Τι σημαίνει το abandonné στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης abandonné στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του abandonné στο Γαλλικά.
Η λέξη abandonné στο Γαλλικά σημαίνει εγκαταλείπω, αφήνω, εγκαταλείπω, αφήνω, εγκαταλείπω, αφήνω, αφήνω, παραγκωνίζομαι, αφήνω, τα παρατάω, παραδίνομαι, χάνομαι, εγκαταλείπω, παρατάω, εγκαταλείπω, παρατάω, αποχωρώ από κτ, εγκαταλείπω, εγκαταλείπω, παραδίνομαι, παρατάω, παρατώ, παραιτούμαι από κτ, παραδίδω, παραδίνω, παρατάω, εγκαταλείπω, αποσύρω, εγκαταλείπω, απορρίπτω, εγκαταλείπω, παραδίδομαι, απαρνούμαι, αφήνω κτ στο ράφι, αφήνω κτ στον πάγκο, εγκαταλείπω, υποχωρώ, εγκαταλείπω, παραιτούμαι, αποκηρύσσω, παραιτούμαι από κτ, φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ, εγκαταλείπω, παρατάω, εγκαταλείπω, αφήνω, απορρίπτω, πετάω, εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ, σταματώ, παραμελώ, εγκαταλείπω, αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ, τελειώνω, αφήνω, πετάω, πετώ, εγκαταλελειμμένος, εγκαταλελειμμένος, αποκλεισμένος, αδέσποτος, εγκαταλελειμμένος, εγκαταλελειμμένος, εγκαταλειμμένο, που τον έχουν πετάξει, ξεπερασμένος, εγκαταλελειμμένος, εγκαταλελειμμένος, εγκαταλελειμμένος, αχρηστευμένος, έκθετο παιδί, μόνος, έρημος, που έχει απορριφθεί, που απορρίφθηκε, παραδίδω, πέφτω, αδικαιολογήτως απών, αδικαιολογήτως απών, παραδίδομαι σε κτ, απολαμβάνω, παραιτούμαι, χάνω κάθε ελπίδα να κάνω κτ, σταματάω, σταματώ, παραδίνομαι σε κτ, εγκαταλείπω, ενδίδω σε κτ, χάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης abandonné
εγκαταλείπω, αφήνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jack abandonna sa petite amie et ne reprit jamais contact. Ο Τζακ εγκατέλειψε την κοπέλα του και δεν της ξαναμίλησε ποτέ. |
εγκαταλείπω, αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'abandonnerai pas ce projet : j'ai bien l'intention d'en voir le bout. Δε θα εγκαταλείψω αυτό το πρότζεκτ. Σχεδιάζω να το συνεχίσω μέχρι να τελειώσει. |
εγκαταλείπω, αφήνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La famille a quitté sa maison et est partie à la campagne. Η οικογένεια εγκατέλειψε το σπίτι της κι έφυγε από τη χώρα. |
αφήνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Susan a laissé son livre dans le train. Η Σούζαν άφησε το βιβλίο της στο τρένο. |
παραγκωνίζομαι(personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αφήνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il laissa (or: abandonna) sa femme à la maison et sortit avec ses amis vendredi soir. Παράτησε τη γυναίκα του σπίτι και βγήκε με τους φίλους του την Παρασκευή το βράδυ. |
τα παρατάω(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je suis trop fatigué pour continuer, j'abandonne. |
παραδίνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'abandonne, tu as gagné. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ενέδωσε στο πάθος της χαρτοπαιξίας και κατέστρεψε τη ζωή της οικογένειάς του. |
χάνομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La vie l'abandonne un peu plus chaque jour. |
εγκαταλείπω, παρατάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le conducteur de la voiture en tête a abandonné la course car il rencontrait des problèmes de moteur. Ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος εγκατέλειψε τον αγώνα γιατί είχε μηχανικά προβλήματα. |
εγκαταλείπω, παρατάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποχωρώ από κτverbe transitif Eric a abandonné le projet quand l'entreprise ne l'a pas payé. |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Εγκατέλειψα την προσπάθεια να τους κάνω να πιστέψουν σε μένα. |
εγκαταλείπω, παραδίνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'abandonne, tu es bien meilleur que moi à ce jeu. Εγκαταλείπω (or: παραδίνομαι). Είσαι πολύ καλύτερος από μένα σ' αυτό το παιχνίδι. |
παρατάω, παρατώ(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le projet s'est avéré trop coûteux et Karen l'a abandonné. Το πρότζεκτ αποδείχτηκε υπερβολικά ακριβό, έτσι η Κάρεν το παράτησε (or: άφησε). |
παραιτούμαι από κτ
Emily a abandonné sa campagne pour obtenir de meilleures conditions de travail, réalisant qu'elle n'avait aucune chance de remporter la victoire. Η Έμιλυ εγκατέλειψε την καμπάνια για καλύτερες συνθήκες εργασίας, συνειδητοποιώντας ότι δεν επρόκειτο να κερδίσει ποτέ. |
παραδίδω, παραδίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils abandonnèrent le territoire aux envahisseurs. |
παρατάω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom est parti en voiture, abandonnant Ian au milieu de nulle part. Ο Τομ έφυγε με το αυτοκίνητο αφήνοντας τον Ίαν στη μέση του πουθενά. |
εγκαταλείπωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le projet a été abandonné après qu'on l'ait trouvé peu rentable. Elle a décidé d'abandonner le cours de géologie. Αποφάσισε να αφήσει το μάθημα της γεωλογίας. |
αποσύρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je dois abandonner mon argument. Tu as raison. |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απορρίπτωverbe transitif (figuré : une idée) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εγκαταλείπωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραδίδομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'abandonne : c'est trop difficile. Παραδίνομαι· είναι υπερβολικά δύσκολο. |
απαρνούμαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le soldat décida de délaisser ses responsabilités envers sa patrie et de déserter. Ο στρατιώτης αποφάσισε να απαρνηθεί τις υποχρεώσεις του απέναντι στην πατρίδα του και λιποτάκτησε. |
αφήνω κτ στο ράφι, αφήνω κτ στον πάγκο(définitivement) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) À contrecœur, l'équipe a décidé d'abandonner le projet car elle n'avait pas assez de fonds pour continuer. Η ομάδα αποφάσισε διστακτικά να εγκαταλείψει το πρότζεκτ, καθώς δεν είχαν αρκετά χρήματα για να συνεχίσουν. |
εγκαταλείπω(une personne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand il a perdu tout son argent, ses amis l'ont abandonné (or: délaissé). ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Την παράτησε ο άντρας της για μια εικοσάρα. |
υποχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les troupes affaiblies ont fini par capituler face à l'ennemi. |
εγκαταλείπω(l'école) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a arrêté l'école avant d'obtenir son diplôme. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παράτησε τις σπουδές του πριν πάρει πτυχίο.Πολλοί διαγωνιζόμενοι εγκατέλειψαν το τουρνουά λόγω τραυματισμών. |
παραιτούμαι(με γενική: δικαιώματος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le suspect a renoncé à son droit d'avoir un avocat présent pendant l'interrogatoire de la police. Ο ύποπτος παραιτήθηκε του δικαιώματός του να έχει μαζί του δικηγόρο κατά την ανάκριση της αστυνομίας. |
αποκηρύσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le président a renoncé à sa position sur l'anti-avortement. |
παραιτούμαι από κτ(à un droit) Larry a renoncé à son droit à la propriété de ses parents, se rendant compte que son frère en avait davantage besoin que lui. Ο Λάρι παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση της περιουσίας των γονιών του, καθώς συνειδητοποίησε ότι ο αδερφός του την είχε μεγαλύτερη ανάγκη από τον ίδιο. |
φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ(un travail, sa famille) (μεταφορικά) Ο παίκτης αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε πρόθεση να σπάσει το συμβόλαιο. |
εγκαταλείπω, παρατάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Τομ αποφάσισε να εγκαταλείψει τον αγώνα όταν στραμπούληξε τον αστράγαλό του αντί να διακινδυνεύσει να τραυματιστεί χειρότερα. |
αφήνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marion a quitté son poste de directrice des finances parce qu'elle n'aimait plus travailler avec un tel degré de pression. Η Μάριον παραιτήθηκε από τη θέση της ως διευθύντρια οικονομικών διότι δεν της άρεσε πια να εργάζεται σε μια δουλειά με τόση πίεση. |
απορρίπτωverbe transitif (une idée, un projet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La commission avait examiné l'idée de Daisy, mais l'avait finalement rejetée au profit d'une autre. Το συμβούλιο έλαβε υπόψιν του την ιδέα της Ντέιζυ, αλλά τελικά την απέρριψαν για κάποια άλλη. |
πετάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son petit ami l'a quittée quand il s'est aperçu qu'elle était enceinte d'un autre homme. Julie a quitté son mari quand les choses sont devenues difficiles. Ο φίλος της την εγκατέλειψε (or: παράτησε) όταν έμαθε ότι ήταν έγκυος από άλλον άντρα. Παράτησε τη γυναίκα του όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα. |
σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραμελώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Larry négligeait ses enfants parce qu'il était alcoolique. Ο Λάρι παραμελούσε τα παιδιά του επειδή ήταν αλκοολικός. |
εγκαταλείπω(figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle déserta (or: abandonna) le projet. Εκείνη παράτησε το πρότζεκτ. |
αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alors, on se dit à mardi. Ah, non, mardi, ça ne va pas en fait alors on annule (or: abandonne l'idée) ; on se voit mercredi plutôt. Λοιπόν, ας συναντηθούμε την Τρίτη. Αλλά όχι δεν είναι καλά την Τρίτη, αφήστε το (or: ξεχάστε το). Θα το κάνουμε καλύτερα την Τετάρτη. |
τελειώνωverbe transitif (terminer) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On devrait laisser tomber (or: abandonner) cette affaire à présent. |
αφήνω(Religion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brian a perdu la foi en sa religion lorsqu'il a quitté la maison de ses parents. |
πετάω, πετώ(un peu familier) (ανεπίσημο, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette idée ne marchera jamais ; laissons tomber et recommençons. |
εγκαταλελειμμένοςadjectif (endroit) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il y a plusieurs fermes abandonnées dans le coin. Υπάρχουν αρκετές εγκαταλελειμμένες φάρμες στην περιοχή. |
εγκαταλελειμμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les services sociaux ont trouvé de nouvelles maisons pour les enfants abandonnés. |
αποκλεισμένοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le bateau abandonné a été retrouvé sur une île vingt ans après son accident. |
αδέσποτοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le chat de Kelsey était abandonné avant qu'elle ne lui porte secours. Η γάτα της Κέσλεϋ ήταν αδέσποτη μέχρι που την έσωσε. |
εγκαταλελειμμένος(enfant) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'enfant abandonné fut accueilli par une famille voisine. Το εγκαταλελειμμένο παιδί το φρόντισε μια κοντινή οικογένεια. |
εγκαταλελειμμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le bâtiment abandonné n'a pas eu de locataires depuis une décennie. |
εγκαταλειμμένοadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Melanie s'est rendu compte que Nigel avait pris la voiture et l'avait laissée là ; elle avait été abandonnée. |
που τον έχουν πετάξει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεπερασμένος(παλιός) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Autrefois l'une des plus grandes attractions de la ville, le bâtiment est maintenant abandonné (or: désaffecté). |
εγκαταλελειμμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εγκαταλελειμμένοςadjectif (endroit) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εγκαταλελειμμένοςadjectif (personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αχρηστευμένος(bâtiment,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έκθετο παιδίnom masculin |
μόνος, έρημοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le chiot abandonné allait vers tous les inconnus et remuait la queue. Το εγκαταλελειμμένο κουτάβι πλησίαζε κάθε άγνωστο και κουνούσε την ουρά του. |
που έχει απορριφθεί, που απορρίφθηκεadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραδίδω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πέφτω(moral, intérêt, vente,...) (μτφ: ηθικό, διάθεση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αδικαιολογήτως απών(Militaire) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Quand les soldats ont trouvé le lit de leur camarade vide, ils ont compris qu'il avait abandonné son poste (or: déserté). |
αδικαιολογήτως απών(Militaire) Αρνήθηκε να γυρίζει πίσω στη βάση μετά την άδειά του και έτσι κηρύχθηκε αδικαιολογήτως απών. |
παραδίδομαι σε κτ(μεταφορικά: π.χ. σε απολαύσεις) |
απολαμβάνω(dans un bain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραιτούμαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'équipe n'a jamais perdu tout espoir de gagner. |
χάνω κάθε ελπίδα να κάνω κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le couple avait perdu (or: abandonné) tout espoir d'avoir un enfant. |
σταματάω, σταματώlocution verbale (να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai abandonné l'idée de trouver un bon exemple. Σταμάτησα να προσπαθώ να βρω ένα καλό παράδειγμα. |
παραδίνομαι σε κτ(à la tentation) (συναίσθημα) Les enfants voulaient rester éveillés jusqu'à minuit, mais un par un, ils ont cédé au sommeil. Τα παιδιά ήθελαν να μείνουν ξύπνια μέχρι τα μεσάνυχτα, αλλά το ένα μετά το άλλο, υπέκυψαν. |
εγκαταλείπωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le navire a abandonné un matelot sur l'île parce qu'il avait volé des réserves. Το πλοίο παράτησε έναν ναύτη στο νησί γιατί έκλεβε προμήθειες. |
ενδίδω σε κτ
Elle s'abandonna aux joies de la musique. |
χάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon grand-père est très vieux et commence à décliner. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχανε τη δύναμή του μετά το τρέξιμο δέκα χιλιομέτρων. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του abandonné στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του abandonné
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.