Τι σημαίνει το apparaître στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης apparaître στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apparaître στο Γαλλικά.
Η λέξη apparaître στο Γαλλικά σημαίνει εμφανίζομαι, φαίνομαι, εμφανίζομαι, δημιουργούμαι, διαρρέω, εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, ανακύπτω, ξεπετάγομαι, πετάγομαι, δημιουργούμαι, προκύπτω, προκύπτω, εμφανίζομαι, βγαίνω, βγαίνω στην επιφάνεια, ξεφυτρώνω, εμφανίζομαι, φαίνεται το κεφάλι, βγαίνει το κεφάλι, ξεπροβάλλω, λάμπω, αστράφτω, εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, προβάλλω, εξανθώ, ξεσπάω, έρχομαι στο προσκήνιο, προκύπτω, πραγματοποιούμαι, πραγματώνομαι, ορθώνομαι, συνειδητοποιώ, φυτρώνω, εμφανίζομαι, βγαίνω, εμφανίζομαι, αποκαλύπτομαι, καθιστώ κτ προφανές, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, προέρχομαι, πηγάζω, εκπηγάζω, προκύπτω, εμφανίζομαι σιγά-σιγά, επινοώ, εφευρίσκω, εμφανίζω, βγάζω, προχωρώ,πηγαίνω μπροστά, φαίνομαι καθαρά, φαίνομαι ξεκάθαρα, δίνω εντύπωση, δημιουργώ εντύπωση, βλέπω κτ σιγά-σιγά, δημιουργώ, δείχνω, φαίνομαι, εμφανίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης apparaître
εμφανίζομαι, φαίνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils finirent par apparaître en bout de plage. Τελικά, εμφανίστηκαν (or: φάνηκαν) στην άλλη άκρη της παραλίας. |
εμφανίζομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La peste est apparue en Angleterre en 1348. |
δημιουργούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαρρέω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il est apparu que deux personnes revendiquaient le prix. Διέρρευσε ότι άλλα δύο άτομα είχαν ήδη διεκδικήσει το έπαθλο. |
εμφανίζομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εμφανίζομαι, ανακύπτωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Des problèmes sont apparus quand nous avons installé le nouveau logiciel. Όταν εγκαταστήσαμε το νέο λογισμικό άρχισαν να εμφανίζονται (or: να ανακύπτουν) προβλήματα. |
ξεπετάγομαι, πετάγομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Πολλά μαγαζιά με μεταχειρισμένα έχουν ξαφνικά αρχίσει να ξεπετάγονται στην πόλη μου. |
δημιουργούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'univers est apparu avec le big bang. |
προκύπτωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si la communication ne s'améliore pas, des problèmes apparaîtront rapidement. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα προκύψουν προβλήματα αν δεν διαλυθεί το πλήθος. |
προκύπτω, εμφανίζομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le procès a dû être ajourné lorsqu'une nouvelle preuve est apparue. Η δίκη έπρεπε να διακοπεί όταν στοιχεία βγήκαν στο φως νέα αποδεικτικά. |
βγαίνω(boutons,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βγαίνω στην επιφάνεια(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ned croyait avoir réglé tous les problèmes du logiciel, mais de nouveaux problèmes continuaient à apparaître. Ο Νεντ πίστευε ότι διόρθωσε όλα τα προβλήματα με το πρόγραμμα, αλλά συνεχώς προέκυπταν νέα. |
ξεφυτρώνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Des fleurs sont apparues sur la plante. |
εμφανίζομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si vous appuyez sur ce bouton, l'image va apparaître à l'écran. Αν πιέσεις αυτό το πλήκτρο πρέπει να εμφανιστεί η εικόνα στην οθόνη σου. |
φαίνεται το κεφάλι, βγαίνει το κεφάλιnom féminin (tête du bébé durant l'accouchement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tom était là quand la tête du bébé est apparue. |
ξεπροβάλλω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le soleil apparut au-delà des montagnes. |
λάμπω, αστράφτω(figuré) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'espoir apparut sur le visage de Ben. |
εμφανίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, προβάλλωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les nuages se dissipèrent et le soleil apparut. Έφυγαν τα σύννεφα και βγήκε ο ήλιος. |
εξανθώ(εξάνθημα, επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Des rougeurs sont apparus sur mes bras dès que j'ai mangé le poisson. |
ξεσπάωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έρχομαι στο προσκήνιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προκύπτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le problème ne s'est produit qu'une seule fois. Το πρόβλημα έχει προκύψει μόνο μία φορά. |
πραγματοποιούμαι, πραγματώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ορθώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Προς τα βόρεια της πόλης, ορθωνόταν ένα ηφαίστειο. |
συνειδητοποιώ(changement de sujet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Soudain, elle prit conscience que jamais elle ne reverrait son père. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ τον πατέρα της. |
φυτρώνω, εμφανίζομαιverbe intransitif (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βγαίνωverbe intransitif (fantôme) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les fantômes sortent (or: apparaissent) de nuit. |
εμφανίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il est apparu dans de nombreuses émissions télévisées. Έχει εμφανιστεί σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές. |
αποκαλύπτομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La vérité n'est peut-être pas encore évidente, mais tôt ou tard elle apparaîtra au grand jour. Η αλήθεια δεν είναι εμφανής ακόμη αλλά με τον καιρό θα αποκαλυφθούν όλα. |
καθιστώ κτ προφανές
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nouvelle étude met en évidence le fait qu'il faut se concentrer davantage sur la lutte contre les troubles de l'alimentation. |
καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tout d'un coup, l'énormité de ce que j'avais fait m'apparut. |
προέρχομαι, πηγάζω, εκπηγάζω, προκύπτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On pense que la civilisation humaine serait née (or: serait apparue) dans la région entre le Tigre et l'Euphrate. |
εμφανίζομαι σιγά-σιγάlocution verbale (images) |
επινοώ, εφευρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εμφανίζω, βγάζωverbe transitif (κυρίως για ταχυδακτυλουργίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les spectateurs ont baillé quand le magicien a fait apparaître un autre lapin de son chapeau. Το κοινό έμεινε με το στόμα ανοιχτό, την ώρα που ο μάγος έβγαλε ακόμη έναν λαγό από το καπέλο. |
προχωρώ,πηγαίνω μπροστά(Informatique) (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Σας παρακαλώ, αφήστε τις γυναίκες και τα παιδιά να πάνε μπροστά στη σειρά. Απλά κάνε κλικ σε μια καρτέλα για να κάνεις ένα άλλο παράθυρο να πάει μπροστά. |
φαίνομαι καθαρά, φαίνομαι ξεκάθαρα
Quand il s'est mis à me demander de l'argent, ses vraies intentions sont apparues en pleine lumière. |
δίνω εντύπωση, δημιουργώ εντύπωση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Δεν είμαι σίγουρος τη εντύπωση δημιουργεί η ομιλία μου. |
βλέπω κτ σιγά-σιγάlocution verbale (spectateur) Au début du film, on voit apparaître en fondu la scène d'une famille qui dîne. |
δημιουργώverbe transitif (από το πουθενά, από το τίποτα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'employé du magasin a fait apparaître une paire de chaussures à ma taille. |
δείχνω, φαίνομαιlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne connais pas bien Émilie, mais elle donne l'impression d'être une fille intelligente. Δεν ξέρω καλά την Έμιλι, αλλά φαίνεται να είναι έξυπνο κορίτσι. |
εμφανίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apparaître στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του apparaître
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.