Τι σημαίνει το tired στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tired στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tired στο Αγγλικά.
Η λέξη tired στο Αγγλικά σημαίνει κουρασμένος, κουρασμένος, κοινότοπος, παλιός, πολυκαιρισμένος, κουράζω, κουράζομαι, χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ, λάστιχο, εξουθενωμένος, ξεθεωμένος, κατάκοπος, κουράζομαι, έχω μπουχτίσει, έχω βαρεθεί, έχω κουραστεί, δεν αντέχω άλλο, κουράστηκα, μπούχτισα, σιχάθηκα, βαρέθηκα, αρχίζω να κουράζομαι από κτ, που έχει κουραστεί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tired
κουρασμένοςadjective (needing sleep) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The tired child fell asleep on the way home. Το κουρασμένο παιδί αποκοιμήθηκε στο δρόμο για το σπίτι. |
κουρασμένοςadjective (needing rest) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I was tired from working all day, and didn't want to cook dinner. Ήμουν κουρασμένος επειδή δούλευα όλη μέρα, και δεν ήθελα να μαγειρέψω. |
κοινότοποςadjective (figurative (argument, idea: unoriginal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That tired old argument failed to convince the voters. Αυτό το παλιό, κοινότοπο επιχείρημα δεν κατάφερε να πείσει τους ψηφοφόρους. |
παλιός, πολυκαιρισμένοςadjective (figurative (run-down) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That sofa looks really tired. We need a new one. |
κουράζωtransitive verb (make tired) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The hike had tired Agatha, so she went to bed early. Η πεζοπορία κούρασε την Αγκάθα και έτσι πήγε για ύπνο νωρίς. |
κουράζομαιintransitive verb (become tired) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Towards the end of the day, the workers began to tire and output slowed. Προς το τέλος της ημέρας οι εργάτες άρχισαν να κουράζονται και η απόδοση μειώθηκε. |
χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ(lose interest in) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) At first, Rose was very enthusiastic about the course, but she tired of it when she realised how much work she had to do. Στην αρχή η Ρόουζ ήταν ενθουσιασμένη με το μάθημα, αλλά το βαρέθηκε όταν κατάλαβε πόση δουλειά έπρεπε να κάνει. |
λάστιχοnoun (rubber around wheel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I need to buy two new tyres for my car. Πρέπει να αγοράσω δύο καινούρια λάστιχα για το αυτοκίνητό μου. |
εξουθενωμένοςadjective (extremely tired) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξεθεωμένος, κατάκοποςadjective (slang (person: exhausted) (αργκό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I worked 12 hours today and I'm dog tired. Δούλεψα 12 ώρες σήμερα και είμαι ξεθεωμένος. |
κουράζομαιverbal expression (become fatigued) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έχω μπουχτίσει, έχω βαρεθεί, έχω κουραστείverbal expression (informal (have had enough of) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm sick and tired of living in this freezing cold house. |
δεν αντέχω άλλοverbal expression (informal (start to be weary, exasperated) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm getting sick and tired of that child's whining! |
κουράστηκα, μπούχτισα, σιχάθηκα, βαρέθηκαverbal expression (have had enough of) (να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm tired of his constant complaining. I'm tired of seeing hyphens used incorrectly. Με κούρασε η γκρίνια του. Έχω βαρεθεί να βλέπω τις παύλες να χρησιμοποιούνται με λάθος τρόπο. |
αρχίζω να κουράζομαι από κτverbal expression (start to be weary of) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The teacher was getting tired of having to tell her students to stop chatting. |
που έχει κουραστείadjective (informal (exhausted) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm tired out after a long day's work. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tired στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του tired
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.