Τι σημαίνει το tirar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tirar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tirar στο πορτογαλικά.

Η λέξη tirar στο πορτογαλικά σημαίνει βγάζω, βγάζω, παίρνω, μετακινώ, απομακρύνω, φεύγω με, απομακρύνω, βγάζω, πετάω τα ρούχα μου, γδύνομαι βιαστικά, ξεπετάω, βγάζω κτ ξαφνικά, βγάζω, βγάζω, βγάζω κτ από κτ, αφαιρώ, βγάζω κτ από κτ, ρίχνω, κατεβάζω, βγάζω, παίρνω κτ από κπ, βγάζω με την κουτάλα, βάζω με την κουτάλα, σκουπίζω, μαζεύω κτ από κτ, τραβάω, τραβώ, τραβάω κλήρο, κάνω, αφαιρώ, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, σηκώνω, βγάζω, τραβάω, βγάζω, αντλώ, απομακρύνω, ξεκλέβω, τραβάω, βγάζω, τραβάω, τραβώ, δανείζομαι κτ από κτ, αφαιρώ, βγάζω, παίρνω, βγάζω, αντλώ, παίρνω, βγάζω, διαγράφω, σβήνω, διαγράφω, τρίβω, ξύνω, αδειάζω, βγάζω, παίρνω κτ χωρίς να ρωτήσω πρώτα, παίρνω κτ χωρίς να ζητήσω άδεια, παίρνω, μαζεύω τα πιάτα, αντλώ, εξάγω, απαλλάσσω κπ από κτ, αποδεσμεύω κπ από κτ, εκμεταλλεύομαι, βγάζω φωτογραφία, τραβάω φωτογραφία, παίρνω την παρθενιά, αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω, ξεντύνομαι, στρώνω τον κώλο μου, κοροϊδεύω, λαγοκοιμάμαι, ξεντύνομαι, κωλώνω, εκμεταλλεύομαι, ξεφλουδίζω, ξεψειριάζω, ξεψειρίζω, απομακρύνω από λίστα, αφαιρώ από κατάλογο, μειώνω τη σημασία, βγάζω το φίμωτρο από κπ/κτ, παίρνω έναν υπνάκο, αποφεύγω, βγάζω, ξεντύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου, ξεσκονίζω, βγάζω φωτοτυπίες, εκμεταλλεύομαι, πατώνω, κάνω αφαίμαξη, βγάζω το κουκούτσι, μετράω, μετρώ, που κόβει την ανάσα, που παίρνει την ανάσα, πανεύκολος, πολύ γρήγορα, του σκοτωμού, του σκοτωμού, σαν τρελός, συναρπαστικά, είναι παιχνιδάκι, περιφέρεια, στριπτίζ, βιάζομαι, βγάζω βιαστικά συμπεράσματα, τσιγκλάω, βγάλε κτ/κπ από το μυαλό σου, κάνω το καλύτερο που μπορώ, κόβω, ξεχιονίζω, βγάζω από το μυαλό, κερδίζω το πρώτο βραβείο, ξεβάφομαι, παίρνω έναν υπνάκο, βγάζω φωτογραφία, βγάζω τα παπούτσια, βγάζω φωτογραφίες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tirar

βγάζω

verbo transitivo (chapéu, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

verbo transitivo (roupa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se você está com calor, por que não tira esse agasalho?
Εάν ζεσταίνεσαι γιατί δεν βγάζεις το πουλόβερ σου;

παίρνω, μετακινώ, απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φεύγω με

(informal)

απομακρύνω

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

(ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele tirou a camisa.
Έβγαλε το πουκάμισό του.

πετάω τα ρούχα μου, γδύνομαι βιαστικά

verbo transitivo (vestimenta: tirar rapidamente) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεπετάω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω κτ ξαφνικά

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο ταχυδακτυλουργός έβγαλε ξαφνικά ένα κουνέλι από το καπέλο του.

βγάζω

verbo transitivo (roupas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela tirou as roupas antes de tomar banho.
Έβγαλε τα ρούχα της πριν μπει στο ντους.

βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω κτ από κτ

verbo transitivo (με πλύσιμο)

Tirei a mancha de sopa da toalha de mesa.
Έπλυνα το τραπεζομάντηλο και έβγαλα τον λεκέ από τη σούπα.

αφαιρώ

verbo transitivo (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela tirou a panela do forno.
Έβγαλε το ταψί από τον φούρνο.

βγάζω κτ από κτ

Μπορείς να με βοηθήσεις να βγάλω το καπάκι από αυτό το βάζο;

ρίχνω, κατεβάζω

(figurado) (τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Λείπει ένα κουμπί απ' αυτό το φόρεμα. Θα μπορούσατε να κάνετε δύο λίρες σκόντο;

βγάζω

verbo transitivo (roupa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deixa eu tirar este smoking.
Κάτσε να βγάλω το κουστούμι της μαϊμούς.

παίρνω κτ από κπ

O amigo dele tirou a TV dele.
Ο φίλος του, του πήρε την τηλεόραση.

βγάζω με την κουτάλα, βάζω με την κουτάλα

verbo transitivo (com concha) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Karen tirou o sorvete com uma concha e o colocou em uma taça.
Η Κάρεν έβαλε το παγωτό σε ένα μπολ.

σκουπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele tirou as migalhas da parte da frente da camisa.
Σκούπισε τα ψίχουλα από το μπροστινό μέρος του πουκαμίσου του.

μαζεύω κτ από κτ

O garçom veio e tirou os pratos da mesa.
Ο σερβιτόρος ήρθε και μάζεψε τα πιάτα απ' το τραπέζι.

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo (fotografar) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O fotógrafo tirou 50 fotos.
Ο φωτογράφος τράβηξε 50 φωτογραφίες.

τραβάω κλήρο

(selecionar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vamos tirar no chapéu para ver quem sai em qual time.

κάνω

verbo transitivo (férias)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tiramos férias na Argentina no ano passado.
Πέρσι κάναμε διακοπές στην Αργεντινή.

αφαιρώ

verbo transitivo (matar: vida)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O assassino tirou muitas vidas.

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo (selecionar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos tirar no palitinho para ver quem vai. O palito mais longo ganha.

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo (cartas) (χαρτί τράπουλας, φύλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela tirou uma carta do topo do baralho.

σηκώνω

verbo transitivo (furtar) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο κλέφτης βούτηξε το πορτοφόλι του άντρα.

βγάζω

verbo transitivo (roupas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nós tiramos as roupas e fomos nadar.

τραβάω, βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A fotógrafa tirou uma foto da celebridade.

αντλώ

verbo transitivo (água)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A família Smith tira a água de uma nascente natural.

απομακρύνω

verbo transitivo (κάποιον από κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abby foi permanentemente tirada da escola depois de bater num professor.

ξεκλέβω

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω, βγάζω

verbo transitivo (fotografia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O fotógrafo tirou várias fotos da noiva e do noivo. Eu sempre tiro muitas fotos quando estou de férias.

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo (rapidamente, repentinamente) (απότομα, γρήγορα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δανείζομαι κτ από κτ

verbo transitivo

Este verso foi tirado do "Inferno de Dante".
Αυτός ο στίχος είναι δανεισμένος από την Κόλαση του Δάντη.

αφαιρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

verbo transitivo (do trem)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω

verbo transitivo (remover)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sim, tire o lixo por favor.

βγάζω

verbo transitivo (συμπέρασμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode tirar a conclusão que quiser, mas acredito que ele fez isso.

αντλώ, παίρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele tira inspiração do seu passado.

βγάζω

verbo transitivo (elevar) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η επιτυχία που είχε η τέχνη του τον έβγαλε από τη φτώχεια.

διαγράφω, σβήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A editora excluiu diversos parágrafos das edições posteriores do livro.
Σε επόμενες εκδόσεις του βιβλίου, οι εκδότες διέγραψαν (or: έσβησαν) αρκετές παραγράφους.

διαγράφω

(em uma lista)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρίβω, ξύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αδειάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

(με πλύσιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você acha que vamos conseguir lavar essa mancha?
Πιστεύεις ότι θα καταφέρουμε να βγάλουμε αυτό τον λεκέ από μελάνι;

παίρνω κτ χωρίς να ρωτήσω πρώτα, παίρνω κτ χωρίς να ζητήσω άδεια

(BRA, para si mesmo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela pegou para si materiais de escritório.
Πήρε γραφική ύλη από το γραφείο χωρίς να ζητήσει άδεια.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam tem bastante satisfação em escrever poesia.
Ο Άνταμ αποκομίζει μεγάλη ευχαρίστηση γράφοντας ποίηση.

μαζεύω τα πιάτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vou servir o jantar, e você tira a mesa quando eles terminarem de comer.

αντλώ, εξάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απαλλάσσω κπ από κτ, αποδεσμεύω κπ από κτ

(ευφημισμός)

O vice-presidente da empresa foi substituído.

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Εκμεταλλεύτηκα την κατάσταση.

βγάζω φωτογραφία, τραβάω φωτογραφία

(capturar algo ou alguém com a câmera)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω την παρθενιά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω

(literal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεντύνομαι

(tirar a roupa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στρώνω τον κώλο μου

(não demorar, não procrastinar) (αργκό, χυδαίο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοροϊδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λαγοκοιμάμαι

(BRA)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεντύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κωλώνω

(evitar o envolvimento de forma covarde) (αργκό, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As corporações exploravam sistematicamente seus funcionários até eles criarem sindicatos.
Οι εταιρείες εκμεταλλεύονταν συστηματικά τους εργαζομένους τους μέχρι που εκείνοι δημιούργησαν εργατικά σωματεία.

ξεφλουδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεψειριάζω, ξεψειρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρύνω από λίστα, αφαιρώ από κατάλογο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μειώνω τη σημασία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω το φίμωτρο από κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω έναν υπνάκο

(INGL: gíria)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποφεύγω

(evitar responsabilizar-se por: algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

(τα ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεντύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου

(retirar as roupas)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεσκονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Richard desempoeirou a estante de livros.
Ο Ρίτσαρντ ξεσκόνισε τη βιβλιοθήκη.

βγάζω φωτοτυπίες

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu sei que ela é muito generosa, mas você não devia explorar!
Ξέρω ότι είναι πολύ γενναιόδωρη, αλλά δεν πρέπει να την εκμεταλλεύεσαι!

πατώνω

(BRA: gíria) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele bombou a prova de álgebra
Ο Τζακ πάτωσε στο διαγώνισμα της άλγεβρας.

κάνω αφαίμαξη

(σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os médicos costumavam acreditar que sangrar um paciente poderia curar uma infecção.
Οι γιατροί παλιά πίστευαν πως το να κάνεις αφαίμαξη σε έναν ασθενή θα μπορούσε να γιατρέψει μια μόλυνση.

βγάζω το κουκούτσι

(καθομιλουμένη: από κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Primeiro, você precisa descaroçar a maçã.
Πρώτα πρέπει να βγάλεις το κουκούτσι από το μήλο.

μετράω, μετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Precisamos tirar suas medidas para fazer o vestido de noiva.
Πρέπει να σου πάρουμε τα μέτρα για το φόρεμα της παρανύφου.

που κόβει την ανάσα, που παίρνει την ανάσα

(figurado) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A vista de cima da Sydney Harbour Bridge é de tirar o fôlego.
Η θέα από την κορυφή της Γέφυρας του Λιμανιού του Σύνδεϋ είναι συγκλονιστική.

πανεύκολος

(informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ γρήγορα, του σκοτωμού

(em grande velocidade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

του σκοτωμού, σαν τρελός

(muito rápido, veloz)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συναρπαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

είναι παιχνιδάκι

expressão (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιφέρεια

expressão verbal (ανθρώπινου σώματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O alfaiate vai tirar a medida do seu peito e cintura.

στριπτίζ

(informal, performance erótica: tirando a roupa) (ερωτικός χορός)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

βιάζομαι

expressão verbal (apressar-se)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγάζω βιαστικά συμπεράσματα

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τσιγκλάω

expressão verbal (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele fica fazendo caretas só para te tirar do sério.

βγάλε κτ/κπ από το μυαλό σου

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sei que foi um término duro, mas você tem que tirar isso da cabeça.

κάνω το καλύτερο που μπορώ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόβω

expressão (informal: interromper transmissão) (μεταφορικά: δεν μεταδίδω πια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεχιονίζω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω από το μυαλό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Πολύ γρήγορα έβγαλα την ιδέα από το μυαλό μου.

κερδίζω το πρώτο βραβείο

locução verbal (literal: jogos de azar) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεβάφομαι

(tirar a maquiagem do seu rosto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Πρέπει πάντα να ξεβάφεσαι πριν πέσεις για ύπνο ειδάλλως θα βγάλεις σπυράκια.

παίρνω έναν υπνάκο

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Meu pai geralmente tira um cochilo à tarde. Muitas vezes eu tiro um cochilo depois do almoço.
Συχνά την πέφτω για λίγο μετά το μεσημεριανό.

βγάζω φωτογραφία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você está linda nesse vestido - espere, vou tirar uma foto.
Είσαι πολύ όμορφη με αυτό το φόρεμα. Περίμενε εκεί να βγάλω μια φωτογραφία.

βγάζω τα παπούτσια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Είναι σωστό να βγάζεις τα παπούτσια σου πριν μπεις σ' ένα σπίτι στην Ιαπωνία.

βγάζω φωτογραφίες

(tirar fotos com uma câmera)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tirar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του tirar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.