Τι σημαίνει το tentar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tentar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tentar στο πορτογαλικά.

Η λέξη tentar στο πορτογαλικά σημαίνει πειραματίζομαι με κτ, δοκιμάζω, κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, κάνω μια δοκιμή, δοκιμάζω, επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω, προσπαθώ, δοκιμάζω, δελεάζω κπ να κάνει κτ, ασχολούμαι περιστασιακά, επιχειρώ, δοκιμάζω, προσπαθώ, δοκιμάζω, προσπαθώ να κάνω κτ, προσπαθώ, κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, προσπαθώ, δοκιμάζω να ανοίξω, προσπαθώ να ανοίξω, επιχειρώ να φτάσω, προσπαθώ, δοκιμάζω τις δυνάμεις μου σε κτ, δοκιμάζω, επιχειρώ, δελεάζω, δοκιμάζω, επιχειρώ, αποτολμώ, πασχίζω, προσπαθώ, δοκιμάζω κτ, πιέζω, τολμώ να μαντέψω, ρισκάρω, τολμώ, δοκιμάζω ξανά, δοκιμάζω πάλι, προσπαθώ ξανά, προσπαθώ πάλι, υπερβάλλω εαυτόν, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, δοκιμάζω να, προσπαθώ να, επιχειρώ ξανά, απαιτώ προσοχή, αποζητώ προσοχή, βρίσκω φτηνές δικαιολογίες, έχω επιστρέψει στα καθήκοντά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, δαγκώνω στον αέρα, ξαναπροσπαθώ, μπλοκάρω, εμποδίζω, αποφεύγω, προσπαθώ να πουλήσω, προσπαθώ να λανσάρω, προσπάθεια αντιμετώπισης προβλημάτων, αφουγκράζομαι, πείθω, δαγκώνω τον αέρα, δαγκώνω στον αέρα, πάω για κτ, πηγαίνω για κτ, προσπαθώ να αρπάξω, προσπαθώ να πιάσω, μειώνω την τιμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tentar

πειραματίζομαι με κτ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δοκιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, κάνω μια δοκιμή

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu nunca fiz esqui aquático antes, por isso decidi tentar.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν έχω κάνει ποτέ πριν θαλάσσιο σκι, έτσι αποφάσισα να κάνω μια δοκιμή.

δοκιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você já tentou pular de bungee jumping?

επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω

verbo transitivo (κάτι, να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tentarei conversar com ele na segunda-feira.
Θα επιχειρήσω να του μιλήσω τη Δευτέρα.

προσπαθώ

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu tento fazer o meu melhor.
Προσπαθώ να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ.

δοκιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δελεάζω κπ να κάνει κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ασχολούμαι περιστασιακά

"Você é pintor?" "Eu tento".
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είμαι καθηγητής ιστορίας αλλά ασχολούμαι περιστασιακά και με τη συγγραφή.

επιχειρώ, δοκιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estamos tentando algo que nunca foi feito antes.
Επιχειρούμε (or: Δοκιμάζουμε) κάτι που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ.

προσπαθώ, δοκιμάζω

verbo transitivo (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tente tocar a música delicadamente e você poderá ouvir os violinos ao fundo.
Προσπάθησε να παίξεις τη μουσικά χαμηλά και μπορεί να ακούσεις την υπόκρουση από βιολιά.

προσπαθώ να κάνω κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Não tente mudar a cabeça dele, você se arrependerá.
Μην προσπαθήσεις να του αλλάξεις γνώμη, θα το μετανιώσεις.

προσπαθώ

verbo transitivo (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tente fazer todo seu trabalho escolar hoje à noite.
Προσπάθησε να κάνεις όλα σου τα μαθήματα από απόψε.

κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα

verbo transitivo (δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Αν και ο Μπράιαν δεν είχε κάνει ποτέ καγιάκ, ξαφνικά αποφάσισε να κάνει μια δοκιμή.

προσπαθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Parece uma tarefa sem esperança, mas sinto que devemos tentar, mesmo assim.

δοκιμάζω να ανοίξω, προσπαθώ να ανοίξω

verbo transitivo (tentar abrir)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele tentou abrir a porta.

επιχειρώ να φτάσω

verbo transitivo (procurar) (κάπου/σε κάποιο μέρος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
De manhã, elas tentaram atingir o cume do Monte Cervino.

προσπαθώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É uma escalada que até os mais durões relutam em tentar.
Είναι μια αναρρίχηση που ακόμη και οι πιο τολμηροί διστάζουν να αποπειραθούν.

δοκιμάζω τις δυνάμεις μου σε κτ

(informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν μπορώ να τελειώσω το σταυρόλεξο. Θες να δοκιμάσεις εσύ τις δυνάμεις σου;

δοκιμάζω, επιχειρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δελεάζω

(atrair, seduzir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os colegas de Robert sabiam que ele estava de dieta, mas ficavam o tentando com bolos.
Οι συνάδελφοι του Ρόμπερτ ήξεραν ότι έκανε δίαιτα, αλλά συνέχιζαν να τον δελεάζουν με κέικ.

δοκιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tente (or: experimente) antes de dá-lo como difícil.
Προσπάθησέ το πριν αποφασίσεις αν είναι δύσκολο.

επιχειρώ, αποτολμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O estudante ficou em silêncio, tímido demais para arriscar uma resposta.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Πέτρος είπε στο ηλικιωμένο άντρα: Αν έπρεπε να ρισκάρω μια πρόβλεψη, θα έλεγα ότι δεν είστε ούτε μια ημέρα πάνω από 65 χρονών.

πασχίζω, προσπαθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qualquer escritor que aspira (or: tenta) atingir a grandeza deve estudar os clássicos.
Κάθε συγγραφέας που πασχίζει (or: αγωνίζεται) να μεγαλουργήσει οφείλει να μελετήσει τους κλασικούς συγγραφείς.

δοκιμάζω κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τολμώ να μαντέψω

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρισκάρω, τολμώ

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sim, é possível que eu não vou vencer, mas vou tentar a sorte.
Ναι, είναι πιθανό να μην κερδίσω, αλλά θα το ρισκάρω.

δοκιμάζω ξανά, δοκιμάζω πάλι, προσπαθώ ξανά, προσπαθώ πάλι

υπερβάλλω εαυτόν

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω τον καλύτερό μου εαυτό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δοκιμάζω να, προσπαθώ να

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ήθελε να προσπαθήσει να πάρει μπάτσελορ.

επιχειρώ ξανά

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

απαιτώ προσοχή, αποζητώ προσοχή

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βρίσκω φτηνές δικαιολογίες

locução verbal

έχω επιστρέψει στα καθήκοντά μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Depois de ficar fora tanto tempo, todos estamos felizes em vê-la de volta à ativa.

δίνω τον καλύτερό μου εαυτό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δαγκώνω στον αέρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O cão pastor tentou abocanhar os calcanhares do rebanho.
Το τσοπανόσκυλο δάγκωσε στον αέρα τα πόδια του κοπαδιού.

ξαναπροσπαθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπλοκάρω, εμποδίζω, αποφεύγω

expressão verbal (não pensar em) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela tentou esquecer a lembrança do assassinato dele.
Εκείνη προσπάθησε να αποφύγει την ανάμνηση της δολοφονίας του.

προσπαθώ να πουλήσω, προσπαθώ να λανσάρω

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσπάθεια αντιμετώπισης προβλημάτων

expressão verbal (Η/Υ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O sistema operacional está com tantos problemas que nós passamos a maior parte de nosso tempo tentando dar um jeito nele.
Το σύστημα του υπολογιστή είναι τόσο χάλια που αφιερώναμε τον περισσότερο χρόνο μας στην προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων.

αφουγκράζομαι

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eles tentavam ouvir quaisquer sons provenientes da mina.
Αφουγκράστηκαν για τυχόν ήχους από το ορυχείο.

πείθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike não quer vir conosco, mas estou tentando convencê-lo. Meu marido não quer deixar minha filha usar esmalte, mas estou tentando convencê-lo.
Ο Μάικ δε θέλει να έρθει μαζί μας αλλά θα τον πείσω. Ο σύζυγός μου δεν αφήνει την κόρη μου να χρησιμοποιήσει βερνίκι νυχιών αλλά θα τον πείσω.

δαγκώνω τον αέρα, δαγκώνω στον αέρα

(χωρίς να υπάρχει κάτι κοντά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O cachorro estava rosnando e tentando morder. O cavalo tentou morder a mão de Linda.
Το σκυλί γρύλιζε και δάγκωνε στον αέρα.

πάω για κτ, πηγαίνω για κτ

locução verbal (καθομιλουμένη)

Ele vai tentar conseguir a medalha de ouro.
Αυτός ο αθλητής πηγαίνει για το χρυσό μετάλλιο.

προσπαθώ να αρπάξω, προσπαθώ να πιάσω

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μειώνω την τιμή

expressão verbal (finanças)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os corretores estavam tentando abaixar o preço das ações.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tentar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.