικό εισιτήριο, αεροπορικώς, ψυχολογική έκρηξη επιβάτη αεροπλάνου, αεροπορικό εισιτήριο, μαχητικό αεροσκάφος, πολεμικό αεροσκάφος, ελαφρύ αεροσκάφος, σαΐτα, αεροπορικό ταξίδι, αεροσκάφος απομακρυσμένου ελέγχου, μαχητικό αεροσκάφος, τζετ, αεροπορικό εισιτήριο, αποβιβάζομαι, πηγαίνω αεροπορικώς, έρχομαι αεροπορικώς, επιστρέφω με αεροπλάνο, τζετ, αεροπορικό ταχυδρομείο, φορτηγό αεροσκάφος, αερομεταφορά, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αεροπορική επιστολή, πτήση με αεροπλάνο, πετάω, μαχητικό αεροσκάφος, χαρτικά αεροπορικής αλληλογραφίας, πετάω με τζετ, μεταφέρω αεροπορικώς, μεταφέρω αεροπορικώς, μικρό αεροσκάφος που δεν απαιτεί αεροδρόμιο για την απογείωση και την προσγείωσή του, φάντασμα, μεταφέρω, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης avion
αεροπλάνο(aéronautique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous sommes montés à bord de l'avion avec dix minutes d'avance. Επιβιβαστήκαμε στο αεροπλάνο δέκα λεπτά νωρίτερα. |
αεροσκάφος(courant) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Shawna a travaillé sur les systèmes électriques de plusieurs avions. Ο Σόνα έχει εργασιακή εμπειρία σε ηλεκτρικά συστήματα διαφόρων αεροσκαφών. |
αεροπλάνοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les passagers ont embarqué à bord de l'avion de manière ordonnée. Οι επιβάτες επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο με τάξη. |
αεροπλάνοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Allez, on va faire décoller cet avion ! |
αεροπλάνοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αεροπλανοφόροnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκάφος(avion) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mon père m'emmène faire un tour dans son avion. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Μπιλ οδήγησε κωπηλατώντας το μικρό σκάφος ανάμεσα στα βράχια. |
πηγαίνω με κτ, πάω με κτ
Steve est allé à Oxford en train. Ο Στηβ ταξίδεψε με τρένο στην Οξφόρδη. |
του αεροπλάνουlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέσο μεταφοράς για διακίνηση φορτίουnom masculin (avion) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φορτηγό αεροπλάνοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ναυλωμένο αεροσκάφος(anglicisme) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αεροπλάνο που εκτοξεύει πυραύλουςnom masculin (aéronautique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Certains avions-fusées sont capables d'atteindre des vitesses de plus de Mach 6. |
με αεροπορικό ταχυδρομείοadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αεροπορικώςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As-tu envoyé le colis par avion ? |
αεροπορικό εισιτήριοnom masculin J'adorerais aller voir ma famille en Afrique du Sud mais je ne peux pas me payer le prix du billet d'avion. |
βυτιοφόρο όχημα(bateau : pétrole) |
αεροπορικό ταχυδρομείο
|
πολεμικό αεροσκάφος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επιβατικό αεροπλάνοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επιβατικό αεροπλάνοnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
όσοι χωράνε σε ένα αεροπλάνο(ως αριθμητικό) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
διπλανόςnom masculin (σε μεταφορικό μέσο) |
αερομεταφερόμενο φορτίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αεροπορικό ταξίδιnom masculin Le voyage aérien n'est plus un voyage émerveillant comme c'était le cas il y a cinquante ans. |
αεροπορικό ταξίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Depuis les événements du 11 septembre 2001, le transport aérien a changé de façon significative. |
αεροταξίnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μηχανή αεροσκάφουςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ψεκαστικό αεροσκάφοςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στρατιωτικό αεροσκάφοςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επιβατικό αεροπλάνοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υπερηχητικό αεροσκάφοςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αεροπορικό εισιτήριοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) As-tu déjà réservé ton billet d'avion? Έχεις κλείσει αεροπορικό εισιτήριο; Η χρήση έντυπων αεροπορικών εισιτηρίων μειώνεται στην εποχή των υπολογιστών. |
αεροπορικώςnom masculin (ταχυδρομείο: υπηρεσία) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ψυχολογική έκρηξη επιβάτη αεροπλάνουnom féminin (de la part des passagers) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αεροπορικό εισιτήριοnom masculin Presque tous les billets d'avion sont électroniques de nos jours. |
μαχητικό αεροσκάφος, πολεμικό αεροσκάφοςnom masculin |
ελαφρύ αεροσκάφοςnom masculin |
σαΐταnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les enfants lançaient des avions en papier à travers la pièce. |
αεροπορικό ταξίδιnom masculin Le plus long vol en avion que j'aie jamais fait était entre Khartoum et Singapour. |
αεροσκάφος απομακρυσμένου ελέγχουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μαχητικό αεροσκάφος
|
τζετnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αεροπορικό εισιτήριοnom masculin |
αποβιβάζομαιverbe intransitif (από αεροπλάνο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πηγαίνω αεροπορικώςlocution verbale (personne) Nous partons en vacances en avion juste avant Noël. Η πτήση μου θα πετάξει για την Ατλάντα αύριο στις τέσσερις το πρωί. |
έρχομαι αεροπορικώςlocution verbale Justin prévoit d'arriver en avion lundi. Ο Τζάστιν σκοπεύει να έρθει αεροπορικώς τη Δευτέρα. |
επιστρέφω με αεροπλάνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τζετ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Nate n'avait jamais voyagé en avion à réaction et était excité de monter à bord. Ο Νέιτ δεν είχε ξαναμπεί σε τζετ και ήταν ενθουσιασμένος με την πτήση. |
αεροπορικό ταχυδρομείοnom masculin |
φορτηγό αεροσκάφοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La tour de contrôle a autorisé l'avion cargo à décoller. |
αερομεταφορά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom masculin |
αεροπορική επιστολήnom masculin (ταχυδρομείο) |
πτήση με αεροπλάνοlocution verbale (personne) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Certaines personnes ont peur de prendre l'avion. Το να πετάνε μπορεί να είναι τρομακτικό για μερικούς ανθρώπους. |
πετάω(personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous avons pris l'avion jusqu'à San Francisco l'été dernier. |
μαχητικό αεροσκάφοςnom masculin (aviation) Peter a piloté un avion de chasse pendant la guerre. |
χαρτικά αεροπορικής αλληλογραφίαςadjectif (lettre, colis) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πετάω με τζετ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le président a voyagé en avion à réaction jusqu'à New York pour la conférence de presse. Ο πρόεδρος πέταξε στη Νέα Υόρκη με τζετ για τη συνέντευξη τύπου. |
μεταφέρω αεροπορικώς
Le pilote transportait une cargaison par avion entre les deux villes. Ο πιλότος μετέφερε εμπορεύματα αεροπορικώς από τη μια πόλη στην άλλη. |
μεταφέρω αεροπορικώς
Το ελικόπτερο μετέφερε αεροπορικώς τον τραυματισμένο ορειβάτη στο νοσοκομείο. |
μικρό αεροσκάφος που δεν απαιτεί αεροδρόμιο για την απογείωση και την προσγείωσή του
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Un avion de cabotage est parfois le seul moyen d'accéder à des lieux isolés. |
φάντασμαnom masculin (ζαργκόν: στρατός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεταφέρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jet a transporté la navette jusqu'à la station de décollage. |
nom masculin (aéronef atmosphérique) L'avion atterrit à l'aéroport. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avion στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του avion
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.