Τι σημαίνει το va στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης va στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του va στο ισπανικά.
Η λέξη va στο ισπανικά σημαίνει κινούμαι, προχωρώ, η θέση μου είναι, -, προχωρώ, εξελίσσομαι, πετάγομαι, πηγαίνω, πηγαίνω, βρίσκω, οδηγώ, πηγαίνω, πάω, τα πηγαίνω, τα πάω, πηγαίνω, είμαι, την κάνω, αποσύρομαι, παρακολουθώ, προχωράω, προχωρώ, κινούμαι, ξεκινάω, ξεκινώ, πάω, καταφέρνω να πάω σε κτ, πάω να φέρω κπ/κτ, πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ, οδηγώ, θα κάνω κτ, πάω να κάνω κτ, πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα, πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ, στρέφομαι σε κπ, θα, θα, πάω για ύπνο, πάω να κοιμηθώ, πηδιέμαι, αφήνω, πηγαινοέρχομαι, περνώ φευγαλέα, ορμώ, χιμάω, περπατώ αδιάφορα, βιάζομαι, τρέχω, προχωρώ, ανέχομαι, υποφέρω, αφαιρώ, αποκτώ ορμή, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, ψάχνω, αναζητώ, διασχίζω, περνάω, διατρέχω, εναλλάσσω μεταξύ, ψάχνω, αναζητώ, μειώνω, δούναι και λαβείν, το κόβω με τα πόδια, θολώνω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, επισκέπτομαι, ξεπερνώ τα όρια, ακολουθώ, ακολουθώ, πάω πάσο, -, κάνω όπισθεν, ταιριάζω, πετάγομαι, απαγχονίζομαι, διασχίζω, τρέχω, ακολουθώ, κατευθύνομαι, εκδικούμαι, κουβαλάω, περπατώ, συχνάζω, όχι άσχημος, όχι κακός, εντός ρυθμού, που κουτσοδουλεύει, που δεν συμπεριλαμβάνεται, αποκλεισμένος, που τα έχει παίξει, που πρέπει να το δεις, πρεζάκι, πρεζόνι, κοντεύω τα, πλησιάζω τα, ευθέως, με το που ήρθε, έφυγε, θα, στοχεύω ψηλά, πορεύσου εν ειρήνη, αυτό χρειάζεται, την κάνω, αφόδευση, κένωση, πουθενά να στραφώ, αδιάκοπο πηγαινέλα, η διαδικασία εκμάθησης χρήσης της τουαλέτας, ψώνια, βόλτα στις βιτρίνες, φάρσα ή κέρασμα, βόλτα για ψώνια, μετάβαση από νησί σε νησί, θυμός που σιγοκαίει, βρίσκω τον δρόμο μου ψηλαφίζοντας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, στους ώμους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης va
κινούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El tren iba a la velocidad máxima. Το τρένο έτρεχε με τη μέγιστη ταχύτητά του. |
προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los excursionistas fueron por el camino. |
η θέση μου είναιverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Esa silla va al lado de la mesa. Η καρέκλα πάει δίπλα στο τραπέζι. |
-
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) No puedo ir contigo el fin de semana, pero no dejes que eso te detenga, ve tú. Τελικά δεν μπορώ να έρθω μαζί σας το σαββατοκύριακο, αλλά μην αφήσετε να σας σταματήσει αυτό· εσείς να πάτε. |
προχωρώ, εξελίσσομαιverbo intransitivo (coloquial) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hasta ayer, las cosas iban bastante bien. Μέχρι χθες, τα πράγματα εξελίσσονταν αρκετά καλά. Προχωράμε με περίπου 30 μίλια την ώρα. |
πετάγομαι(a casa de alguien) (καθομ, μεταφορικά: κάπου ή σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Μπορείς να πεταχτείς μέχρι του Γιάννη για να παραδώσεις αυτή την κάρτα; |
πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Noé les dijo a los animales que fuesen y se multiplicasen. |
πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cómo vas? Πώς τα πας; |
βρίσκωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tú ve primero, voy cuando haya terminado mi trabajo. Προχώρα εσύ. Θα σε βρω μόλις τελειώσω τη δουλειά μου εδώ. |
οδηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Γϋρισέ με προς τη σωστή κατεύθυνση και θα φτάσω σίγουρα. |
πηγαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Necesito ir a la farmacia. Πρέπει να πάω στο φαρμακείο. |
πάω(επιδόσεις, πρόοδος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cómo van tus hijos en la escuela? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πώς τα πάνε τα παιδιά σου στο σχολείο; |
τα πηγαίνω, τα πάω(reflexivo) (απόδοση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Me fue muy bien con la venta de mi casa! Τα πήγα πολύ καλά με την πώληση του σπιτιού μου! |
πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cómo va el informe? Πώς πάει η αναφορά; |
είμαι(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Va mejor que ayer? Τα πάει καθόλου καλύτερα από χτες; |
την κάνω(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Estás listo! ¡Vamos! |
αποσύρομαιverbo intransitivo (λόγιος: σε κτ ή κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vincent fue a su estudio después de cenar para trabajar un poco más. |
παρακολουθώverbo intransitivo (religión) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vamos a misa todos los domingos por la mañana. |
προχωράω, προχωρώ, κινούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los camiones viajaban a lo largo de la carretera. Τα φορτηγά προχωρούσαν (or: κινούνταν) κατά μήκος του δρόμου. |
ξεκινάω, ξεκινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Con sus alforjas llenas y el corazón contento, empezaron su aventura. |
πάω(καταφέρνω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cómo te las arreglas con el proyecto? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πώς τα πας με το έργο; |
καταφέρνω να πάω σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Siento no haber podido llegar a la reunión de ayer. Συγγνώμη που δεν κατάφερα να έρθω στη χθεσινή συνάντηση. |
πάω να φέρω κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ
Voy a Londres este verano. // Ana fue a Italia de vacaciones el año pasado. // Roberto va al mercado todos los domingos por la mañana. Θα πάω στο Λονδίνο φέτος το καλοκαίρι. // Η Αν πήγε στην Ιταλία για διακοπές πέρυσι. // Ο Ρόμπερτ πάει κάθε Σάββατο πρωί στην αγορά. |
οδηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estas escaleras van al ático. Αυτές οι σκάλες πάνε στη σοφίτα. |
θα κάνω κτlocución verbal (futuro) (μέλλοντας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jake va a limpiar el baño más tarde. Ο Τζέικ θα καθαρίσει το μπάνιο αργότερα. |
πάω να κάνω κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jake fue a sacar un pelo de la mejilla de Leah, pero ella justo se dio vuelta. |
πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Discúlpeme. Tengo que ir al baño. ¿Hay un baño por aquí cerca? |
πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ
¡Y el Óscar va para Steve McQueen! |
στρέφομαι σε κπ
Cuando necesito consejo, recurro a mi rabino. |
θα
(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) No lleves esas bolsas pesadas. Pete las llevará por ti. |
θα
(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Haré la cena mañana. // Su cumpleaños será en domingo el próximo año. Θα μαγειρέψω δείπνο αύριο. Του χρόνου τα γενέθλιά της θα πέσουν Σάββατο. |
πάω για ύπνο, πάω να κοιμηθώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Es pasada la medianoche y es hora de acostarme. Είναι περασμένα μεσάνυχτα και είναι ώρα να πάω για ύπνο. |
πηδιέμαι(coloquial) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Él quería hacerlo pero ella le dijo que no. |
αφήνω(objeto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No pude aguantar más la cuerda y tuve que soltarla. Δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο το σκοινί, έπρεπε να το αφήσω. |
πηγαινοέρχομαι, περνώ φευγαλέα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Había mariposas revoloteando alrededor de la col. |
ορμώ, χιμάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jeffrey se lanzó a través de la tienda. |
περπατώ αδιάφορα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esta mañana te vi corriendo calle abajo intentando no perder el autobús. Σε είδα να τρέχεις στον δρόμο σήμερα το πρωί για να μη χάσεις το λεωφορείο σου. |
προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Poné el auto en primera así podés avanzar. Για να προχωρήσεις βάλε ταχύτητα στο αυτοκίνητο. |
ανέχομαι, υποφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Está aguantando bien a pesar de la presión que está soportando. |
αφαιρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su habla obscena le resta mucho atractivo. |
αποκτώ ορμή
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La bicicleta aceleraba a medida que bajaba por la colina. |
πέφτω με τα μούτρα σε κτ(comida) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Chris devoraba su comida con apetito. |
ψάχνω, αναζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Algunos buscan el amor por Internet. Μερικοί άνθρωποι ψάχνουν την αγάπη στο ίντερνετ. Σε αναζήτησα, αλλά δεν μπόρεσα να σε βρω. |
διασχίζω, περνάω, διατρέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A veces cruzamos al bar de enfrente a tomar un trago. |
εναλλάσσω μεταξύ
|
ψάχνω, αναζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nos pasamos varios meses buscando el mejor restaurante tailandés de la ciudad. |
μειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δούναι και λαβείν
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το κόβω με τα πόδια(ανεπίσημο, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hannah tenía pinchado un neumático, así que tuvo que caminar hasta el trabajo. Της Χάννα της έσκασε το λάστιχο, και έτσι έπρεπε να πάει με τα πόδια στη δουλειά της. |
θολώνω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mientras escuchaba el aburrido discurso de nuevo se adormiló, y finalmente se quedó dormido. Καθώς άκουγε για άλλη μια φορά τη βαρετή ομιλία, τα μάτια του άρχισαν να βαραίνουν και τελικά αποκοιμήθηκε. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επισκέπτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Visitamos muchos monumentos durante nuestro viaje. Στο ταξίδι μας επισκεφτήκαμε πολλά μνημεία. |
ξεπερνώ τα όρια(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La preocupación por este tema trasciende las divisiones políticas tradicionales. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) En el alfabeto, la B le sigue a la A. Στην αλφαβήτα το γράμμα Β ακολουθεί το γράμμα Α. |
πάω πάσο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Richard decidió retirarse en vez de arriesgar todo su dinero. Ο Ρίτσαρντ αποφάσισε να πάει πάσο παρά να ρισκάρει όλα του τα χρήματα. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) El equipo gana uno a cero sobre su oponente. Η ομάδα προηγείται του αντιπάλου με ένα - μηδέν. |
κάνω όπισθεν(αυτοκίνητο) Un pitido muy alto alertaba a los usuarios de la carretera cuando el camión retrocedía. |
ταιριάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La paleta de color de este cuarto combina muy bien. |
πετάγομαι(καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Andy vuelve en un momento, salió a hacer una llamada de teléfono rápida. Ο Άντυ θα επιστρέψει σε ένα λεπτό. Πετάχτηκε να κάνει ένα γρήγορο τηλεφώνημα. |
απαγχονίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El juez le dijo al acusado que lo colgarían. |
διασχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Actualmente, el ejército está atravesando el bosque para llegar a la ciudad. Ο στρατός αυτήν τη στιγμή διασχίζει το δάσος και κατευθύνεται προς την πόλη. |
τρέχω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El alambre corre por entre los muros. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Yo iré primero, y tú me sigues. |
κατευθύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A continuación nos dirigiremos a Arizona en nuestro viaje. |
εκδικούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Me vengaré por eso! |
κουβαλάω(CR) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Ya embarraleaste la nueva alfombra! |
περπατώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El coche se averió, tendremos que andar. |
συχνάζω(σε κάποιο μέρος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los obreros de la construcción frecuentan el bar los fines de semana. |
όχι άσχημος, όχι κακόςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) —¿Cómo te va en el trabajo nuevo?
—No va mal, gracias. |
εντός ρυθμού
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Nuestro baile de anoche fue horrible, no seguimos el ritmo la mayoría de las veces. |
που κουτσοδουλεύειlocución verbal (coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) De momento el negocio va tirando, pero tengo confianza en que mejorará una vez que acabe la recesión. |
που δεν συμπεριλαμβάνεται, αποκλεισμένος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El presupuesto es por el hospedaje solamente, las comidas van aparte. |
που τα έχει παίξειlocución verbal (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi televisión no va bien, así que no puedo mirar mi programa favorito esta noche. |
που πρέπει να το δεις(coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El Ciudadano Kane es una de estas películas que hay que ver. |
πρεζάκι, πρεζόνιlocución adjetiva (ES) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Este va puesto de farlopa. |
κοντεύω τα, πλησιάζω τα(coloquial) (ηλικία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ellos crecen y nosotros vamos para abajo. |
ευθέως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με το που ήρθε, έφυγε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Llegó y se fue de la reunión antes de que nadie se diera cuenta. |
θα
(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) ¿Quién va a pagar las cuentas cuando tu no estés? Ποιος θα πληρώνει τους λογαριασμούς όσο θα λείπεις; |
στοχεύω ψηλάlocución verbal |
πορεύσου εν ειρήνηexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυτό χρειάζεταιlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una aspirina va de perlas para el dolor de cabeza. Πάρε μια ασπιρίνη - αυτό χρειάζεται για τον πονοκέφαλο. |
την κάνωlocución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lo siento, tengo que irme, el taxi me espera. |
αφόδευση, κένωση(ES) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tuve que correr al baño y hacer de vientre después de comerme los higos. |
πουθενά να στραφώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando perdió su trabajo, su seguro y a su esposa no tenía a dónde recurrir. |
αδιάκοπο πηγαινέλα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το αδιάκοπο πήγαινε έλα των επισκεπτών της βιβλιοθήκης δε με άφησε να συγκεντρωθώ. |
η διαδικασία εκμάθησης χρήσης της τουαλέταςlocución verbal (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Diana ya está aprendiendo a ir al baño. |
ψώνιαlocución verbal (AR) (γενικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Mi heladera está vacía ya; hoy tengo que ir al súper. |
βόλτα στις βιτρίνεςlocución verbal (ES) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Me gusta ir de escaparates incluso cuando no puedo permitirme comprar nada. |
φάρσα ή κέρασμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βόλτα για ψώνιαlocución verbal (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μετάβαση από νησί σε νησίlocución verbal (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
θυμός που σιγοκαίειlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρίσκω τον δρόμο μου ψηλαφίζονταςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estaba todo oscuro en el túnel así que tuvimos que ir a tientas. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(en coche) |
στους ώμους(coloquial) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Cuando Cindy se lastimó el tobillo, fue a caballito de su esposo hasta el auto. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του va στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του va
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.