Τι σημαίνει το tow στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tow στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tow στο Αγγλικά.
Η λέξη tow στο Αγγλικά σημαίνει ρυμουλκώ, σέρνω, τραβάω, τραβώ, ρυμούλκηση, λινάρι, σηκώνω, παίρνω, μαζεύω, συνοδεία, ρυμουλκούμενος, συρόμενος, ρυμούλκηση manta, συμμορφώνομαι με τη γραμμή κπ, κοτσαδόρος, υπηρεσία απομάκρυνσης οχημάτων, γερανός, μάντρα, ζώνη παράνομης στάθμευσης, κοτσαδόρος, γερανός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tow
ρυμουλκώtransitive verb (car: pull behind) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The car was towing a caravan. Το αυτοκίνητο έσερνε ένα τροχόσπιτο. |
σέρνω, τραβάω, τραβώtransitive verb (pull behind) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The horse was towing a cart. The man was towing a toddler by the hand. Το άλογο έσερνε ένα κάρο. |
ρυμούλκησηnoun (informal (act of towing) (σπάνιο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I had to ask my neighbor for a tow to get my car out of the mud. Έπρεπε να ζητήσω από τον γείτονά μου να με ρυμουλκήσει για να ξεκολλήσω το αυτοκίνητό μου από τη λάσπη. |
λινάριnoun (flax) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The old woman sat at her wheel, spinning tow. |
σηκώνω, παίρνω, μαζεύωphrasal verb, transitive, separable (haul away: a vehicle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The car was illegally parked, so the police towed it away. Το αμάξι ήταν παρκαρισμένο παράνομα κι έτσι το σήκωσε η Τροχαία. |
συνοδείαadverb (informal, figurative (accompanying) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He arrived at the party with two ladies in tow. |
ρυμουλκούμενος, συρόμενοςadjective (being towed along) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It's difficult to overtake a car with a caravan in tow. |
ρυμούλκηση mantanoun (marine survey technique) (θαλάσσιες έρευνες) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συμμορφώνομαι με τη γραμμή κπverbal expression (figurative (conform) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The boss told the new employee that he would do well as long as he toed the line. |
κοτσαδόροςnoun (curved device used to pull a vehicle) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Bob attached the tow hook to the front end of his car to pull it onto the tow truck. |
υπηρεσία απομάκρυνσης οχημάτωνnoun (company that hauls away vehicles) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γερανόςnoun (lorry: pulls vehicles) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) When her car broke down she had to call a tow truck to take it to a repair shop. |
μάντραnoun (storage place for hauled-away vehicles) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζώνη παράνομης στάθμευσηςnoun (area: illegal to park) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κοτσαδόροςnoun (metal bar for towing) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γερανόςnoun (vehicle used to pull another) (μεταφορικά: όχημα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The wrecker came pretty quickly and pulled our car out of the ditch. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tow στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του tow
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.