Τι σημαίνει το venir στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης venir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του venir στο Γαλλικά.

Η λέξη venir στο Γαλλικά σημαίνει έρχομαι, φτάνω, έρχομαι, έρχομαι, συμβαίνω, εμφανίζομαι, παρίσταμαι, παρευρίσκομαι, πηγαίνω, φτάνω, έρχομαι, -, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, πηγαίνω, βουρκώνω, εμφανίζομαι, μένω, ζω, κατοικώ, έρχομαι, γεννιέμαι, αντέχω, τελειοποιώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, μελλοντικός, συμβαίνω, ακολουθώ, στηρίζω, ενισχύω, συμβαίνω μετά, έρχομαι μετά, προχωράω σε κτ, επισπεύδω, καλώ, ακολουθώ, καλώ, προσκαλώ, μόλις κυκλοφόρησε, που μόλις κυκλοφόρησε, καινούριος, φρέσκος, επόμενος, αυτό που επιφυλάσσει κτ, καινούριος σε κτ, νέος σε κτ, μπρος-πίσω, μπρος πίσω, για τα επόμενα χρόνια, σε έλλειψη, μελλοντικό γεγονός, επόμενες γενιές, βοηθάω, δημοσιοποιούμαι, γνωστοποιούμαι, φέρνω, πηγαινοέρχομαι, γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι, τσακώνομαι, έρχομαι στα χέρια, πιάνομαι στα χέρια, έρχομαι στο μυαλό/στη μνήμη, προστρέχω σε βοήθεια, προστρέχω σε βοήθεια, σώζω την κατάσταση, περνώ από το μυαλό, ξεκαθαρίζω, τακτοποιώ εκκρεμότητες, έρχομαι ειρηνικά, μπαίνω στο ψητό, φτάνω στο ψητό, προέρχομαι, έρχομαι, σέρνομαι, προέρχομαι από κτ, προηγούμαι, κατάγομαι, είμαι, έρχομαι μαζί με κπ, υπονοώ, υπαινίσσομαι, προέρχομαι, πηγάζω, εκπηγάζω, προκύπτω, καλώ, προσκαλώ, σώζω, προσφέρω βοήθεια, βοηθώ, δίνω οδηγίες, φροντίζω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, καλώ, φωνάζω, υπονοώ, εννοώ, απορροφώμαι σιγά σιγά, κατάγομαι από κτ, προέρχομαι από κτ, προκύπτω από κτ, προέρχομαι από κτ, φέρνω, συζητάω, συζητώ, παίρνω μαζί μου, φέρνω μαζί μου, νεογέννητος, που μόλις κυκλοφόρησε, ζεστός-ζεστός, μόλις, εδώ μόλις, προχωρώ,πηγαίνω μπροστά, τρέχω να βοηθήσω κπ, προηγούμαι, φτάνω μαζί, φτάνω ταυτόχρονα, προέρχομαι από κτ, συνεπάγομαι, περνάω από το μυαλό κάποιου, παλεύω με κτ, προσπαθώ να επικοινωνήσω, τελειώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης venir

έρχομαι

verbe intransitif (προχωρώ προς)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Viens ici et lis ça.
Έλα εδώ να διαβάσεις κάτι.

φτάνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La ligne de bus ne vient pas jusqu'ici.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το λεωφορείο δεν έρχεται ως εδώ.

έρχομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vendredi vient à la fin de la semaine.

έρχομαι, συμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
De bonnes choses arrivent à ceux qui sont patients.

εμφανίζομαι

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous étions censées prendre le thé à cinq heures, mais elle n'est pas venue.
Υποτίθεται ότι θα βρισκόμασταν για τσάι στις πέντε, αλλά δεν εμφανίστηκε.

παρίσταμαι, παρευρίσκομαι, πηγαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Peu d'électeurs sont venus voter le jour de l'élection.
Δεν πήγαν πολλοί να ψηφίσουν την ημέρα των εκλογών.

φτάνω, έρχομαι

verbe intransitif (heure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'heure est venue pour vous de vous marier.
Έχει φτάσει (or: έρθει) η ώρα να παντρευτείτε εσείς οι δυο.

-

verbe intransitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Est-ce que tu viens au pub avec nous ?
Θα έρθεις μαζί μας στην παμπ;

εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il était impossible de savoir quand il viendrait, il n'était jamais à l'heure.
Δεν περίμενα να εμφανιστεί στο πάρτι μου αφού δεν τον είχα καλέσει. Κανείς δεν έλεγε πότε θα εμφανιστεί (or: παρουσιαστεί). Πάντα αργούσε.

βουρκώνω

verbe intransitif (larmes)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
S'il chante une chanson triste, je sens que les larmes vont me monter aux yeux.
Εάν πει ένα στενάχωρο τραγούδι σίγουρα θα βουρκώσω.

εμφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μένω, ζω, κατοικώ

verbe intransitif (localisation actuelle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je viens de New York, mais j'ai grandi dans le Connecticut.

έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je viens du Zimbabwe, mais j'ai grandi en Picardie.

γεννιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αντέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τελειοποιώ

(le cœur de [qqn])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Λίο τελικά τελειοποίησε το δύσκολο κομμάτι στο πιάνο μετά από μήνες εξάσκησης.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μελλοντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les plans d'affaires futurs devront inclure un budget.
Τα μελλοντικά επαγγελματικά σχέδια πρέπει να περιλαμβάνουν προϋπολογισμό.

συμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στηρίζω, ενισχύω

(aider)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gouvernement a soutenu financièrement l'organisation humanitaire.
Η κυβέρνηση στήριξε (or: ενίσχυσε) την φιλανθρωπική οργάνωση.

συμβαίνω μετά, έρχομαι μετά

(dans le temps)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προχωράω σε κτ

επισπεύδω

(un processus, un départ,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Ρέιτσελ ήταν τόσο ενθουσιασμένη για τα γενέθλιά της που πήγε για ύπνο από τις 8 για να επισπεύσει την άφιξη αυτής της ιδιαίτερης μέρας της.

καλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim a appelé un médecin lorsque la fièvre de son fils s'est aggravée.
Ο Τζιμ κάλεσε έναν γιατρό όταν ο πυρετός του γιου του χειροτέρευσε.

ακολουθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dans l'alphabet, la lettre B suit la lettre A.
Στην αλφαβήτα το γράμμα Β ακολουθεί το γράμμα Α.

καλώ, προσκαλώ

(des personnes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons du monde à dîner demain.

μόλις κυκλοφόρησε

(journal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nouvelle lettre d'information du club vient de sortir.

που μόλις κυκλοφόρησε

locution verbale (live, rapport)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il y a un livre qui vient de sortir qui couvre ce sujet en détail. Le nouveau roman de l'auteur vient de sortir en poche.
Υπάρχει ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε και καλύπτει αναλυτικά το θέμα. Το καινούριο βιβλίο του συγγραφέα που μόλις κυκλοφόρησε είναι χαρτόδετο.

καινούριος, φρέσκος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'allais prendre un bol de céréales mais on est justement d'être à court de lait.

επόμενος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Entre ses déplacements professionnels et les miens, on ne va pas se voir beaucoup dans les semaines à venir.

αυτό που επιφυλάσσει κτ

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous ne savons pas ce qui est à venir dans les prochaines années.
Δεν έχουμε ιδέα τις μας επιφυλάσσουν τα επόμενα χρόνια.

καινούριος σε κτ, νέος σε κτ

(compétences)

μπρος-πίσω, μπρος πίσω

locution verbale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
J'ai passé la journée à aller et venir.

για τα επόμενα χρόνια

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
De grands déficits de balances des paiements sont attendus pour les années à venir (or: dans les années à venir).

σε έλλειψη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μελλοντικό γεγονός

nom masculin (κάτι που θα συμβεί στο μέλλον)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La lettre d'information a une liste des événements intéressants à venir dans le quartier.

επόμενες γενιές

nom féminin pluriel

Il est important de préserver la planète pour les générations à venir.

βοηθάω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Certains criminels apaisent leur conscience en venant en aide aux pauvres.

δημοσιοποιούμαι, γνωστοποιούμαι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'humoriste avait peur que si son homosexualité venait à se savoir, sa carrière en souffrirait.

φέρνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tu veux venir le chercher, dépêche-toi parce que ça part vite.

πηγαινοέρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Durant la récré, les élèves peuvent aller et venir comme ils veulent.

γεννιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Internet n'a pas vu le jour spontanément. Il est le résultat de dizaines d'années de recherche et développement.

έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il est venu au monde en criant et en donnant des coups de pied comme nous tous.

τσακώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έρχομαι στα χέρια, πιάνομαι στα χέρια

locution verbale (se battre)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Avant la fin de la soirée, son fiancé et son ex en sont venus aux mains.
Πριν τελειώσει η βραδιά, ο αρραβωνιαστικός της και ο πρώην της πιάστηκαν στα χέρια.

έρχομαι στο μυαλό/στη μνήμη

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a essayé de résoudre le problème en faisant un brainstorming, en notant tout ce qui lui venait à l'esprit.

προστρέχω σε βοήθεια

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle m'est rapidement venue en aide quand j'en ai eu besoin.

προστρέχω σε βοήθεια

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Οι τραυματιοφορείς θα προστρέξουν σε βοήθεια οποιουδήποτε τραυματισμένου. Ο Ερυθρός Σταυρός προσέτρεξε στη βοήθεια χιλιάδων τραυματισμένων και αστέγων μετά τον σεισμό.

σώζω την κατάσταση

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περνώ από το μυαλό

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ne me dis pas qu'une mauvaise pensée ne t'est jamais venue à l'esprit.

ξεκαθαρίζω, τακτοποιώ εκκρεμότητες

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Une fois que je serai venu à bout de mes papiers, toi et moi sortirons manger pour fêter ça.

έρχομαι ειρηνικά

μπαίνω στο ψητό, φτάνω στο ψητό

(καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a fallu longtemps à Natalie pour qu'elle en vienne au fait.

προέρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
D'où l'idée d'écrire ce livre tire son origine ?
Πώς γεννήθηκε η ιδέα σου να γράψεις το βιβλίο;

έρχομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu viens chez moi (or: à la maison) plus tard, on peut faire nos devoirs ensemble.
Αν περάσεις αργότερα, μπορούμε να κάνουμε μαζί τα μαθήματά μας.

σέρνομαι

locution verbale (μτφ: σέρνω τα πόδια μου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προέρχομαι από κτ

(mot)

Le verbe "déduire" dérive du latin.
Η λέξη «deduct» προέρχεται από τα λατινικά.

προηγούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le nombre 2 vient avant 3 et 4 vient avant 5.

κατάγομαι, είμαι

(d'une région)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle vient d'Inde. Il vient d'une région très pauvre du pays.
Κατάγεται (or: Είναι) από την Ινδία. Κατάγεται (or: Είναι) από ένα πολύ φτωχό μέρος της χώρας.

έρχομαι μαζί με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je m'en vais. Tu viens avec moi ?
Φεύγω τώρα. Θα με συνοδεύσεις ή όχι;

υπονοώ, υπαινίσσομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Où veux-tu en venir ?
Τι υπονοείς;

προέρχομαι, πηγάζω, εκπηγάζω, προκύπτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
D'où vient cette idée saugrenue ?

καλώ, προσκαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous lui avons fait signe de nous rejoindre à notre table.

σώζω

(une personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julia voyait que la petite fille était en danger et l'a sauvée.
Η Τζούλια αντιλήφθηκε ότι το κοριτσάκι βρισκόταν σε κίνδυνο και το έσωσε.

προσφέρω βοήθεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βοηθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω οδηγίες

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils indiquent aux touristes comment aller au mausolée.

φροντίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tout à coup, il lui est venu à l'esprit (or: il lui a traversé l'esprit) que ses remarques pouvaient blesser les autres.
Ξαφνικά αντιλήφθηκε ότι τα σχόλιά της ενδέχεται να προσέβαλαν τους άλλους.

καλώ, φωνάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il est très malade, je crois qu'il faudrait faire venir un médecin.

υπονοώ, εννοώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne vois pas où tu veux en venir.
Δεν καταλαβαίνω πού το πας.

απορροφώμαι σιγά σιγά

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suis venu à l'enseignement après avoir échoué aux examens de médecine.
Αφού απέτυχα να περάσω τις εξετάσεις στην ιατρική, με απορρόφησε σιγά σιγά η διδασκαλία.

κατάγομαι από κτ, προέρχομαι από κτ

Son grand-père venait de Grèce.

προκύπτω από κτ, προέρχομαι από κτ

Ces problèmes viennent (or: proviennent) de l'attaque terroriste d'il y a quelques années.
Αυτά τα προβλήματα προέρχονται (or: απορρέουν) από την τρομοκρατική επίθεση που έγινε πριν μερικά χρόνια.

φέρνω

(urbain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συζητάω, συζητώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω μαζί μου, φέρνω μαζί μου

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν πρόκειται για ιδιωτικό γεύμα, επομένως σας παρακαλώ προσκαλέστε τους φίλους σας και φέρτε ένα μπουκάλι κρασί μαζί σας.

νεογέννητος

locution verbale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μόλις κυκλοφόρησε

locution verbale (film, CD)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le dernier film de Jude Law vient de sortir en salle.

ζεστός-ζεστός

(information) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
L'info de dernière minute, c'est qu'Alice a annulé le mariage.

μόλις

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu veux une autre tasse de thé ? Je viens (juste) de t'en faire une !
Θέλεις κι άλλο τσάι; Μόλις σου έφτιαξα!

εδώ μόλις

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je viens juste d'arriver.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήμουν σ' αυτό ακριβώς το σημείο την περασμένη εβδομάδα όταν επισκέφθηκα την Έλεν.

προχωρώ,πηγαίνω μπροστά

(κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Σας παρακαλώ, αφήστε τις γυναίκες και τα παιδιά να πάνε μπροστά στη σειρά. Απλά κάνε κλικ σε μια καρτέλα για να κάνεις ένα άλλο παράθυρο να πάει μπροστά.

τρέχω να βοηθήσω κπ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προηγούμαι

verbe intransitif (είμαι πρώτος σε σειρά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Qui est arrivé en premier : l'œuf ou la poule ?

φτάνω μαζί, φτάνω ταυτόχρονα

Vu qu'ils prennent le même bus, ils arrivent toujours ensemble.
Πάντα φτάνουν ταυτόχρονα, αφού παίρνουν το ίδιο λεωφορείο.

προέρχομαι από κτ

(έχω ως πηγή)

Les trois-quarts de notre approvisionnement quotidien en eau viennent (or: proviennent) de lacs, de rivières et de cours d'eau
Τα τρία τέταρτα της ημερήσιας προμήθειάς μας σε νερό προέρχονται από λίμνες, ποτάμια και ρυάκια.

συνεπάγομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La réussite vient avec le travail.
Η επιτυχία συνεπάγεται σκληρή δουλειά.

περνάω από το μυαλό κάποιου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ne vous est-il jamais venu à l'esprit qu'elle pouvait peut-être s'y opposer ?
Σου πέρασε καθόλου από το μυαλό ότι μπορεί να διαφωνήσει;

παλεύω με κτ

(d'un problème) (μεταφορικά)

Il est toujours aux prises avec les verbes irréguliers en français.
Ακόμη παλεύει με τα ανώμαλα ρήματα της γαλλικής.

προσπαθώ να επικοινωνήσω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai essayé de venir en aide (or: tendre la main) à la famille quand ils étaient dans le besoin.
Προσπάθησα να επικοινωνήσω με την οικογένεια σε αυτή τους τη δύσκολη στιγμή.

τελειώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si le matériel médical vient à manquer, des vies seront mises en danger.
Εάν αφήσουμε τα ιατρικά αναλώσιμα να τελειώσουν θα κινδυνέψουν ζωές.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του venir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του venir

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.