Τι σημαίνει το suffering στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης suffering στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του suffering στο Αγγλικά.

Η λέξη suffering στο Αγγλικά σημαίνει ταλαιπωρία, πόνος, που υποφέρει, υποφέρω, πάσχω από κτ, πλήττομαι από κτ, υποφέρω για κτ, υποφέρω για κτ, υποφέρω, επιτρέπω, ανέχομαι, που έχει περάσει πολλά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης suffering

ταλαιπωρία

noun (pain: physical)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The vet said it would be better to end the dog's suffering and put him down.
Ο κτηνίατρος είπε ότι θα ήταν καλύτερο να βάλουν ένα τέλος στην ταλαιπωρία του σκύλου και να του κάνουν ευθανασία.

πόνος

noun (pain: emotional)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
After his wife's death, George thought the suffering was unbearable.
Μετά τον θάνατο της γυναίκας του ο Γιώργος θεωρούσε ότι ο πόνος ήταν ανυπόφορος.

που υποφέρει

adjective (in pain)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The suffering animals were put out of their misery by the vet.
Ο κτηνίατρος λύτρωσε τα ζώα που υπέφεραν.

υποφέρω

intransitive verb (undergo pain or hardship)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She suffered for years while married to him.
Υπέφερε για χρόνια όσο ήταν παντρεμένη μαζί του.

πάσχω από κτ

(be ill with)

He's suffered from diabetes all his life.
Όλη του τη ζωή έπασχε από διαβήτη.

πλήττομαι από κτ

(be adversely affected by)

This forest suffers from the effects of acid rain. It's always the poor who suffer most from unemployment.
Αυτό το δάσος επλήγη από τις συνέπειες της όξινης βροχής. Πάντα οι φτωχοί είναι αυτοί που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία.

υποφέρω για κτ

(endure pain for the sake of)

The athlete suffered for his pursuit of perfection.
Ο αθλητής υπέφερε για να πετύχει την τελειότητα.

υποφέρω για κτ

(be inconvenienced because of)

The painter suffered for his art.
Ο ζωγράφος υπέφερε για την τέχνη του.

υποφέρω

transitive verb (undergo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He suffered much hardship as a child.
Πέρασε πολλές κακουχίες όταν ήταν παιδί.

επιτρέπω

verbal expression (archaic (allow)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She would not suffer him to plead his suit any further.

ανέχομαι

transitive verb (literary (tolerate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will not suffer any more of this behaviour!

που έχει περάσει πολλά

adjective (having endured [sth] patiently)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The teenager's long-suffering parents went out to pick her up from yet another late night party.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του suffering στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του suffering

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.